Τρίτη 9 Σεπτεμβρίου 2008

Δύσκολοι καιροί για διανομείς...

Το νέο είναι σχετικά παλιό (τέλη Ιουνίου) αλλά ιδιαίτερα σημαντικό και αφορά το κλείσιμο μιας από τις σημαντικότερες εταιρείες στο χώρο της διανομής κινηματογραφικών ταινιών στην Ευρώπη, της Tartan.

Από το http://blogs.guardian.co.uk/film/2008/06/rip_tartan.html

"It wasn't entirely unexpected, but the sudden slide into administration of independent distributor Tartan Films is still a moment to give the British cinema world chills.

Fronted by the enthusiastically eccentric Hamish McAlpine, Tartan had been going in one form or another since 1984, but began its run as a major art-film player when it merged with another distributor, Metro, in 1991. (This gave it a base to work from: the Metro cinema, in London's Rupert Street, the destination for many of their films, until it was sold off in 2002 and renamed the Other Cinema - before finally closing in 2004.)

Tartan had been haemorrhaging top staff for some time, and been the subject of tentative takeover talk - but industry talk suggests that the outfit was undone when it set up its US arm (which itself closed its doors and auctioned off its catalogue on June 1 this year). Tartan USA went big on Red Road to launch itself - a film not likely to sustain any commercial ambitions in America.

Whatever repercussions develop from all this messiness, McAlpine and Tartan deserve our gratitude for identifying and capitalising on specific trends in international cinema - most notably as pioneers, in this country at least, of J-horror and Korean body-shock cinema, as well as pushing the envelope in all sorts of ways.

Not only were Tartan the company that gambled on bringing such indelible Far East classics as the Ringu trilogy, Battle Royale, the two Tetsuo movies, Oldboy and The Eye, they also were instrumental in popularising music documentaries (with films like The Devil and Daniel Johnson, End of the Century, and Dig! - the last-named still being one of my personal favourites of the last five years) and censor-baiting fare such as The Idiots, 9 Songs and Irreversible. (They sometimes stepped over the line; perhaps they should have left The Great Ecstasy of Robert Carmichael alone.)

And it goes without saying they could spot and get hold of masterpieces outside the obvious generic categories; docos like Capturing the Friedmans and My Architect, Bernard Rose's lacerating Ivans xtc, Sylvain Chomet's beautifully animated Belleville Rendezvous.

The independent end of the British distribution world is currently in major flux. Artificial Eye, the veteran foreign language outfit, has been sold to a larger company; its one-time founder has set up a new company, Next Wave. Established art-film companies, such as Soda, Optimum and Metrodome are being joined by newer, smaller entities that have yet to prove their longevity - or their taste.

Most, if not all, seem to be kept afloat by DVD sales, and quietly complain that the UK Film Council's attempts to support what they term "specialist" film are often more of a hindrance than a help. Be that as it may, Tartan's demise leaves a major hole in British cinema - and MacAlpine's engaging personality will be missed - though for how long is open to question."

(και αναρωτιόμουν τόσο καιρό γιατί δεν λειτουργεί το site τους...)


Πέμπτη 4 Σεπτεμβρίου 2008

Son of Rambow - Garth Jennings (2007)


Συμμετέχοντας σε μια συζήτηση πριν λίγο καιρό με θέμα το παιδικό παιχνίδι, τόνιζα πως μια βασική διαφορά των πρόσφατων δεκαετιών με σήμερα ήταν η δύναμη του παιχνιδιού, της παιδικής περιπέτειας,που εξίσωνε παιδιά διαφορετικών κοινωνικών τάξεων. Σε αντίθεση με τα σημερινά ,εξοπλισμένα με διάφορα gadgets, παιδιά που συχνά μοιάζουν και ως δείκτης της οικονομικής εμβέλειας των γονιών, τα “παρατημένα” από αυτή την άποψη παιδιά των 80s σκότωναν την ώρα τους μέσω απλών, η στην προκειμένη και λίγο πιο σύνθετων, ιδεών και δημιουργούσαν φαινομενικά αταίριαστες φιλίες.

Από αυτή την άποψη δεν είναι καθόλου τυχαίο που το φιλμ τοποθετείται χρονικά στα πρώτα χρόνια του 80. Έχει ως βασικούς χαρακτήρες 2 τύπους παιδιών εύκολα αναγνωρίσιμους, τον φιλήσυχο και καταπιεσμένο Will Proudfoot μέλος βαθιά θρησκευόμενης οικογένειας που δεν του επιτρέπει να ακούει μουσική ή να βλέπει τηλεόραση, και το κωλόπαιδο Lee Carter που μεγαλώνει με τον αδερφό του χωρίς γονείς έχοντας πλήρη ελευθερία και ζώντας για να καταπιέζει παιδιά σαν τον Will. Μετά από μια σειρά συμπτώσεων οι 2 τους βρίσκονται στο σπίτι του Carter και παρακολουθώντας σε μια πειρατική vhs το Rambo:First Blood (εξαιρετική επιλογή νέοι μου…) αποφασίζουν να γυρίσουν μια δική τους εκδοχή της ταινίας και έτσι εγένετο Son of Rambo. Στα γυρίσματα θα γεννηθεί η φιλία τους και θα δοκιμαστεί από τη καταλυτική παρουσία ενός Γάλλου μαθητή που βρίσκεται για λίγες μέρες εκεί μέσω προγράμματος ανταλλαγής. Ο Didier, ένας εξαιρετικός για τη ταινία χαρακτήρας, πληγωμένος ίσως από τη μέτρια καθημερινότητα του εμφανίζεται στους Άγγλους μπλαζέ και εκκεντρικός (κάτι σαν νεαρή εκδοχή του Michael Jackson) βρίσκοντας την ευκαιρία να μετατραπεί σε ίνδαλμα τους για όσο χρονικό διάστημα είναι εκεί.

Ο Jennings – του αγαπητού Hitchhikers Guide to the Galaxy - αποφεύγει τη σημερινή εποχή και για να σχολιάσει και τους ήρωες των νέων. Το ότι από τα 3 παιδιά, τα 2 ονειρεύονται να γίνουν σινε-ήρωες και ο τρίτος pop star είναι φαινόμενο που συμβαίνει και σήμερα, όμως η επιλογή του Rambo, ενός εκλαϊκευμένου κινηματογραφικού ήρωα, δείχνει και την έλλειψη αντίστοιχων σημερινών. Το σημερινό παιδί ακόμη και να είχε τέτοιες ανησυχίες δύσκολα θα γυρνούσε π.χ. το Son of Neo ή το Son of Jack Sparrow πού να μαθαίνει και CGI τώρα. Σε κανένα σημείο του φιλμ δε εκθειάζεται η ταινία Rambo, αυτό άλλωστε είναι και προσωπική γνώμη του καθενός, αλλά η δυναμική που είχαν πολλοί κινηματογραφικοί ήρωες του παρελθόντος και γενικότερα η επιρροή που ασκούσε το μέσο στον θεατή. Αυτή είναι που ξεσηκώνει τα παιδιά και οδηγεί σε ένα είδος επανάστασης, καθώς οι προσωπικές τους ιστορίες τους εμφανίζουν ως εγκλωβισμένους.

Με κάποια ψήγματα του Stand by me, αλλά με πολύ πιο κωμική διάθεση, το Son of Rambow είναι μια ταινία ενηλικίωσης που μοιάζει να βελτιώνει πολλές αντίστοιχες της εποχής που αναφέρεται. Χρησιμοποιεί σωστά τη νοσταλγία, ως διαπαιδαγωγικό μέσο κατά κάποιο τρόπο, και δεν πέφτει σε μελό συναισθηματισμούς. Αντιθέτως τονίζει την σχέση που μπορεί να έχει ένα παιδί με το ίνδαλμα του – πραγματικό ή φανταστικό – και πώς αυτή μπορεί να επηρεάσει προς το καλύτερο τις σχέσεις του με το στενό περιβάλλον. Άλλωστε αυτό είναι το πιο σημαντικό και το πιο δύσκολο συνάμα.