Τα παιδιά ως γνωστόν παρά τις συνεχείς αταξίες τους, καταφέρνουν αυθόρμητα και χωρίς ιδιαίτερο κόπο να αποκομίσουν τη συγχώρεση για τις πράξεις τους από τους υπόλοιπους. Ο Michel Gondry, ένας ενήλικας με καρδιά παιδιού, που είναι άξιον απορίας πως ζει στον κόσμο των μεγάλων, με τη τελευταία σκηνή – ύμνο για τη προσφορά του κινηματογράφου στον μέσο άνθρωπο συγχωρείται αυτομάτως για όλα τα λάθη που έκανε πριν.
Τα λάθη του πάντως είναι αναγνωρίσιμα και από το παρελθόν του και εντοπίζονται στο ότι χάνει πάνω στην παρόρμηση τον έλεγχο της ταινίας. Το σενάριο του φιλμ, για άλλη μια φορά ευφάνταστο, ασχολείται με 2 τύπους που για να σώσουν το ρετρό κατάστημα ενοικιάσεων VHS ταινιών, ξαναγυρνούν αρκετές από αυτές με πενιχρά μέσα, επειδή έχει καταστραφεί το εμπόρευμά τους. Όλη η εξέλιξη της ταινίας μοιάζει κάπως ιστορικά με τα πρώτα χρόνια του κινηματογράφου. Υπάρχουν δηλαδή από τη μια ευφυείς ερασιτέχνες και από την άλλη θεατές διψασμένοι για κάτι καινούριο παρά τις ατέλειες του. Αυτή η σχέση που αναπτύσσουν οι 2 πλευρές συχνά εξαφανίζεται από τις υπερβολές των πρωταγωνιστών και τα όχι πάντα κωμικά τους καμώματα που κατά διαστήματα κουράζουν. Σε συνδυασμό και με το προηγούμενο του, Science of sleep, ο Gondry μοιάζει εγκλωβισμένος στις ιδέες και το σινεμά που δημιουργεί. Είναι όμως πάντα – όπως και οι ήρωες του - συναισθηματικός, αυθόρμητος και πάνω απ’ όλα νοσταλγικός. Και επειδή έχει το ταλέντο να προβάλλει στην οθόνη τα προτερήματα του με πολύ γλυκό, και κάπως ανορθόδοξο, τρόπο δε μπορώ παρά να μη τον αποθεώνω. Έστω και αν επί της ουσίας το τελικό του αποτέλεσμα μοιάζει μέτριο.