Σάββατο 30 Ιουνίου 2007

Ποιους ΔΕΝ θα ακούσω τον Ιούλιο

Αφού ο λοχαγός γνωστοποίησε ότι για τον μήνα Ιούλιο δεν έχει άδειες, όλοι οι πιθανοί στόχοι πάνε περίπατο. Οι βασικότεροι ήταν οι παρακάτω (σσ. ποτέ δε μου άρεσαν οι Metallica) :

1. Groove Armanda - 2 Ιουλίου : Φαντάζομαι πως πολλοί θα... shake their asses. Με full μπάντα θα κάνουν όργια
2. Iggy & the Stooges - 5 Ιουλίου : Δεν ήμουν και τρελός fan ποτέ, αλλά είναι από τους λίγους που παραμένουν σε υψηλό επίπεδο παρά τα χρονάκια
3. Saint Etienne - 6 Ιουλίου : Το πιο συμπαθητικό συγκρότημα της σύγχρονης pop. Με πολλούς φίλους και ελάχιστους εχθρούς. Και έτσι πως κατάντησε η κακομοίρα η pop κάτι τέτοιους πρέπει να τους βλέπουμε
4. James - 18 Ιουλίου : Ε ναι αυτό θα με πειράξει πολύ. Θα σκάσω λίγο εκείνη τη μέρα, γιατί εκτός του ότι μ'αρέσουν αρκετά, δεν έβγαλαν καινούριο cd οπότε το playlist θα είναι το best of.Κρίμα και ξανά κρίμα. Θα είναι και οι Air και η Tori Amos αλλά εντάξει όλοι για τους James θα πάνε.
5. George Michael - 26 Ιουλίου : Θα έπεφτε χορός σίγουρα. Δε θα ξανάρθει ποτέ ξανά λογικά.

Για να μην αρχίσω να μιλάω τώρα και για το Synch

High Fidelity - Stephen Frears (2000)


Top-five των top-fives


Top-5 λόγοι που αγαπάμε τον Frears

1. Για τους ήρωες του
2. Για τις ισορροπίες που κρατάει στις ταινίες του. Δε χάνει ποτέ τον έλεγχο
3. Γιατί προτίμησε να φτιάχνει "μικρές", ενδιαφέρουσες ταινίες παρά ανούσιες "μεγάλες"
4. Για το Dangerous Liaisons
5. Γιατί στα νιάτα του ήταν assistant director στο If... του Lindsay Anderson

Top-5 ατάκες του Rob Gordon

1.Books, records, films -- these things matter. Call me shallow but it's the damn truth
2. Did I listen to pop music because I was miserable? Or was I miserable because I listened to pop music?
3.What, fucking, Ian guyyyyyyyyyyyy?
4. I wanna live with a musician. She'd write songs at home and ask me what I thought of them, and maybe even include one of our little private jokes in the liner notes.
5.I'm afraid I'll go berserk, rip the Elvis Costello mobile from the ceiling, throw the "Country Artists Male A-K" rack out onto the streets, go off to work in a Virgin Megastore and never come back

Top-5 κωμικές σκηνές

1. Δύσμοιρος γονιός που προσπαθεί να αγοράσει το I just called to say I love you από τον Jack Black
2. Οι 3 εκδοχές της συνάντησης Cusack - Robbins στο κατάστημα του πρώτου
3. Το βρισίδι της Cusack στον Cusack
4. Jack Black again, αρνείται να πουλήσει δίσκο σε geek
5. O Cusack μόνος του, δε μπορεί να κοιμηθεί με την ιδέα ότι η πρώην του κάνει sex με τον από πάνω

Top-5 χαρακτήρων πλην του ήρωα

1. Ο Jack Black ως Barry. Ο γνήσιος αγαπημένος σύγχρονος κάφρος
2. Η Joan Cusack ως Liz . Εκπληκτική φάτσα
3. H Lili Taylor ως πρώην πρεζόνι ή κάτι τέτοιο τέλος πάντων
4. Tim Robbins ! "Get your patchouli stink outta my store. "
5. Τα πιτσιρίκια που από κλεφτρόνια έγιναν καλλιτέχνες


Top-5 λόγοι που λατρεύω αυτή τη ταινία

1. Για τον χαρακτήρα του Gordon. "Loser", ταγμένος στη μουσική του, ένα μικρό παιδί σ'εναν 35άρη
2. Γιατί κατ' επέκταση μιλάει για όλους εμάς που αδυνατούμε να απεγκλωβιστούμε από αντικείμενα ή hobbies που έχουμε
3. Για το soundtrack
4. Για το τρόπο που σχολιάζονται οι σύγχρονες σχέσεις, μέσω των πρώην του ήρωα
5. Για όλες σχεδόν τις συζητήσεις μέσα στο κατάστημα του Gordon


Δεκτό όποιο άλλο top5 θέλετε

Δευτέρα 25 Ιουνίου 2007

Thank you for smoking - Jason Reitman (2005)


Οι τεράστιες διαστάσεις που έχει πάρει τα τελευταία χρόνια το κυνήγι του καπνίσματος, γεννά αρκετά συχνά συζητήσεις για το πόσο δίκαιο ή άδικο είναι αυτό που γίνεται. Κάτι που ξεκίνησε για καθαρά λόγους υγείας έχει μεταμορφωθεί σήμερα σε κοινωνικό φαινόμενο με τους καπνιστές να δικαιούνται όλο και λιγότερα μέρη για να ικανοποιούν τη συνήθεια τους. Με μπροστάρηδες και αρκετούς διάσημους, που πιθανά να το είδαν και ως μόδα, η αντικαπνιστική μανία ζει και βασιλεύει παγκοσμίως ανησυχώντας κυρίως τα μεγάλα αφεντικά των καπνοβιομηχανιών

Το αστείο στην υπόθεση είναι πως οι καπνιστές σιγά σιγά αρχίζουν να αντιμετωπίζονται με μεγαλύτερη συμπάθεια απ' ότι στο παρελθόν. Προφανώς λοιπόν όταν μια ταινία τιτλοφορείται Thank you for smoking κερδίζει αμέσως τη συμπάθεια των περισσοτέρων - εκτός των φανατικών αντικαπνιστών για ευνόητους λόγους. Το καλύτερο μάλιστα είναι όταν βλέποντας τη ταινία διαπιστώνουμε πως δεν είναι μια καμπάνια υπέρ του τσιγάρου, απλά το χρησιμοποιεί ως παράδειγμα για να εκφράσει ανησυχίες για τη κοινωνία του σήμερα. Στη ταινία ο Aaron Eckhart υποδύεται τον Nick Naylor, άνθρωπο που στο σχολείο μπορεί να μην ήταν καλός ούτε στα μαθηματικά ούτε στα φιλολογικά, ο Θεός όμως τον προίκισε με ένα ξεχωριστής δύναμης λέγειν. Είναι ικανός να σε πείσει για οτιδήποτε και να στρέψει μια συζήτηση στο σημείο που θέλει αυτός ωστέ να φαίνεται πως έχει δίκιο. Το ταλέντο του αυτό εκτιμήθηκε και έτσι βγάζει το ψωμί του δουλεύοντας ως εκπρόσωπος των καπνοβιομηχανιών, άνθρωπος που φέρνει εις πέρας ειδικές αποστολές όπως διαξιφισμούς με συντηρητικούς πολιτικούς και αντικαπνιστικές οργανώσεις σε διάφορες συζητήσεις της τηλεόρασης.

Όπως έγραψα και πριν η ταινία δεν έχει σκοπό να πείσει το κόσμο να ξεκινήσει το κάπνισμα. Καταρχήν παρά το θέμα της δε βλέπουμε να ανάβει ούτε ένα τσιγάρο κατά τη διάρκειά της. Ο Nick στις συνομιλίες που έχει ποτέ δεν υπαινίσσεται πως το τσιγάρο είναι κάτι καλό για όλους, όμως δε σταματάει να φωνάζει το προφανές : "Αφήστε σε όλους το δικαίωμα της επιλογής". Από τη στιγμή που το τσιγάρο δεν είναι το χειρότερο πράγμα σ'αυτό το κόσμο δεν είναι δυνατόν οι διάφοροι φορείς να ενώνουν τις δυνάμεις τους κατά αυτού και να κλείνουν τα μάτια τους σε πολυ χειρότερα που συμβαίνουν καθημερινά. Ένας γερουσιαστής για παράδειγμα έχει ανάγει σε αγώνα ζωής μια αντικαπνιστική εκστρατεία, δείγμα μικροπολιτικής - κάτι τέτοιο τον κάνει αρεστό σε πολυ κόσμο - ενώ γύρω του η διαφθορά καλά κρατεί. Ο Jason Reitman, σκηνοθέτης της ταινίας βάλλει ολοφάνερα κατά της υποκρισίας των αρχόντων της κοινωνίας που βρήκαν στο τσιγάρο τον ιδανικό εχθρό που χρειάζονταν ώστε να στρέψουν μεγάλο μέρος της προσοχής του κοινού και πιθανά να μπορούν δρουν ανενόχλητοι σε κάθε είδους "δουλειές".
Πέραν του Nick και του γερουσιαστή που εκφράζουν το δίπολο των απόψεων γύρω από την ελευθερία ή μη της επιλογής διακρίνουμε και μια σειρά χαρακτήρων αρκετά οικείων σε εμάς καθώς δεκάδες παρόμοιοι κυκλοφορούν στη πραγματικότητα. Ο BR, το αφεντικό του Nick είναι ο άνθρωπος που αλλάζει 200 απόψεις στο λεπτό ανάλογα με το εκάστοτε συμφέρον των ανθρώπων που εκπροσωπεί. Η Heather, προσωποποιημένη με το ιδανικό μουτράκι της Katie Holmes στο ρόλο της φερέλπιδος δημοσιογράφου η οποία ψάχνει το άρθρο που θα ανεβάσει τη καριέρα της και δε διστάζει να κάνει sex σε πολλά και διάφορα σημεία του σπιτιού για να το καταφέρει. Η πρώην σύζυγος του Nick και ο νυν σύντροφος της, απόλυτοι εκφραστές της συντηρητικής κοινής γνώμης αποδοκιμάζουν και κατακρίνουν τη δουλειά του και προσπαθούν να τον κρατήσουν μακριά από το παιδί τους θεωρώντας τον κακό πρότυπο. Άνθρωποι που κινούν τα νήματα, οι αντίστοιχοι "Nick" των εταιριών ποτών και όπλών, ο Robert Duvall ως βαρόνος των τσιγάρων, ο Rob Lowe ( πού τον ξέθαψαν;; ) ως γκουρού του Hollywood που έναντι αδράς αμοιβής μπορεί να πείσει τον Brad Pitt να καπνίζει στις ταινίες του, τα κάθε είδους τσιράκια είτε του γερουσιαστή είτε των καπνοβιομηχανιών. Ένας τρελός,θεότρελος μικρόκοσμος αναμφίβολο δείγμα της τρελής, θεότρελης κοινωνίας μας.

Ο Reitman πάντως τα μπλέκει λίγο με τους συναισθηματισμούς, ασχολούμενος σε μεγάλο μέρος της ταινίας με τη σχέση του Nick με το γιο του και το πως θα μπορέσει να αποτελέσει ένα ιδανικό πρότυπο γι' αυτόν. Ενώ αρχικά ο χαρακτήρας του μικρού Joey μοιάζει ιδανικός για να εκφράσει την απορία γι' αυτό το αλαλούμ που ονομάζουμε δομή της σημερινής κοινωνίας, το γεγονός ότι ο Nick αρχίζει και πράττει ανάλογα με την εικόνα που θα σχηματίσει ο μικρός για το ποιόν του είναι λίγο μελοδραματικό και βασικά ολίγον άσχετο με τα όσα θέλει να πει η ταινία. Σαν να πηγαίνουν δηλαδή όλα στράφι όταν στο τέλος ο Nick παίρνει αποφάσεις ζωής ώστε να είναι ήρωας του γιου του. Επίσης αν και σε μια σατιρική ταινία τα τεχνικά ζητήματα περνούν σε δεύτερη μοίρα ο μοντέρ μπορεί να χαρακτηριστεί από τους κακοπροαίρετους ως και χασάπης, καθώς κάποια πλάνα κόβονται τελείως απότομα, δε δένουν μεταξύ τους και το όλο αποτέλεσμα μοιάζει κάπως ερασιτεχνικό.

Βγαίνοντας από την αίθουσα τελικά λες τώρα να καπνίσω ή όχι ; Τι μου δίδαξαν αυτές οι 2 παρά κάτι ώρες ; Αυτό που μου δίδαξαν είναι πως το τσιγάρο είναι ένα πρόσχημα. Το αν καπνίσεις ή οχι δεν πρόκειται να αλλάξει τη ζωή σου - εκτός αν κάνεις 3 πακέτα τη μέρα και μαυρίσουν τα πνευμόνια σου. Το ζητούμενο είναι να μην υπακούμε τυφλά κάθε είδους φαφλατάδες, να σκεφτόμαστε από μόνοι μας τα υπέρ και τα κατά κάθε απόφασης που παίρνουμε για να μπορούμε στο μέλλον να την υποστηρίζουμε με θέρμη. Να βρούμε ποια είναι τα ουσιώδη αυτής της ζωής και να επικεντρωθούμε σε αυτά. Αν και κάτι τέτοιες σκέψεις και συζητήσεις συνήθως σηκώνουν τσιγάρο...


ps : Δεν είμαι καπνιστής

Lists bloody lists





Εννέα χρόνια μετά τη προηγούμενη, το American Film Insitute επιστρέφει με τη νέα ανανεωμένη λίστα για τις 100 καλύτερες αμερικανικές ταινίες όλων των εποχών. Ξεκινάει πάλι λοιπόν η συζήτηση που αγαπάμε να μισούμε. Λίστες. Ποιοί, πως και με ποια κριτήρια επιλέγουν τις καλύτερες ταινίες, τις καλύτερες ατάκες, τους καλύτερους ηθοποιούς, τις καλύτερες σκηνές και άλλα πολλά καλύτερα. Γιατί του AFI και όχι του BFI, του Empire, του imdb. Μετά τη δημοσίευση κάθε έγκριτης λίστας οι απανταχού σινεφίλ κάθονται στο τραπέζι και θυμίζουν τους ποδοσφαιρόφιλους. Αντί για βάζελους,γαύρους και σκουλήκια υπάρχουν Godfatherικοί, Citizenkanικοί και η ανερχόμενη δύναμη οι Lordoftheringsικοί. Και πως είναι δυνατόν η Casablanca με το gay φινάλε να είναι τόσο ψηλά, γιατί τέτοια εμμονή με τον Kane, έλεος όχι και ο Ryan, που είναι ο Lynch, γιατί μόνο ταινίες πριν το 1950 και άλλα τέτοια πιθανά και απίθανα ακούγονται. Τη θέση των μεταγραφών παίρνουν τα κατά καιρούς special edition DVD των ταινιών που διευρύνουν το μύθο τους. Όπως και στο ποδοσφαιρο, έτσι και εδώ πάντως άκρη δε βγαίνει ποτέ. Όλοι έχουν δίκιο και άδικο.
Δε ξέρω για σας, πιστεύω πως κανείς ποτέ δε θα καταφέρει να με πείσει για την ύπαρξη της Λίστας. Αυτής δηλαδή που θα αντιπροσωπεύει τους πάντες, θα έιναι δεκτή απ 'όλους. Ακόμη και να προσπαθούσαν κάποιοι αυτό το ακατόρθωτο εγχείρημα, πως ακριβώς θα έκριναν τη κάθε "μεγάλη" ταινία ? Το Ταξίδι στη Σελήνη του Melies για παράδειγμα ήταν κάτι το εξωπραγματικό πριν 105 χρόνια, σήμερα όμως πόσους συγκινεί ακόμη ? Είναι οι καινοτομίες της όταν κυκλοφόρησε ή η διαχρονικότητα της σημαντικότερος παράγοντας για την αξία μιας ταινίας ? Και άντε πες το ξεπερνάμε αυτό, πως ακριβώς θα υπάρξει αντικειμενικότητα σε ένα εξορισμού υποκειμενικό μέσο ? Προτιμώ να ακούω έναν άνθρωπο να μου λέει αυτές είναι οι αγαπημένες μου ταινίες και όχι αυτές πιστεύω πως είναι οι καλύτερες. Εκεί χρησιμεύει το σινεμά, καθώς έτσι μαθαίνω περισσότερα γι' αυτόν, τις ιδέες του, τις εμμονές του. Για να βρείς τις "αντικειμενικά καλύτερες" πρέπει να αποβάλλεις από μέσα σου συναισθήματα, προσωπικά βιώματα και αναμνήσεις και να βαθμολογείς σαν μηχανή. Αν λοιπόν αυτά τα αριστουργήματα φτιάχτηκαν για μηχανές τότε να το κλείσουμε το μαγαζί. Να κάψουμε τις μπομπίνες, να σπάσουμε και τα δισκάκια. Όσο βγάινουν τέτοιες λίστες αυτό θα πιστεύω αλλά δε μπορώ και εγώ να αντισταθώ στον πειρασμό του να τις χαζεύω.Από προχθές που έμαθα για τη λίστα του AFI, άρχισα να βρίζω πάλι για την ύπαρξη της αλλά και ταυτόχρονα να τη βλέπω και να τη ξαναβλέπω. Ανωμαλία ? Όχι, απλά σινεφιλία. Για να μη λέω άλλα και σας μπερδεύω ιδού η πρώτη δεκάδα της κωλολίστας και το link με όλες τις 100 (από τη usatoday γιατί το AFI θέλει register και μάλλον θα βαριέστε όλοι).



1. Citizen Kane, 1941.
2. The Godfather, 1972.
3. Casablanca, 1942.
4. Raging Bull, 1980.
5. Singin' in the Rain, 1952.
6. Gone With the Wind, 1939.
7. Lawrence of Arabia, 1962.
8. Schindler's List, 1993.
9. Vertigo, 1958.
10. The Wizard of Oz, 1939.
Τέλος τα ίδια και χειρότερα θέλω να εκφράσω και για τους βαθμούς, τα αστεράκια και άλλα τέτοια περίεργα που βλέπουμε παντού. Υπόσχομαι πως μέσα εδώ τουλαχιστόν δε θα υπάρξει ποτέ βαθμός για ταινία.


......
......
......
......
......
Και τώρα για να κάνω λίγο τον κάφρο... Από τη λίστα προσκυνάμε 16, 9, 82 και 28. Αντιθέτως βρίζουμε το 4 (για όνομα του Θεού δηλαδή),19,100 (έλεοςςςς) και 71



Πέμπτη 21 Ιουνίου 2007

The Science of sleep - Michel Gondry (2006)


Αποτελεί ξεχωριστή επιστήμη ο ύπνος; Δύσκολη η ερώτηση αν σκεφτεί κανείς πως παρά τις μελέτες που έχουν γίνει, δεν είναι εύκολο να υπάρξει πλήρης και καθολικής αποδοχής εξήγηση των όσων φανταζόμαστε την ώρα του ύπνου. Από τους λαϊκούς ονειροκρίτες ως τη σύγχρονη ψυχανάλυση, ο κόσμος των ονείρων αποτελεί ένα μυστήριο και όπως επηρεάζεται από τη καθημερινότητα μάς, συχνά αντιστρέφοντας τους ρόλους την επηρεάζει και αυτός.
Ο Michel Gondry αν και σχετικά νέος στο χώρο του σινεμά, έχει αρκετά μεγάλη προϊστορία πίσω από τη κάμερα χάρη στα ως επί το πλείστον εξαιρετικά video clips που γύρισε τη δεκαετία του 90. Βάζοντας την υπογραφή του σε 2 ταινίες, τη φαρσοκωμωδία Human Nature και το Eternal Sunshine of the Spotless Mind, μια από τις πιο ευφάνταστες αλλά και καταθλιπτικές συνάμα ταινίες των τελευταίων ετών, έδωσε υποσχέσεις ότι μπορεί μέσα από τον πιο απαιτητικό κόσμο των ταινιών να εκφραστεί όπως ακριβώς και στα μικρού μήκους πειράματά του. Βλέποντας κάποιος ολοκληρωμένο το έργο του παρατηρεί σχετικά εύκολα 2 εμμονές. Οι παιδικές αναμνήσεις και ο κόσμος των ονείρων, αντικείμενα που προφανώς συνδέονται, παίζουν κυρίαρχο ρόλο στις περισσότερες δουλειές του καθώς συχνά αναλύεται πρώτον η μεταξύ τους σχέση και δεύτερον η επίδραση που έχουν πάνω στον άνθρωπο. Οι ήρωες του είναι άτομα με ανεπτυγμένη την αίσθηση της φαντασίας, την οποία και εκφράζουν με παιχνίδια, σκανδαλιές ή φλερτ πάντα όμως με αθώο τρόπο έτσι ώστε να γίνονται πολύ συμπαθείς στο κοινό .
Η μικρή αναφορά στο έργο του Gondry μοιάζει απαραίτητη καθώς το Science of Sleep είναι στην ουσία μια ανασκόπηση του ίδιου πάνω στο έργο του. Έχει ως κεντρικό ήρωα τον Stephane, έναν νέο που ζει τόσο έντονα τα όνειρά του ώστε αδυνατεί να ξεχωρίσει τη φαντασία με τη πραγματικότητα. Απέναντι από το σπίτι του μετακομίζει η Stephanie και μοιραία γίνεται η μετά παρεξηγήσεων γνωριμία τους. Η ξαφνική έλξη που νοιώθει για τη γειτόνισσα του γίνεται αφορμή για άλλη μια μάχη με τα όνειρά του. Τη προσεγγίζει με ανορθόδοξους και πρωτότυπους τρόπους, προϊόντα οι περισσότεροι των ονείρων του καταφέρνοντας να κερδίσει το ενδιαφέρον της. Πως όμως ένας άνθρωπος τσακωμένος σχεδόν με τη πραγματικότητα μπορεί να ελέγξει τον εαυτό του και να μπορέσει να δημιουργήσει μια υγιή σχέση;
Ο Stephane είναι όλοι οι ήρωες του Gondry μαζί και, ως προέκταση, ο ίδιος ο σκηνοθέτης Είναι ένα μεγάλο παιδί που χρησιμοποιεί τη φαντασία ως όπλο για να επιβιώσει στο κόσμο των ενηλίκων. Τα διάφορα παιχνίδια που επινοεί ή σκέφτεται στον ύπνο του θυμίζουν τον οργασμό φαντασίας που είχαμε μικροί στη προσπάθεια μας να σκοτώσουμε τις άπειρες ελεύθερες ώρες μας. Δεν έχει τις γνωστές καθημερινές σκοτούρες του στυλ καριέρα, ωραίο αυτοκίνητο, σπίτι κτλ, αλλά ψάχνει συνεχώς μέσα στο χάος του μυαλού του να ανακαλύψει νέες διεξόδους έκφρασης και επικοινωνίας. Αν όλα αυτά όμως ακούγονται ωραία και καλά, κάπου εδώ πρέπει να αρχίσουν και οι ενστάσεις. Όπως ανέφερα ότι βλέπουμε μοιάζει κυρίως με ανασκόπηση, σίγουρα όχι λόγω έλλειψης νέων ιδεών, αλλά σαν ένα μικρό παιχνίδι του Gondry με τους θαυμαστές του. Και αυτό ακριβώς το παιχνίδι όσο ωραίο και αν φαίνεται αποτελεί και το βασικότερο μειονέκτημα της ταινίας. Από τη μια οι fan (σηκώνω και εγώ το χέρι εδώ) ικανοποιούνται στο μέγιστο απ 'ότι βλέπουν και από την άλλη οι υπόλοιποι που δεν έχουν γνωρίσει το παρελθόν του Gondry κοιτούν απορημένοι τις αναφορές του και πολλές φορές δεν καταλαβαίνουν τι βλέπουν. Βέβαια γιατί να είναι ξαφνικά ενοχλητικό κάτι τέτοιο, καθώς δεν είναι ούτε ο πρώτος ούτε ο τελευταίος σκηνοθέτης που μπαίνει στη διαδικασία μιας ταινίας 'για αυτόν και τους φίλους του'. Είναι ίσως το χρονικό σημείο αυτό που είναι ατυχές, σκεπτόμενοι ότι πολύ μεγαλύτερα και γνωστότερα ονόματα του χώρου άργησαν πολύ περισσότερο να υλοποιήσουν κάτι αντίστοιχο. Από τον κάθε Gondry δηλαδή - και λέγοντας κάθε Gondry εννοώ νέο και υποσχόμενο για σπουδαίες δουλειές μέσα στα προσεχή 5-10 χρόνια - περιμένεις τη νέα πρόταση, το κάτι παραπάνω στο ήδη ότι καλό έχει δώσει και όχι παιχνίδια με το κοινό του. Είναι όντως πολύ ωραία τα επί της οθόνης στη ταινία - καθαρά οπτικά - όταν όμως κάπου στο δρόμο χάνεται κάπου η ουσία, δε φτάνουν πάντα.
Βέβαια όταν λέω ωραία, καλύτερα να πω υπέροχα. Ειδικότερα στην οπτικοποίηση του χαοτικού κόσμου των ονείρων ο Gondry είναι πολύ μακριά από το συναγωνισμό, βρίσκοντας σχεδόν πάντα τον ιδανικό τρόπο να βγάζει στην οθόνη κόσμους υπό δημιουργία ή υπό κατάρρευση - θυμηθείτε και τα θαύματα που είχε κάνει εδώ στη Λιακάδα - μέσα στο μυαλό. Με πολύ κοπιαστική δουλειά στο μοντάζ πετάει στην οθόνη στιγμιαίες σκέψεις του Stephane, για πράγματα όπως πχ πώς θα εκδικηθεί το κακό αφεντικό του ή πως θα προκαλέσει το ενδιαφέρον της Stephanie, προσπαθώντας έτσι να "μιλήσει" αποκλειστικά μέσα από αυτές τις εικόνες χωρίς να χρειάζεται η επεξήγηση των ταχύτατων και εκατοντάδων σκέψεων του ήρωα. Ο πανταχού παρών τα τελευταία χρόνια Gael Garcia Bernal τα πάει μια χαρά στο να εκφράσει τη διαρκή αμηχανία του Stephane - τον βολεύει και λίγο η σχετικά παιδική φάτσα του - δίνοντας το απαραίτητο καρτουνίστικο χρώμα που θα έπρεπε να έχει ένας τέτοιος χαρακτήρας και αναμφίβολα γίνεται απόλυτα πιστευτός ως μονίμως "χαμένος" ήρωας. Το Παρίσι απλά βοηθάει στο απαραίτητο ρομαντικό της υπόθεσης ενώ ως λύση στο γρίφο της σχέσης προτείνεται ένα ενδιαφέρον αίνιγμα που πηγάζει από τον ίδιο το χαρακτήρα του ήρωα, την ακροβασία δηλαδή μεταξύ πραγματικότητας και φαντασίας.
Εν κατακλείδι, αν και έχασε λίγο τον έλεγχο, ως 'παιδί' και αυτός, ο Gondry παρουσίασε μια οπτική πανδαισία, πλημμυρισμένη με χρώματα και κόσμους μαγικούς προσφέροντας ψυχική ανάταση στο εξορισμού καταθλιπτικό θέμα του έρωτα. Τα όσα ανέφερα περί διαχωρισμού φανατικού κοινού και απλών θεατών δεν έχουν να κάνουν με το ότι ξαφνικά σκέφτηκα ή λυπήθηκα όποιον δεν έχει δει Gondry - σε τελική ανάλυση Gondry είναι, όχι Godard :p - απλά όπως σε πολλά θέματα έτσι και στο σινεμά το timing παίζει σπουδαίο ρόλο. Εκεί χωλαίνει η όλη ιδέα της κατά τα άλλα εξαίρετης ταινίας και γι 'αυτό προφανώς και θα χαθεί μάλλον εύκολα μέσα στο χρόνο.

The Usual Suspects - Bryan Singer (1995)


[ Το συγκεκριμένο review καλό θα ήταν να μη διαβαστεί από άτομα που δεν έχουν δει το film. Θα χαθεί η μεγαλύτερη ίσως ομορφιά του, και δε θα εκτιμηθεί όσο έπρεπε ]

Έχετε σκεφτεί ποτέ τί κυρίως σας ιντριγκάρει στα αστυνομικά θρίλερ; Το σασπένς και οι συνεχόμενες ανατροπές, ο τρόπος και η μέθοδος για το κυνήγι του δολοφόνου, η σύλληψη, η νίκη του καλού και αδιάφθορου detective είναι σημεία στα οποία μπορεί να σταθεί κάποιος. Ένα γεγονός πάντως που συχνά το αφήνουμε σε δεύτερη μοίρα είναι ότι αυτό το είδος ταινιών μας γνωριζει ένα κόσμο όπου συχνά κυριαρχεί το κακό εις βάρος του καλού, με αποτέλεσμα να δημιουργεί μια διαμάχη στο μυαλό μας ως προς την οπτική γωνία (καλού ή κακού) με την οποία πρέπει να σκεφτόμαστε.
Το συγκεκριμένο φιλμ, που γύρισε ο Bryan Singer το 1995, οφείλει την επιτυχία και την αποθέωση που γνωρισε σ’αυτό που μόλις ανέφερα. Ξεκινώντας από την αρχή, το story περιλαμβάνει 5 απατεώνες (Keaton, Fenster, McManus, Hockney, Kint) οι οποίοι περνούν μια βραδιά σ’ένα κοινό κελί ως ύποπτοι για μια κλοπή, γεγονός που γίνεται αφορμή να γνωριστούν και να ξεκινήσουν κλοπές ως ομάδα. Ένας δικηγόρος όμως, ο Kobayashi, τους συναντά αποκαλύπτοντάς τους ότι καταζητούνται από τον Keyser Soze ένα σχεδόν ¨μυθικό¨ πρόσωπο, άρχοντα του κακού και της διαφθοράς.Η λύση που τους προτείνει είναι να κάνουν μια τελευταία μεγάλη δουλειά για το συμφέρον του, κερδίζοντας έτσι την ελευθερία τους (και 90 εκατ. δολλάρια). Το story παρουσιάζεται ως συρραφή από flashback που διηγείται ο Verbal Kint, μοναδικός διασωθέντας αυτής της επιχείρησης, στον Dave Kujan αστυνομικό που έχει αφιερώσει τα τελευταία χρόνια της έρευνάς του στον Keaton.
Η επιλογή αυτής της αφήγησης δεν είναι καθόλου τυχαία. Ο Kujan στην ουσία ταυτίζεται με τον θεατή που και αυτός από τη μεριά του διεξάγει τη δική του έρευνα για το ποίος κρύβεται πίσω από τη μάσκα του Soze. Και εδώ ακριβώς ξεκινά το παιχνιδι μέσα στο μυαλό μας. Σκεφτείτε μια δικαστική διαμάχη, έρευνα η οτιδήποτε παρόμοιο. Για να αποφασίσουμε για την αθωότητα ή την ενοχή κάποιου προσώπου σκεφτόμαστε με 2 τρόπους. Στο μυαλό του ανθρώπου που υπερνικά το καλό θα ενοχοποιηθεί ο λιγότερο αθώος, καθώς ο τρόπος σκέψης βασίζεται στη λογική του "όλοι είναι αθώοι μέχρι αποδείξεως του εναντίου". Στην αντίθετη περίπτωση όμως για να καταλήξουμε να αποφανθούμε πως κάποιος είναι αθώος έχει περάσει πρώτα από το μυαλό μας η ενοχή του. Κοινώς όλοι είναι ύποπτοι. Όλοι οι εμπλεκόμενοι στην ιστορία έχουν ίσες πιθανότητες ενοχής, και το ποιος έχει τις περισσότερες θα φανεί σιγά σιγά μέσα από τα γεγονότα. Φυσικά στη συγκεκριμένη περίπτωση είναι αδύνατον να σκεφτόμαστε με τον πρώτο τρόπο καθώς έχουμε να κάνουμε με μια ιστορία που πρωταγωνιστεί ο ίδιος ο διάβολος, με τη μορφή του Soze, του ανθρώπου που κανείς δεν έχει δει ποτέ αλλά όλοι έχουν ακούσει ιστορίες τού.
Στο παιχνίδι λοιπόν αυτό που πρωταγωνιστεί ο διάβολος, κάτι το οποίο συνειδητοποιούμε από νωρίς, ο νους μας εξετάζει όλους ανεξαιρέτως που εμφανίζονται στην οθόνη. Όταν όμως έχεις να εξετάσεις 6-7 υπόπτους, γιατί τίποτα δε σε κάνει να πιστεύεις ότι ο θύτης είναι αποκλειστικά ένας εκ των 5, αποπροσανατολίζεσαι. Δε γνωρίζεις με ποια κριτήρια αθωώνεις ή ενοχοποιείς. Οι εκφράσεις του μονίμως μπερδεμένου Chazz Palminteri είναι όλα τα λεφτά, η προσπάθεια του να βρει απελπισμένα λύση στο μυστήριο που ερευνά εδώ και χρόνια τον κάνει νευρικό και παράλογο. Από ένα σημείο και μετά σταματάει να ψάχνει τη λύση αλλά προσπαθεί να χτίσει μια δική του ώστε και ο ίδιος να απελευθερωθεί. Όταν άλλωστε ένα έγκλημα το σχεδιάζει ο διάβολος, καταφέρνει με μια εκπληκτική δεξιοτεχνία να παγιδεύσει όσους ασχολούνται με την εξιχνίαση του. Όχι απλά δεν τον υποπτεύονται αλλά κατά ένα απίστευτο τρόπο υποστηρίζουν με σθένος τη λύση στην οποία αυτός τους έχει υποδείξει η οποία παρουσιάζεται ως προφανής και λογική σύμφωνα με τα γεγονότα.
Όλα τα παραπάνω που ανέφερα είναι ίσως και ο λόγος για τον οποίο το film αλλά και ο Bryan Singer πέρασαν στη κινηματογραφική ιστορία. Πάνω σ’ένα έξυπνο αστυνομικό story ο Singer μπόρεσε να ξεφύγει από το απλό puzzle και να δημιουργήσει μια παραβολή για τη διαμάχη καλού και κακού, κάτι που στο συγκεκριμένο είδος είχε σχεδόν εκλείψει από την εποχή των noir του 40. Όλες οι αναφορές ειδικότερα στο Διάβολο και στους τρόπους που χρησιμοποιεί για να ξεγλυστρά κυριολεκτικά τη τελευταία στιγμή δίνουν και τη δυναμική στο υπό άλλες συνθήκες "φθηνό" φινάλε. Ο Hitchcock για παράδειγμα ποτέ δεν αγαπούσε ιδιαίτερα το - εξαιρετικό κατά τ’άλλα - Stage Fright του μόνο και μόνο επειδή βασίζοταν σε ένα ψέμα που αποκαλύπτονταν στο τέλος, το θεωρούσε απάτη ως προς το θεατή. Εδώ δεν έχουμε όμως ένα απλό ψέμα, έχουμε την επιβεβαίωση όλων αυτών των ιδεών που αιωρούνται κατά τη διάρκεια της ταινίας και ηθελημένα έχουν περάσει σε δεύτερη μοίρα καθώς ο θεατής ως μικρός ντέτεκτιβ και αυτός ψάχνει τη λύση του μυστηρίου. Δεν είναι η φθηνή απάτη του σεναριογράφου, είναι ο θρίαμβος του κακού, της πονηριάς, του πανούργου εκείνου πλάσματος. Η μεγαλύτερη επιτυχία της ταινίας είναι πως όταν ο Kujan ανακαλύπτει την αλήθεια είναι απορημένος και εκνευρισμένος όπως ακριβώς ήμουν και εγώ όταν την είχα πρωτοδεί. Πολύ σπάνια υπάρχει τόσο δυνατή ταύτιση στο φινάλε μεταξύ του εξαπατημένου ήρωα και του θεατή.
Το Usual Suspects πέραν της εκτίμησης σχεδόν όλου του κινηματογραφικού κοινού κατέκτησε 2 Oscar - καλύτερου Β’ Ανδρικού Ρόλου για τον Kevin Spacey και καλύτερου σεναρίου. Αν και πολλοί θεωρούν ως δυνατότερο σημείο το φινάλε της είναι από τα films που μπορείς να δεις και να ξαναδείς, εστιάζοντας κυρίως το πόσο αθώος ή πονηρός είσαι τελικά ο ίδιος. Το όνομα του Keyser Soze στοιχειώνει πλέον τους σινεφίλ, ταυτιζόμενο με τη μορφή του διαβόλου - ένα ακόμη παιχνίδι τού στον ανυποψίαστο θεατή. Γιατι ο διάβολος δεν έχει ποτέ ένα συγκεκριμένο πρόσωπο. Διάβολος έιναι ο Kevin Spacey με το ειρωνικό του μειδίαμα στο τέλος, διάβολος είναι ο Bryan Singer με τη δυναμική και αποπροσανατολιστική σκηνοθεσία του, διάβολος είναι ο Christopher McQuarrie με το ύπουλο και παραπλανητικό σενάριο του.

Κυριακή 17 Ιουνίου 2007

REJEKT !



Τι έλεγα προχθές ? Κρίμα που δε θα δω τους αγαπητούς μου Underworld ? Ούτε εγώ, ούτε κανείς άλλος. Στο χθεσινό EJEKT στην Αθήνα το μαγαζί κατέβασε ρολά νωρίς, πριν ολοκληρώσει το πρόγραμμα του. Απ'όσα πρόλαβα να μάθω έγινε αρχικά ντου στην είσοδο, μπήκαν πολλοί χωρίς εισητήριο και κάπου στα μέσα των Beastie Boys άρχισαν να τα σπάνε. Χαμός στα VIP μπροστά, χαμός στα παρασκήνια κάτω από τη σκηνή, χαμός στο bar με μπουκάλια να φεύγουν στον αέρα και background κάποια καμμένα αυτοκίνητα. Οι Underworld πολύ σωστά τα μάζεψαν και έφυγαν γιατί η καριέρα τους δεν είναι τόσο χάλια ώστε να αναγκάζονται να δίνουν συναυλίες στον τρίτο κόσμο. Και μάλλον δε θα έρθουν ποτέ, μαζί και άλλοι όμοιοι τους. Εσύ τώρα ποιον να πρωτοβρίσεις ? Τα ζώα που έκαναν τις ζημιές ή τους υπεύθυνους που βάζουν ασφάλεια γιατί απλά πρέπει να βάλουν και έχουν τη λογική "σιγά μη συμβει σε εμάς το κακό". Και όμως συνέβη κύριοι. Οι μαλάκες οι μουσικόφιλοι που πλήρωσαν 60 euros αλήθεια θα αποζημιωθούν ? Προτείνω στο EJEKT της επόμενης χρονιάς να είναι κεντρικό όνομα η Πέγκυ Ζήνα. Μπορεί να πάνε μόνο χαζοχαρούμενοι, αλλά τουλάχιστον αυτοί είναι ακίνδυνοι, άσε που θα κάνει και οικονομία ο διοργανωτής καθώς με 10 σεκιουριτάδες τη βγάζει άνετα

Σάββατο 16 Ιουνίου 2007

The Prestige


Το Prestige, το τελικό θαύμα δηλαδή που κάνει ο ταχυδακτυλουργός ώστε να αφήσει τον θεατή τελείως αποσβολωμένο από το νούμερο του, δεν ήρθε ποτέ. Η ώρα άρχισε να κυλά πολύ αργά από ένα σημείο και έπειτα, τα κόλπα των 2 αντιπάλων δε προκαλούσαν πλέον κάποιο θαυμασμό και οι συνεχείς ανατροπές άρχισαν να μου φέρνουν στον νου το Wild Things, το οποίο τουλάχιστον κάποια στιγμή σε ξυπνούσε με το τρίο στο κρεβάτι.
Είχα να δω και αρκετό καιρό ταινία, τον Nolan τον έχω σε υπόληψη, ωραίο story, καλοί και οι πρωταγωνιστές, όλα φαίνονταν ωραία το απόγευμα. Όχι ότι ενοχλήθηκα στο τέλος, αλλά είμαι σίγουρος πως το πολύ σε μια εβδομάδα θα έχω ξεχάσει σχεδόν τα πάντα. Δύο ταχυδακτυλουργοί, πρώην συνεργάτες μάχονται για τη κατάκτηση της κορυφής προσπαθώντας όχι τόσο να βελτιώσουν το ρεπερτόριο τους, όσο να καταστρέψουν αυτό του αντιπάλου τους. Αθέμιτος ανταγωνισμός που οδηγεί στη καταστροφή, καλό ακούγεται αλλά κανένας υπαινιγμός για το σήμερα. Το χάσαμε λοιπόν αυτό. Μία ο ένας, μία ο άλλος σε θέση ισχύος, με κόλπα το ένα καλύτερα από το άλλο που όμως αντί να παρατείνουν την αγωνία αρχίζουν να προκαλούν βαρεμάρα. Συνοθύλευμα εξυπνάδων, εντυπωσιάζεται το κοινό και βγαίνοντας μάλιστα από την αίθουσα θα υποθέτει πως είδε και κάτι ψαγμένο. Απίστευτο αλλά το θίγουν και οι ίδιοι μέσα στη ταινία καθώς στην αρχή νομίζω ακούμε το εκπληκτικό “ Κόλπα που θα θαυμάσει το ευρύ κοινό και θα καταλάβει μόνο το υποψιασμένο”. Αν είναι να τους βγάλω το καπέλο – όχι σαν αυτό του Jackman που πολλαπλασιαζόταν – θα το κάνω για το ότι με προειδοποίησαν τελικά.
Η super duper ανατροπή του φινάλε έχει χάσει από τη μέση και μετά τη δύναμη της. Γίνεται ολοφάνερο ότι θα υπάρχει μια τέτοια και μάλλον πιο πολύ την περιμένεις για να τελειώσει η ταινία παρά για να ξαφνιαστείς. Ο Nolan μοιάζει να διεκπεραιώνει τη δουλειά που ξέρει να κάνει πολύ καλά, να τεμαχίζει τη δράση και να παίζει με το χρόνο. Η αλήθεια είναι πως δε χρειαζόταν και πουθενά αλλού, έκανε το καθήκον του, έδωσε περισσότερο εντυπωσιακή αύρα στη ταινία και μαζί και με το Batman που είχε κάνει πριν, φαντάζομαι πως θα αγόρασε και αυτός την έπαυλη που ονειρευόταν από μικρό παιδί. Κρίμα πάντως αν καταντήσει και αυτός διεκπεραιωτής, θα είναι μεγάλη απώλεια με τα λατρεμένα Following και Memento του παρελθόντος. Α, να μη ξεχάσω τον Bale που ως συνήθως έσκισε – μπράβο το παλικάρι – δείχνοντας να απολαμβάνει το ρόλο του.

Παρασκευή 15 Ιουνίου 2007

Πριν 1 χρόνο

Με αφορμή το αυριανό EJEKT στην Αθήνα, από το οποίο απέχω κάπου 700 χιλιόμετρα και προφανώς θα είναι λίγο δύσκολο να προλάβω να δω τους αγαπητούς Underworld, ήρθαν στην επιφάνεια οι αναμνήσεις των New Order. Τι και αν ο Sumner μοιάζει πλέον με τον Ασλάνη και δε μπορεί να κουνηθεί , τι και αν είχε από κάτω πολύ κόσμο φανατικό με τους Joy Division που ήρθε πιο πολύ για να χλευάσει, εγώ πέρασα μια χαρά. Εδώ και καιρό που έχω ανακαλύψει αυτό το video ψάχνω να βρω το κεφάλι μου - δύσκολο εγχείρημα. I used to think...

Πέμπτη 14 Ιουνίου 2007

ΟΧΙ ΤΡΙΠΟΝΤΟ


Η αλήθεια είναι πως δε καταλάβαινα πολλά από αυτά που έβλεπα στο ματς. Ο βασικότερος λόγος που το είχα δει ήταν γιατί ήθελα να ανακαλύψω το λόγο που οι γονείς μου και διάφοροι φίλοι τους στήνονταν τα τελευταία απογεύματα στη TV και φώναζαν και ούρλιαζαν. Αφού ο father είχε την ευγενή καλοσύνη κατά τη διάρκεια του αγώνα,παρά το άγχος του, να εξηγεί τις ηλίθιες απορίες μου - γιατί αυτός βάρεσε 2 βολές και εμείς 1 και άλλα τέτοια - από το δεύτερο ημίχρονο και μετά καταλάβαινα πλέον σχεδόν τα πάντα. Η σημασία του τελικού και η επιρροή του πάνω μου ήταν καταρχήν να επιλέξω ομάδα (τον Άρη γιατί "εκεί έπαιζε ο Γκάλης") και κατά δεύτερο να τείνω σε αυτό το άθλημα καθώς αν και στη ζωή μου έχω παρακολουθήσει μάλλον περισσότερο ποδόσφαιρο, οι αγώνες που θα τους θυμάμαι για πάντα είναι μπασκετικοί. Μετά ήρθε η Γάνδη, το Μόναχο και η Σαραγόρα, άρχισα να αγοράζω και το Τρίποντο, ήρθε και η εδράιωση το 89, με τη σημαδιακή σκηνή τις υψωμένες γροθιές του Γκάλη πριν ακόμη μπει το τρίτοντο του Φάνη, και αυτό ήταν. 20 χρόνια αργότερα παραμένω Αριανός, ανήκοντας στη γενιά των λεγόμενων "μπασκετικών αριανων" και εξακολουθώ να βλέπω όσο περισσότερο μπάσκετ μπορώ.

ps : Η κασσέτα που γράψαμε το ματς πρέπει να υπάρχει ακόμη σπίτι μου. Την έχω δει άπειρες φορές

Κυριακή 10 Ιουνίου 2007

"Behind" the films - Diva (Jean Jacques Bieneux,1981) - Αυτό το υπέροχο …τίποτα




[Το “Behind” the films ξεκινάει μια περιήγηση στον κινηματογράφο μέσα από τα μάτια του κινηματογράφου. Γεννήθηκε από την εμμονή του γράφοντα να ασχολείται με το σινεμά σε θεωρητικό επίπεδο πιστεύοντας ότι η θέαση μιας ταινίας αποτελεί αυτόματα αφορμή για συζήτηση, από παντελώς άχρηστη ως βαθιά φιλοσοφημένη. Με ταινίες – όχι απαραίτητα τις αντιπροσωπευτικότερες ενός είδους - που αποτελούν απλώς παραδείγματα και δεν σχολιάζονται οι ίδιες, παρουσιάζονται διάφορα θέματα είτε αμιγώς κινηματογραφικά είτε γενικότερα. Here we go… ]






Η συγκεκριμένη πρώτη ολοκληρωμένη δουλειά του Γάλλου σκηνοθέτη εκτός του ότι παραμένει εδώ και χρόνια μια από τις αγαπημένες μου ταινίες – αυτό δεν είναι το θέμα μας – γνώρισε την αποθέωση χάρη κυρίως στη στυλιζαρισμένη όπως αποκαλείται σκηνοθεσία της. Το σενάριο της είναι λίγο…ότι να ‘ναι καθώς μπλέκει έναν νεαρό με 2 εντελώς άσχετες μεταξύ τους υποθέσεις, όμως ο Bieneux που είναι και ο πραγματικός star της ταινίας στήνει εκπληκτικές οπτικά σκηνές για τις οποίες φυσικά έχει μείνει στην ιστορία και το φιλμ.
Αν θεωρήσουμε ότι η πλειοψηφία των ταινιών έχει αδιάφορα σενάρια η επέμβαση του σκηνοθέτη πάνω της – όταν βέβαια αυτή γίνεται για καλό – δημιουργεί 2 πολύ γενικές κατηγορίες ως προς το τελικό αποτέλεσμα. Η πρώτη είναι όταν εκμεταλλεύεται το τυπικό σενάριο και μέσω της εικόνας υπαινίσσεται , κάνει σχόλια και δημιουργεί πολλαπλές αναγνώσεις τελικά στο φιλμ. Η δεύτερη περίπτωση που μας απασχολεί σ’αυτό το κείμενο και η Diva αποτελεί από τα χαρακτηριστικά παραδείγματα της, είναι όταν ο σκηνοθέτης ερωτοτροπεί στην ουσία με τη κάμερα και παρεμβάλλεται στα υπό άλλες συνθήκες αδιάφορα τεκταινόμενα δημιουργώντας ένα εξαίρετο για το μάτι θέαμα. Τελειώνοντας η ταινία – η συγκεκριμένη για παράδειγμα – ενώ στην ουσία δραματολογικά δεν έχεις δει κάτι ιδιαίτερο, δημιουργείται η ψευδαίσθηση του αριστουργήματος χάρη καθαρά στην εικόνα. Το σπουδαίο είναι όταν ο σκηνοθέτης βρίσκει το κατάλληλο ρυθμό, αλλά και το μέτρο στις εικόνες του ώστε να μη μιλάμε ωραιοποίηση του μέτριου, αλλά για το λεγόμενο υπέροχο …τίποτα ( είναι και της επικαιρότητας αυτές τις μέρες με το My blueberry nights στις Κάννες). Αν θεωρήσουμε λοιπόν γενικότερα το σινεμά ως μια ψευδαίσθηση, σε αυτή τη περίπτωση γινόμαστε πραγματικά δέσμιοι της εικόνας.
Οι φορμαλιστές σκηνοθέτες, κύριοι εκφραστές του φαινομένου αυτού, αγαπιούνται και μισούνται από το κοινό γι ‘αυτόν ακριβώς το λόγο. Η μάχη που δίνουν με το στυλ κάποιες φορές ξεπερνάει τα όρια και το ωραίο μπορεί να γίνει ως και ενοχλητικό. Άλλοτε πάλι χρησιμοποιούν το ταλέντο τους σε πιο πιασάρικα θέματα. Ο Bieneux για παράδειγμα έγινε διάσημος στο ευρύτερο κοινό μερικά χρόνια αργότερα με τη Betty Blue, ταινία με θέμα τον καταστροφικό έρωτα 2 νέων, που αγαπήθηκε αρκετά από τη νεολαία της εποχής και της οποίας το director’s cut είναι 185 λεπτά ενώ στην ουσία η ροή των γεγονότων με το ζόρι να καλύπτει 90 λεπτά δράσης. Όλα τα υπόλοιπα είναι οπτικοακουστικά παιχνίδια που όσο ωραία και αν είναι κάποτε καταντούν κουραστικά – το μέτρο που λέγαμε. Ο εγωισμός του σκηνοθέτη για τις απόψεις του περί του ωραίου γίνεται παράλληλα ο μεγαλύτερος εχθρός του. Και είναι δυστυχώς πολύ εγωιστές οι άτιμοι, παραδείγματα υπάρχουν πολλά. Ο σπουδαίος Mike Figgis κάποια στιγμή έφτασε στα άκρα με τους πειραματισμούς του και κατέληξε να γυρίζει πριν 2 χρόνια θριλεράκι της σειράς με τη Sharon Stone. Η περίπτωση του είναι ίσως η χαρακτηριστικότερη όλων τα τελευταία χρόνια για τις εμμονές με το οπτικοακουστικό αποτέλεσμα εις βάρος ακόμη και της πλοκής. Το στυλ για το στυλ είναι αυτό που καλούνται να αποφεύγουν οι σκηνοθέτες και η αλήθεια είναι πως όσο δύσκολο είναι να κατέχεις τόσο καλά τη τέχνη της εικόνας άλλο τόσο είναι να φροντίσεις τις ισορροπίες. Υπάρχουν πάντως και ακριβώς αντίθετα παραδείγματα. Ο μάγος των video clips Jonathan Glazer έχει γυρίσει 2 ταινίες με κάκιστα σενάρια (Sexy Beast, Birth) δίνοντας στο κοινό τελικά το καλύτερο αποτέλεσμα που θα μπορούσε.
Οι 2 πρώτοι που μας έρχονται στο μυαλό σήμερα σ’αυτή τη κατηγορία είναι ο David Lynch και ο Wong Kar Wai. Σχεδόν καταργώντας από ένα σημείο και μετά το σενάριο, οι ταινίες τους μοιάζουν πλέον με συρραφή εκπληκτικών μεμονωμένα σκηνών. Το 2046, η αποθέωση του στυλ, για πολλούς το απόλυτο αριστούργημα των 00s, για κάποιους άλλους μια ασυναρτησία. Οι τελευταίες ταινίες του Lynch το ίδιο. Στο internet μόνο θα βρείτε αμέτρητους καυγάδες σε blogs και forum, ενώ απλά να το θέσετε ως κουβέντα σε μια σινεφίλ παρέα θα μιλάτε ώρες χωρίς πιθανά στο τέλος να καταλήξετε κάπου. Αν καταλήξετε θα είναι μάλλον για τις προτεραιότητες που έχει ο καθένας βλέποντας μια ταινία. Αν αυτό το υποτιθέμενο τίποτα το βλέπει ο καθένας ως απόλαυση ή ως απάτη, αν μπορεί να δεχθεί τα όσα ασυνάρτητα βλέπει στο Lost Highway ως ψυχαγωγία ή αν του προκαλούν πονοκέφαλο. Το καλό με τέτοιου είδους σκηνοθέτες είναι πως θα παραμείνουν για πάντα αμφιλεγόμενοι – τουλάχιστον όμως έστω και γι’ αυτό θα μείνουν και δε θα ξεχαστούν.


Ο Bieneux είναι πάντως ψιλοξεχασμένος σήμερα καθώς ποτέ δε μπόρεσε να ξεπεράσει τις εμμονές του. Το λεγόμενο στυλιζαρισμένο σινεμά ζει και βασιλεύει πάντως, αν και η αλήθεια είναι πως ποτέ δε μπορούσα να δώσω έναν ορισμό για το τι ακριβώς είναι αυτό. Απλά το καταλαβαίνω όταν το βλέπω, αιχμαλωτίζομαι από αυτό που βλέπω και μετά άντε να ψάξεις αν αυτό που είδες ήταν τελικά ωραίο ή όχι. Ουσιώδες ή όχι μάλλον, γιατί ωραίο είναι σίγουρα






Τετάρτη 6 Ιουνίου 2007

Classic moments



Carl Theodore Dreyer - Vampyr (1932)
Αποθέωσις...

Marie Antoinette (2006) - Sofia Coppola



Οι νέοι γενικώς βαριούνται, προφανώς όχι μόνο στην εποχή μας. Το “βαριέμαι” τους πάντως συνήθως δεν αντιμετωπίζεται άσχημα από τους υπόλοιπους καθώς σχετίζεται με τη τάση που έχουν να είναι ανικανοποίητοι και συνεχώς να προσπαθούν να ανακαλύπτουν καινούρια πράγματα. Δε μιλάμε δηλαδή για το “βαριέμαι” του δημόσιου υπάλληλου που μοιάζει πλέον με παράσιτο, αλλά το φαινόμενο της συνεχούς ανησυχίας που έχουν για το ό,τι συμβαίνει γύρω τους.
Πολλές φορές αυτό το καινούριο μπορεί να πηγάζει μέσα από τα απλούστερα πράγματα της ζωής και τυχαίνει ακόμη και αν ζεις σε ένα υποτιθέμενο παραδεισένιο περιβάλλον να μη μπορείς να το βρεις. Αν σε αυτό το περιβάλλον υπάρχει περίσσεια υλικών αγαθών για παράδειγμα, αυτά αρχίζουν και χάνουν σιγά-σιγά αξία στο προσωπικό σου χρηματιστήριο και τα αντιμετωπίζεις ως παιχνίδι. Το χειρότερο μάλιστα δε μπορείς να καταλάβεις ότι περίσσεια αγαθών δεν έχουν οι πάντες, αλλά αγωνίζονται καθημερινά να τα αποκτήσουν. Φανταστείτε λοιπόν έναν άνθρωπο που περικυκλώνεται από πλούτο και δεν έχει γνωρίσει ποτέ διαφορετική κατάσταση, να διοικεί κάποιους άλλους που ζουν στη εξαθλίωση. Και άντε αν αυτό συμβαίνει σήμερα υπάρχει η τεχνολογία και μπορεί να ξεστραβωθεί ο βασιλιάς για το τι γίνεται έξω από το παλάτι, τους προηγούμενους αιώνες όμως πώς λυνόταν το πρόβλημα; Πολύ απλά δε λυνόταν ποτέ και έτσι παλάτι και λαός ζούσαν σε 2 παράλληλα σύμπαντα και σπάνια μπορούσαν να κατανοήσουν ο ένας τον άλλο.
Πως δένει θα μου πείτε τώρα η βαρεμάρα των νέων με τη σχέση εξουσιαστή και των υποτελών του. Είναι τα 2 κεντρικά θέματα του εξαιρετικού τούτου δημιουργήματος της Sophia Coppola η οποία βρήκε έναν αρκετά ευφάνταστο τρόπο να ολοκληρώσει πιθανά τη θεματολογία των προηγούμενων ταινιών της. Η Marie Antoinette ως χαρακτήρας είναι το έναυσμα για σκέψεις όπως οι παραπάνω. Στο φιλμ δεν υπάρχει κανένα ενδιαφέρον για την ιστορία κάτι που μου έδωσε μεγάλη χαρά καθώς μόνο ως ιστορικό μέσο δε μπορώ να χαρακτηρίσω τον κινηματογράφο – απ’ότι ξέρω υπάρχουν βιβλία και ντοκιμαντέρ για όσους θέλουν εικόνα. Η υπερπροσφορά βιογραφιών τα τελευταία χρόνια έχει δημιουργήσει ένα συγκεκριμένο τύπο ταινιών – αρκετά ανώδυνο - που οι περισσότεροι τηρούν κατά γράμμα κάτι που είναι και το πιο ασφαλές άλλωστε. Για να γίνουμε λίγο πιο συγκεκριμένοι, έχουμε να κάνουμε με μια μελέτη γύρω από τον τρόπο με τον οποίο έστηνε τα πάρτι της η Αντουανέτα, ποιους γκόμενους ήθελε και τι μικρές συνήθειες είχε. Εκ πρώτης όψεως κανένα ενδιαφέρον σ’αυτά εδώ. Εκεί όμως πάνω στη παρέλαση εντυπωσιακών κοστουμιών στήνονται δειλά οι ανησυχίες της Coppola και διαπιστώνουμε ότι το φαινομενικά αδιάφορο τελικά αποδεικνύεται πολύ πιο χρήσιμο από μια τυπική εξιστόρηση γεγονότων.
Αναφορικά με τους νέους είναι εμφανής η ενασχόληση της Coppola με το συγκεκριμένο θέμα. Θυμάστε φαντάζομαι τις αυτοκτονίες των παρθένων της αλλά και ατέλειωτες ώρες ανίας της Scarlet Johansson στο Τόκιο. Εδώ παρουσιάζει την ηρωίδα ως ένα άτομο τελείως έξω από τα νερά της, που αν ζούσε σήμερα θα προτιμούσε να ζει σε μια μεγαλούπολη κάνοντας βόλτες και ψώνια με τις φίλες της ενώ το βράδυ θα φλέρταρε σε κάποιο bar ακούγοντας New Order. H έπαυλη των Βερσαλλιών όσο μεγάλη και αν είναι φαντάζει ως φυλακή για το χαρακτήρα της, με καθημερινά βασανιστικά πρωτόκολλα που πρέπει να τηρούνται. Παντρεύεται έναν ανεκδιήγητο σύζυγο ο οποίος φοβάται να την αγγίξει και θα το κάνει μόνο από υποχρέωση όταν φτάσει το πλήρωμα του χρόνου για απόγονο. Από το ξεκίνημα της ταινίας όπου η ηρωίδα φεύγει από το παλάτι της Αυστρίας για αυτό της Γαλλίας ως μέρος συμφωνίας για ευημερία στη σχέση των χωρών, υπάρχουν σκηνές που φανερώνουν τη λύπη της για το περιβάλλον που μεγαλώνει. Στενοχωριέται για παράδειγμα όταν της παίρνουν τον αγαπημένο της σκύλο, απορεί που έχει αμέτρητες κοπέλες δίπλα της να την ντύνουν και βαριέται να κοσμεί με κομπλιμέντα κάθε αυλική. Αν σκεφτούμε λοιπόν πως κάθε νέος που δε ξέρει τι να κάνει ή το ρίχνει στη δουλειά ή καίγεται στα πάρτι, αυτή μοιραία λόγω έλλειψης δουλειών στο παλάτι έκανε τη λογική επιλογή. Μια ζωή ένα ατέλειωτο πάρτι λοιπόν. Κατασπατάληση της περιουσίας, απίθανες αγορές, ποτά, ξεγνοιασιά και φλερτ γιατί ο Λουδοβίκος δεν αγγίζει. Καθόλου παράλογο για κάποιον που μεγαλώνει έτσι.
Αυτός ο χαρακτήρας λοιπόν, που έχει μάθει να βλέπει τη ζωή ως παιχνίδι είναι στη κορυφή της ιεραρχίας στη χώρα της. Έχει πλάκα μάλιστα που η Coppola παρουσιάζει τον Λουδοβίκο, μέσω του καταπληκτικού Jason Schwartzman, ακόμη πιο παιδικό και αναξιόπιστο χαρακτήρα, καθώς ουσιαστικά αυτός παίρνει τις διοικητικές αποφάσεις. Η βασιλεία λοιπόν δίνονταν σε τυχάρπαστους που είχαν τη τύχη να γεννηθούν βασιλείς. Ο μύθος με το παντεσπάνι, αν και μέσα στη ταινία δίνεται όντως ως μύθος, μοιάζει να είναι πραγματικότητα. Ένα τέτοιο άτομο, παρά τις ευαισθησίες που είχε – το χειροκρότημα στο θέατρο για παράδειγμα – θα μπορούσε όντως να το είχε πει γιατί δεν έχει ιδέα τι συμβαίνει έξω από τις Βερσαλλίες. Και αν οι πρόγονοι της γλίτωσαν αυτή είχε την ατυχία να πέσει στην επανάσταση, καθώς όταν ξεκινά η αντίστροφη μέτρηση για την αποκαθήλωση ο λαός βάλλει κατά του πολιτεύματος και όχι των συγκεκριμένων ονομάτων. Προφανώς ούτε η Αντουανέτα ούτε ο Λουδοβίκος ήταν χειρότεροι από τους προκατόχους τους, απλά υπήρξαν στην εποχή που το ποτήρι κατά της βασιλείας είχε ξεχειλίσει. Ο διωγμός της ηρωίδας από το παλάτι αποτελεί και το πλέον διεκπεραιωτικό κομμάτι της ταινίας, καθώς η Coppola έχοντας ολοκληρώσει ό,τι είχε να πει κάνει μάλλον αγγαρεία. Θα μπορούσε να μη το βάλει και καθόλου μια που τόσο άνετα τα προηγούμενα 100 λεπτά αγνοούσε την ιστορία.
Η προσέγγιση αυτή στην Αντουανέτα επιβραβεύτηκε με μια μεγαλοπρεπέστατη γιούχα στις Κάννες. Στη χώρα μας επιβραβεύτηκε με “πόρτα” από τις αίθουσες και έτσι το είδαμε απευθείας σε DVD. Προσωπικά η θυγατέρα Coppola, αν και ένα μικρό πρόβλημα έκφρασης το έχει - γυναίκα σκηνοθέτης βλέπετε, να πω και τη κακία της ημέρας - μου άφησε για άλλη μια φορά θετικές εντυπώσεις τουλάχιστον πάνω στις ιδέες που είχε γύρω από το κεντρικό χαρακτήρα. Πιθανά και η ίδια να βαριόταν μικρή όταν ο πατέρας της έβγαζε εκατομμύρια και αυτά τα συναισθήματα που είχε τα μεταβιβάζει σήμερα στους ήρωες της. Και συνήθως τα καταφέρνει με αποτέλεσμα μόνο βαρετή να μη θεωρείται σήμερα ως σκηνοθέτης.

Κυριακή 3 Ιουνίου 2007

Το δίλημμα

Στις άδειες μου είχα πάντα το ίδιο πρόβλημα. Μια που πήγε χαμένη η φετινή κινηματογραφική χρονιά, ήθελα να δω ό,τι καινούριο φαίνονταν ενδιαφέρον από τη μια και παλιά και αγαπημένα από την άλλη. Συνήθως επικρατούσε το δεύτερο με αποτέλεσμα τους τελευταίους μήνες τα μάτια απόλαυσαν ξανά τα : Magnificent Ambersons, Blow up, Passenger, Freaks, Life and death of Colonel Blimb, Clockwork Orange, Sunrise και μερικά άλλα εξίσου όμορφα. Σίγουρα τέτοια απόλαυση δε θα έπαιρνα ποτέ από μια σαιζόν ακόμη και αν ήταν η καλύτερη όλων των εποχών. Αλλά πρέπει να δούμε και τα φετινα γμτ, έτσι για την ιστορία μόνο...Ούτε τις ζωές των άλλων, ούτε τα oscarικά ακόμη. Έχουμε δουλειά το φθινόπωρο μου φαίνεται...

Αδυναμίες



23 May 2007
"Cubism", the film of Pet Shop Boys' concert at the Auditorio Nacional, Mexico City, on November 14th, 2006, was released by Warner Vision on May 21st. The title is, of course, inspired by the Es Devlin-designed cube that was at the centre of the staging of the tour production. The film of the show was directed by David Barnard who has also directed concert films for Bjork and Gorillaz and the DVD includes a short bonus film, "Pet Shop Boys in Mexico", and an audio commentary by Neil, Chris and David Barnard. The DVD is packaged in a choice of two slip case covers (either Chris or Neil) and contains a booklet with an essay by Chris Heath. The film is of the complete show and the list of songs performed is as follows:
God Willing
Psychological
Left to my own devices
I'm with Stupid
Suburbia
Can you forgive her?
Minimal/Shopping
Rent
Dreaming of the Queen
Heart
Opportunities/Integral
Numb
Se a vida e/Domino dancing
Flamboyant
Home and dry
Always on my mind
Where the streets have no name (I can't take my eyes off you)
West End girls
The Sodom and Gomorrah Show
So hard/It's a sin
Go West

ps : Από το www.petshopboys.co.uk

Εσείς Ευρώπη, εμείς στο Νευροκόπι !

Ο γράφων ως το περασμένο Νοέμβρη ήταν άνθρωπος. Από τότε άλλαξε λίγο (November spawned a monster που έλεγε για δικούς του λόγους και ο Morrissey) καθώς αλωνίζει την ελληνική επαρχία υπηρετώντας τη θητεία του, και βρίσκεται πλέον στο υπό φυσιολογικές συνθήκες πολύ συμπαθές Κάτω Νευροκόπι Δράμας ( το Άνω είναι στη Βουλγαρία :p). Και ψάχνει τρόπους να θυμηθεί τα όμορφα πράγματα του έξω κόσμου - τότε που καταβρόχθιζε dvd και cd κυρίως.