Πέμπτη 27 Δεκεμβρίου 2007
Τρίτη 13 Νοεμβρίου 2007
Δευτέρα 5 Νοεμβρίου 2007
Classic moments
Notorious (1946, Alfred Hitchcock)
Τρίτη 30 Οκτωβρίου 2007
The Third Man - Sir Carol Reed (1949)
Είναι εξόχως κωμικό πως σ’ αυτή τη πόλη καταφθάνει ένας άγιος (Holly Martins, holly=άγιος). Ένας πραγματικός άγιος, που γράφει μυθιστορήματα για ήρωες που τα βάζουν με το έγκλημα, και νομίζει, μέσα στην αφέλεια του, πως έχει έρθει στον παράδεισο (δεν είναι καθόλου τυχαίο πως μόλις μαθαίνει το θάνατο του Harry από τον θυρωρό, αυτός του λέει “he is in hell now” και δείχνει το δάχτυλό του προς τα πάνω, “or in heaven” δείχνοντας προς τα κάτω). Συνένοχοι και κυνηγοί του εγκλήματος θέλουν να απαλλαγούν απ’ αυτό το αφελές τσιμπούρι που δυσκολεύει το έργο όλων, μόνο και μόνο για τον ιερό σκοπό του “καθαρού” μετά θάνατον ονόματος του Harry Lime. Του καλύτερου φίλου του, σύμφωνα μ’ αυτόν. Και είναι ακόμη πιο κωμικό πως μέσα από αυτή την ανόητη μάλλον διαδικασία, μαθαίνει πράγματα που ούτε θα μπορούσε να φανταστεί. Βλέπετε όταν συνεργάζονται Άγγλοι (Greene, Korda, Reed), τότε και μόνο τότε το χιούμορ παύει να έχει τη γνωστή φασαριόζικη εικόνα, αλλά εισέρχεται ύπουλα μέσα στη πλοκή.
Η κινηματογράφηση αυτού του αλαλούμ διαφορετικών κουλτουρών, ανθρωποκυνηγητών , συνομωσιών και διαφθοράς αποτελεί και τον λόγο για τον οποίο είναι τόσο δημοφιλές και το φιλμ. Τίποτα δε σε προϊδεάζει γι ‘αυτό που θα δεις στη συνέχεια, ούτε η μάλλον τυπική πλοκή, ούτε η παιχνιδιάρικη μουσική του. Ο Reed ακολουθεί την πορεία του Holly βήμα-βήμα και ανακαλύπτει μαζί του τον σκοτεινό κόσμο. Όσο περνάει η ώρα τα πλάνα παύουν να έχουν ισορροπία – σαν ένα κόσμο που καταρρέει - , φωτίζονται κάποιες σκιές (καταλάβατε για ποια μιλάω) και η δράση μεταφέρεται στο υπόγειο. Κάτω, όλο και πιο κοντά στη κόλαση στην οποία θα επιστρέψουν τελικά όσοι, με τις πράξεις τους στη γη, έπρεπε να πάνε. Για τους υπόλοιπους μένει η ελπίδα για ένα καλύτερο μέλλον που ξεπροβάλλει από τον ατέλειωτο διάδρομο της κλασικής πλέον τελευταίας σκηνής.
Μέσα από τις ιστορικές πλέον σκηνές η ιστορία, που θα μπορούσε να είναι υλικό για να φθηνά μυθιστορήματα του Holly Martins, γίνεται κομψοτέχνημα. Ο Reed βρήκε τον κατάλληλο ρυθμό, o Greene τις κατάλληλες ατάκες και με Cotten και Welles να κεντάνε, δημιουργήθηκε ένα από τα πιο ισχυρά classics στην ιστορία του σινεμά. Και σαν τον ήρωα του και αυτό ανασταίνεται με τις πολλαπλές θεάσεις – τέταρτη νομίζω δική μου και σίγουρα θα ακολουθήσουν και άλλες στο μέλλον.
10 Αξέχαστα Ματς - Νο1 (άντε να τελειώνουμε..)
Βραζιλία - Ολλανδία 1-1 (1998, Ημιτελικός Mundial)
Σάββατο 27 Οκτωβρίου 2007
10 Αξέχαστα Ματς - Νο2
Γιουγκοσλαβία - Λιθουανία 96-90 (1995, Τελικός Eurobasket)
Στον καθαρά αγωνιστικό τομέα από τη μία οι Djordjevic,Danilovic,Divac, Savic, Bodiroga και από την άλλη Sabonis, Marciulionis,Karnisovas,Chomicius,Kurtinaitis προσέφεραν ένα σπάνιας ομορφίας θέαμα - θυμηθείτε άλλωστε το σκορ έληξε 96-90 στην εποχή που κυριαρχούσε το μπάσκετ της Λιμόζ και σπάνια σε ντέρμπι μια ομάδα σκόραρε πάνω από 70 πόντους. Προσωπικό show από Djordjevic και Marciulionis με 41 και 32 πόντους αντίστοιχα ήταν αυτοί που σήκωσαν στις πλάτες τους τις 2 ομάδες. Τα σκανδαλώδη πάντως σφυρίγματα υπέρ των Σέρβων ξεσήκωσαν Λιθουανούς και κοινό με αποτέλεσμα στο γήπεδο να ακούγεται κυρίως το "Lietuva, Lietuva" και να ξεσπάσουν έντονες αποδοκιμασίες μετά τη λήξη του αγώνα. Στην απονομή οι Λιθουανοί αποθεώθηκαν ενώ οι τρίτοι Κροάτες με το που ανέβηκαν οι Σέρβοι αποχώρησαν. Ανεβάινοντας οι Σέρβοι δέχτηκαν ατελείωτη γιούχα - κάτι που σίγουρα ως παίκτες δε το άξιζαν - από το κοινό και τελικά μέσα σ'αυτό το κλίμα αμηχανίας και παρά το λαϊκό σουξέ της εποχής "δε θα πάρεις κύπελλο ποτέεε..." ο Ζάρκο Πάσπαλι το σήκωσε τελειώνοντας έτσι ένα από τα πιο "πολιτικά" ματς που έγιναν ποτέ
Πέμπτη 25 Οκτωβρίου 2007
10 Αξέχαστα Ματς - Νο3
Ελλάδα - Τσεχία 1-0 (Euro 2004, Ημιτελικός)
Δευτέρα 22 Οκτωβρίου 2007
10 Αξέχαστα Ματς - Νο4
Το χειρότερο μπάσκετ, ο χειρότερος αγώνας, η κακοποίηση του αθλήματος. Έχουν καμιά σημασία μπροστά στη θέα της πρώτης ευρωπαϊκής κούπας ; Στο Τορίνο λοιπόν και με σκορ που πριν από μερικά χρόνια ήταν α' ημιχρόνου, ο Άρης πρώτη σαιζόν χωρίς τον Γκάλη - τι αδικία - κατάφερε εν μέρει αυτό που πάλευε από το 1987 και έπειτα. Τώρα πλέον τους πόντους έβαζε ο Τάρπλεϊ, τη θέση του Ιωαννίδη είχε ο Σερφ με την οδοντογλυφίδα του και ο Γιαννάκης σήκωνε ως αρχηγός πια το κύπελλο - μόνο ο Βουρτζούμης έμεινε κλασική αξία κόβοντας και πάλι το δυχτάκι. Το τελευταίο πεντάλεπτο, που διδάσκεται πλέον στο μάθημα πως να ΜΗ παίζετε μπάσκετ, ο Άρης προηγήθηκε 50-45 και δε κατάφερε να ξανασκοράρει έκτοτε, δεχόμενος όμως μόλις ένα τρίποντο βγήκε στο τέλος νικητής. Στα αξιοσημείωτα, το γνήσιο παραδοσιακό σουρεαλιστικό ξύλο - ξέρετε, αυτό που παίρνεις μια καρέκλα για πολεμοφόδιο και ορμάς στα τυφλα αδιαφορώντας αν πετύχεις φίλο ή εχθρό - που έπεσε μέσα στο γήπεδο μετά τη λήξη του αγώνα
Τρίτη 16 Οκτωβρίου 2007
Shadow of a doubt - Sir Alfred Hitchcock (1942)
Η ιστορία με τα McGuffin στη φιλμογραφία του Hitchcock είναι λίγο πολύ γνωστή και το βρίσκω περιττό να προσθέσω κάτι καινούριο. Η ανάμιξη του με τον αμερικάνικο κινηματογράφο που ως γνωστό απαιτεί και κάποια κέρδη παραπάνω του έδωσε την ευκαιρία – πράγμα σπάνιο για καλλιτέχνη – να εκφραστεί όπως ακριβώς ήθελε πάνω στις θεματικές που τον απασχολούσαν αλλά και ταυτόχρονα να κρατά σχεδόν πάντα ευχαριστημένους κοινό και παραγωγούς. Στο Hollywood βρήκε τις καλύτερες αφορμές -τα McGuffin δηλαδή – για ιστορίες με σασπένς που θα μπορούσε να βρει, και πίσω απ’ αυτές δεν έχανε ποτέ ευκαιρία να μιλάει ο ίδιος μέσω των ηρώων του για τα προβλήματα που τον απασχολούσαν.
Το Shadow of a doubt έχει τη φήμη της αγαπημένης ταινίας του σκηνοθέτη της. Ξαναβλέποντας το οδηγούμαι στο συμπέρασμα ότι για πρώτη φορά ο Hitchcock σπάει τόσο έντονα στα 2 γνωστά στη συνέχεια της πορείας του κομμάτια. Στον Hitchcock του κοινού – αυτό που του έδωσε τον υποτιμητικό τίτλο “Master of suspense” – και στον υπέροχο σκοτεινό Hitchcock αυτών που λατρεύουν τη σκοτεινή αίθουσα, ανθρώπων όπως ο Truffaut. Είναι η στιγμή που και ο ίδιος καταλαβαίνει πως ο διαχωρισμός είναι απαραίτητος γι’ αυτόν, σε αντίθετη περίπτωση θα κατέληγε να ή σκηνοθετεί σενάρια της σειράς ή να ψάχνει χρήματα για μεγαλόπνοες ιδέες σαν τον Orson Welles. Η συγκεκριμένη ταινία λοιπόν ουσιαστικά αποκαλύπτει σε εμάς τον Hitchcock των επόμενων ετών γι’ αυτό και έχουμε κάθε λόγο να την αγαπάμε και εμείς το ίδιο.
Πίσω λοιπόν από την ιστορία ενός φονιά που κρύβεται παρακολουθούμε μια ακτινογραφία της μέσης αμερικάνικης οικογένειας. Τον τίτλο δε τον προσάπτω εγώ αλλά τον δίνει η ίδια η ταινία όταν οι αστυνομικοί βρίσκοντας δικαιολογία να εισχωρήσουν στο σπίτι που φιλοξενεί τον φονιά παριστάνουν δημοσιογράφους που έρχονται να φωτογραφίσουν την πρότυπη μέση οικογένεια. Νομίζετε λοιπόν πως η είσοδος σ’ αυτήν ενός ξένου είναι πρόβλημα ; Έχει τέτοια χάλια η “μέση οικογένεια” που ο ξένος έρχεται ως λυτρωτής. Να τα πάρουμε με τη σειρά. Ο πατέρας , τραπεζικός υπάλληλος, θα ήθελε πολύ να εξιχνιάζει εγκλήματα. Η μητέρα, ξεχασμένη ανάμεσα στο νοικοκυριό και τα 3 παιδιά της. Τα 2 μικρά παιδιά, μάλλον ενοχλητικά σπασικλάκια μας τυραννούν με τις εξυπνάδες τους. Η μόνη παραφωνία η μεγάλη κόρη, Charlie που ασφυκτιά σ’ αυτό το κλίμα και θεωρεί την άφιξη του συνονόματου θείου Charlie ως μήνυμα ελπίδας που θα φέρει καλύτερες μέρες για την οικογένεια της. Και αφού τελικά ο μεσσίας αποδεικνύεται πως έχει μεγάλα μυστικά, η σωτηρία - με την έννοια της επιβίωσης αυτή τη φορά - θα έρθει από τη νεαρή Charlie.
Αν και κατ' εξοχήν οπτικός ο Hitchcock δε θα μπορούσε ποτέ να εκφραστεί όπως ήθελε στο βωβό. Εκδηλώνεται μεν με οπτικά ευρήματα αλλά φανερώνεται πλήρως μέσα από τα λόγια των ηθοποιών. Ο κυνικός θείος Charlie - σπουδαίος Joseph Cotten για άλλη μια φορά - εκφράζει την αηδία του για την εικόνα της κοινωνίας , εξέχον μέλος της οποίας είναι και η οικογένεια που τον φιλοξενεί. Μιλάει για τις "χυδαίες" χήρες, που κατασπαταλούν τις περιουσίες που τους άφησαν οι μακαρίτες, για την άσκοπη ζωή που κάνουν – σε εκπληκτική σκηνή όπου γυρνάει προς τη κάμερα ρωτώντας το κοινό πλέον αν αξίζουν να ζουν. Οι απάνθρωπες λοιπόν απόψεις του έρχονται σε αντιδιαστολή με την φιλόξενη και ήσυχη οικογένεια της αδερφής του. Έρχεται στην επιφάνεια το αρρωστημένο χιούμορ του σκηνοθέτη βάζοντας 2 δυνάμεις, την οικογένεια και τον επισκέπτη, στον ίδιο χώρο που ενώ είναι εκ διαμέτρου αντίθετες, βλέπουν αυτή τη συγκατοίκηση ως σωτηρία. Αυτή τελικά υπάρχει μόνο για τους μεν και διόλου τυχαίο δεν είναι που έρχεται από το λιγότερο “κοιμισμένο” άτομο, τη Charlie, τη μοναδική που σκεφτόταν να περάσει στην αντίθετη πλευρά.
Για να ξυπνήσει λοιπόν η υπνωτισμένη μέση οικογένεια, χρειάζεται την αμφισβήτηση μέσα από τα μέλη της. Μόνο οι αμφισβητίες μπορούν να ανακαλύψουν τις απειλές, μια που τέτοια τελικά είναι ο Cotten, και να τις αντιμετωπίσουν. Το τελικό αυτό συμπέρασμα φυσικά εξακολουθεί να υφίσταται και σήμερα κάνοντας τη ταινία από τις απόλυτα διαχρονικές του δημιουργού της και ξεκινώντας μια ατέλειωτη σειρά ταινιών που υποβόσκει μια δεύτερη υπόθεση πίσω από τη πρώτη. Ανακαλύψτε την και αφήστε τους υπόλοιπους να ψάχνουν το σασπένς
Δευτέρα 15 Οκτωβρίου 2007
10 Αξέχαστα Ματς - Νο5 (εεε το είχα ξεχάσει λίγο...)
Barcelona - PAO 3-1 (2002, Champions league)
Στο συγκεκριμένο ματς είναι αδύνατο να θυμηθώ τον αριθμό των βρισιών και των ιπτάμενων αντικειμένων που εκτοξεύθηκαν προς τη δύσμοιρη TV το τελευταίο τέταρτο. Τότε που είχε διαμορφωθεί πλέον το 3-1 και ο ΠΑΟ επιζητούσε το γκολ που θα έστελνε αυτόν στα ημιτέλικα.Τι κόντρες, τι πέναλτυ που δε δόθηκαν, τι σουτ του άχρηστου Vlaovic που δε μπήκαν ποτέ, τα πάντα είχε. Τελικά το γκολ δεν ήρθε παρά τα 10 περίπου λεπτά καθυστερήσεων λόγω τραυματισμών και βάζελοι και μη μείναμε με τη πίκρα... Κρίμα
Σάββατο 13 Οκτωβρίου 2007
Classic moments
Touch of evil (1958, Orson Welles)
50 χρόνια σχεδόν μετά τη πρώτη προβολή, η εκπληκτική εναρκτήρια σκηνή της ταινίας. Άλλη μια μεγαλειώδης προσφορά στο πολιτισμό του "πολύ" Welles
Κυριακή 30 Σεπτεμβρίου 2007
Blogάκι μου δε σε ξεχνώ
Πέμπτη 13 Σεπτεμβρίου 2007
Παρασκευή 7 Σεπτεμβρίου 2007
Stranger than fiction - Marc Forster (2006)
Η πιο μεγάλη επιτυχία του Forster είναι πως κατορθώνει ένα τέτοιο απίθανο σενάριο, που στα χέρια κάποιου ανίδεου πολύ εύκολα γινόταν ανόητη φάρσα, να το μετατρέψει σε ένα εύστοχο σχόλιο για τη καθημερινότητα στη μεγαλούπολη.Να τα πάρουμε με τη σειρά ; Ο Will Ferrell ( η πιο συμπαθής αρκουδόφατσα του Hollywood) κάνει τα πάντα σύμφωνα με το ρολόι - ατζέντα του. Από τη στιγμή που ξυπνά, με συγκεκριμένες κινήσεις προϊόντα μελέτης για εξοικονόμηση χρόνου, μέχρι το βράδυ που θα κοιμηθεί έχει προγραμματίσει τα πάντα. Η ζωή του είναι βαρετή, η δουλειά του το ίδιο, παρ' όλα αυτά δε δείχνει να ανησυχεί. Και μας φαίνεται περίεργο που ένας τέτοιος τύπος είναι ήρωας βιβλίου που ετοιμάζει μια συγγραφέας με πρόβλημα έμπνευσης ; Μα, τί πιο εύκολο γι'αυτήν. Για να περιγράψει έναν μήνα από τη ζωή του, γράφει απλά τις λεπτομέρειες μιας μέρας και το αποτέλεσμα το πολλαπλασιάζει επί 30. Δεν έχει να διηγηθεί απρόοπτα, επεισόδια που σπάζουν τη μονοτονία της ζωής του ήρωα. Τι κερδίζει με κάτι τέτοιο θα μου πείτε. Γίνεται αιχμηρή, δίνει στο κοινό της ένα είδος ανθρώπων που δυστυχώς πολλαπλασιάζονται. Τους βλέπουμε στο Λονδίνο,το Τόκιο,τη Νέα Υόρκη και αλλού και συνειδητοποιούμε πως ζουν απλά περιμένοντας το θάνατό τους. Είναι μάλιστα πιθανό να μην ενδιαφερθεί και κανείς όταν έρθει το μοιραίο.
Η αλλαγή στη ζωή του Ferrel θα έρθει όταν αυτός παρεκκλίνει από το Πρόγραμμα - Ευαγγέλιο που τηρεί με ευλάβεια. Όταν το απρόοπτο λοιπόν αντικαθιστά τη ρουτίνα όλο και κάτι μπορεί να φτιάξει τη μέρα του. Σίγουρα δε μπορεί να τη κάνει χειρότερη πάντως. Κάπως έτσι από το κερασμένο μπισκότο της Maggie Gyllenhaal (Maggie ohh Maggie, πόσο την αγαπώ αυτή τη κοπέλα...) έρχεται η πρώτη παρεξήγηση, η έκρηξη συναισθημάτων. Κάπως έτσι σβήνει η μονοτονία, από μια φαινομενικά ακίνδυνη ατασθαλία. Είναι τόσο εύστοχα όλα αυτά που συγχωρούνται και τα - αναμενόμενα -κλισέ από ένα σημείο και μετά. Όσο για το φινάλε, θυμηθείτε τις ατάκες του Hoffman : It's not bad, it's ok. Αυτοσαρκαστικό πάνω απ'όλα και καυστικό ίσως καθώς με τα συμβατικά τελειώματα που βομβαρδιζόμαστε τελευταία σκεφτείτε πόσες φορές έχετε πει και εσείς αυτές τις ατάκες.
Ο Forster λοιπόν μάλλον έκανε περήφανο τον Kafka. Ο εγκλωβισμένος στον ίδιο του το κόσμο, χωρίς να το έχει καταλάβει ονειρεύεται τρόπους να αποδράσει. Έστω και με σύμμαχο αλλόκοτα ή φανταστικά περιστατικά κάποια στιγμή κάνει την επανάστασή του, εκτός πια αν είναι τόσο γοητευτικοί οι αριθμοί - και σε μένα αρέσουν δε λέω - ώστε να τους αποστηθίζει για μια ζωή μέχρι κάποια μέρα ένα λεωφορείο να πέσει κατά λάθος πάνω του. Η αναλογία αυτών που θα πούν "κρίμα τον άνθρωπο" προς αυτών που θα κλάψουν για τον ίδιο τον Harold - το όνομα του ήρωα - θα είναι δυστυχώς ανατριχιαστικά μεγάλη.
Τετάρτη 29 Αυγούστου 2007
Superman Returns - Brian Singer (2006)
Είναι το λιγότερο ελπιδοφόρο ένας Superman του 2006 να ξεκινάει με τον προβληματισμό αν ο κόσμος χρειάζεται ή όχι τον Superman. Σου δίνει κάτι σαν υπόσχεση ότι τουλάχιστον δε θα χάσεις το δίωρο σου. Κάπου ανάμεσα στις φαντεζί διασώσεις και τις αστείες περούκες του Lex Luthor βρίσκεις την ουσία, γύρω από το θέμα του αν η κοινωνία μας στην οποία πλέον κυριαρχεί το μέσο, το μέτριο και αδιάφορο χρειάζεται υπερ-ήρωες.
Αν δεχτούμε λοιπόν ότι χρειάζεται, καλό θα είναι να ανακαλύψουμε και το προφίλ τους ώστε να ταιριάζουν με αυτήν. Είναι λογικό καθώς αλλάζει η κοινωνία να αλλάζει και ο εκάστοτε ήρωας της. Στη χώρα μας για παράδειγμα ήρωας της δεκαετίας ήταν ο Ζαγοράκης – δε ξέρω αν είναι ανησυχητικό αυτό. Στη ταινία ο εξ’ ορισμού φλώρος Superman μοιάζει πιο φλώρος από ποτέ. Έχει περισσότερες αδυναμίες και είναι πιο κοντά στον –μέτριο – άνθρωπο του σήμερα. Σώζει κόσμο σε κεντρικά σημεία της πόλης ώστε ο κάθε μπόμπιρας που σέβεται τον εαυτό του να μπορεί να καταγράφει το γεγονός στο κινητό του τηλέφωνο. Ως άνθρωπος – Clark – είναι ένα τίποτα για τη Lois και ως υπεράνθρωπος σώζεται απ’ αυτήν. Ίσως λοιπόν ένας τέτοιος Superman να μη μας χρειάζεται πλέον ή ίσως η ο κόσμος μας να έχει γίνει τόσο μέτριος ώστε να του αναλογεί ένας μέτριος ήρωας.
Σκεπτόμενος όλα αυτά μέσα από τη θέαση της ταινίας λες ένα μεγαλοπρεπέστατο “εύγε” στον Singer – έναν σκηνοθέτη με αρκετό ταλέντο που δυστυχώς εδώ και χρόνια το σπαταλά σε projects που δε τον αφήνουν να εκφραστεί όπως θέλει - για τα ερωτήματα που θέτει. Το κακό δυστυχώς είναι πως πλέον στον Superman και σε κάθε αντίστοιχο του, εκεί που νοιώθεις ικανοποίηση πάντα θα υπάρχει ένα παιδάκι που ξαφνικά σπρώχνει ένα πιάνο για να σκοτώσει τον κακό ώστε να σου χαλάσει τη διάθεση. Πάντα εμφανίζονται υπερβολές από το πουθενά αλλά και δυσάρεστες εκπλήξεις – στη προκειμένη ο αγαπημένος μου Spacey που κάποτε κέρδιζε για πλάκα τις εντυπώσεις σε δεύτερους ρόλους χωρίς να κοπιάσει, ενώ τώρα ιδρώνει και είναι εμφανές. Να ασχοληθείς λοιπόν σοβαρά ή να προσπεράσεις αδιάφορα ; Να κρατήσεις ίσως τα όποια καλά μπορείς να εκμαιεύσεις από τη ταινία και απλά να αδιαφορήσεις για τα υπόλοιπα μια που δεν είναι ούτε η πρώτη ούτε η τελευταία φορά που τα βλέπεις.
Σαν τελικό συμπέρασμα λοιπόν έχουμε το ότι μάλλον ο κινηματογραφικός κόσμος δε χρειάζεται τον Superman. Άλλωστε ένα χρόνο περίπου μετά τη κυκλοφορία του ήδη ψιλοξεχάστηκε. Όλα αυτά στη ταινία περί πιο ανθρώπινου και λιγότερο super ήρωα θα είχαν πχ βάση με ένα φινάλε τέτοιο που θα υπονοούσε και το κλείσιμο του κεφαλαίου Superman. Μαθαίνοντας λοιπόν ότι γυρίζεται νέος, και πιθανότατα και νέοι στο μέλλον οδηγούμαστε στη θλιβερή διαπίστωση ότι οι μόνοι που τον χρειάζονται είναι τα μεγάλα κινηματογραφικά studio
Παρασκευή 10 Αυγούστου 2007
Home sweet home
Κυριακή 5 Αυγούστου 2007
Ξεφυλλίζοντας...
" (...)Όλα είναι τόσο ασταθή και αβέβαια στον κόσμο του Αντονιόνι, που είναι ο κόσμος μας, που στο έργο του το φυσικό παίρνει τις διαστάσεις του μεταφυσικού. Αυτό ακριβώς είναι το μεγάλο κατόρθωμα του Αντονιόνι: έδωσε στο απολύτως καθορισμένο και συγκεκριμένο φυσικό τις διαστάσεις του ακαθόριστου ή δυσκαθόριστου μεταφυσικού. Θα μπορούσαμε να πούμε πως στον Αντονιόνι η εκκοσμικευμένη μεταφυσική ορίζεται σαν αλλοτρίωση: αποξένωση απ'τον ίδιο τον εαυτό μας, απομάκρυνση απ'την ίδια μας την ανθρώπινη φύση,αυτοαποϋπαρξιοποίηση, ας το πούμε έτσι αδόκιμα, της ίδιας μας της ύπαρξης. Ο Αντονιόνι είναι ο προφήτης του κόσμου που έρχεται. Τον 21ο αιώνα δε θα υπάρχουν ούτε θεοί ούτε δαίμονες που να εγγυώνται την ηθικότητα οι μεν, την ανηθικότητα οι δε. Δε θα υπάρχουν ούτε καλοί ούτε κακοί. Θα υπάρχουν μόνο χλιαροί και ανούσιοι, μόνιμα φοβισμένοι από τον ίδιο τους τον εαυτό, που θα τρέχουν να καλύψουν το υπαρξιακό τους κενό με "επιτυχίες" πλήρεις οικονομικού και κενές ουσιαστικού νοήματος, γιάπις. Την έλευση των οποίων προείπε ο Αντονιόνι μ'έναν συναρπαστικό τρόπο στην Εκλειψη(1962). Αλήθεια γιατί δεν πήγαν στο ραντεβού τους ο Πιέρο και η Βιτόρια, οι ήρωες της ταινίας; Γιατί "εξέλιπαν" αυτόματα και αυθόρμητα και οι 2, χωρίς να υπάρχει συγκεκριμένος λόγος ; Μα, διότι δεν τους ενδιαφέρει κανενός είδους προσέγγιση(...)"
Λυπάμαι που το βράδυ της Παρασκευής ήμουν 504 χλμ πιο βόρεια απ'ότι έπρεπε.Ευελπιστώ να δώσω το παρόν σε κάτι παρόμοιο στο μέλλον
Σάββατο 4 Αυγούστου 2007
The Fountain - Darren Aronofsky (2006)
Οι υποσχέσεις ότι οπτικά τουλάχιστον θα βλέπαμε κάτι που δεν έχουμε ξαναδεί μάλλον έκαναν τελικά κακό στην εικόνα της ταινίας . Άλλωστε το πρόβλημα το έχει η ίδια η φράση που ειπώθηκε και όχι το τελικό αποτέλεσμα - κανείς μάλλον σήμερα δε δικαιούται να υποσχεθεί κάτι τέτοιο,άσχετα με τις δυνατότητες του. Η εικόνα της ταινίας είναι σίγουρα εντυπωσιακή με τον Aronofsky να μην έχει εγκαταλείψει κάποιες εμμονές του παρελθόντος - τα επαναλαμβανόμενα ίδια πλάνα για παράδειγμα - και να χρησιμοποιεί περίεργες λήψεις αλλά και τη τεχνολογία όπου χρειάζεται. Εκεί που το παρατράβηξε λίγο είναι μάλλον το φινάλε καθώς με υπερφορτωμένη εικόνα από εφέ δεν είναι εύκολο να βγάλεις ποίηση - όχι ότι εφέ και ποίηση δεν συνδυάζονται, θυμηθείτε τί έκανε ο Kubrick. Η οριστική συνένωση του χώρου και του χρόνου δεν κατορθώνει να κορυφώσει αυτό που βλέπαμε τη προηγούμενη ώρα και χωρίς να αφήνει ακριβώς απορίες, δίνει την αίσθηση του ανικανοποίητου, του ανολοκλήρωτου.
Βέβαια η γενική εικόνα δεν χαλάει από αυτή τη παρατήρηση και το Fountain σηματοδοτεί την αναμενόμενη επιστροφή του Aronofsky και μάλιστα με θέμα υψηλότερων απαιτήσεων. Η ζωή, ο θάνατος, η αναζήτηση της αγάπης, η αιώνια ευτυχία γίνονται θέματα σαφώς επίκαιρα στην πιο flat πλέον καθημερινότητα μας. Το εξωπραγματικό περίβλημα της ταινίας μοιάζει ιδανικό για να στρέψει το ενδιαφέρον μας πάνω στα θέματα αυτά και ο καθένας να βάλει τον εαυτό του ίσως στη θέση των ηρώων, αξιολογώντας κατά κάποιο τρόπο δικές του πράξεις και θυσίες γι'αυτό που ονομάζουμε αγάπη.
ps : Άσχετο αλλά δεν είναι λίγο γελοίος ο Jackman χωρίς μαλλιά ;
Τρίτη 31 Ιουλίου 2007
Men with the movie camera
Δευτέρα 23 Ιουλίου 2007
10 Αξέχαστα Ματς - Νο 6
Manchester United - Bayern 2-1 (1999, Τελικός Champions League)
Κυριακή 22 Ιουλίου 2007
Classic Moments
Μία ταινία και ένας θάνατος
Κάπου στα τέλη του Νοέμβρη αν θυμάμαι καλά, εγώ ακόμη ψάρακας στο στρατό, σε μια έξοδο ανακαλύπτω ένα net cafe στο χωριό που ήμουν και πετυχαίνω τον zubizabata στο msn. Μετά τα αναγνωριστικά και ευγενικά "κωλόψαρο","θα σε δω και εσένα όταν πας" κτλ αρχίζουμε να μιλάμε για ένα θέμα που προφανώς μιλούσαν και όλοι οι νέοι τότε, τα σχέδια του τρισμέγιστου Altman δηλαδή για τη καινούρια ταινία του. Αφού μου λέει πάνω κάτω τι ετοιμάζει, του εξηγώ πως πρέπει να βιαστεί καθώς δε τον βλέπω να ζει για πολύ ακόμη και αν καθυστερήσει μπορεί να μη δει ολοκληρωμένη τη ταινία του. Το ίδιο βράδυ ο Robert Altman πέθανε...
Το θέμα δεν είναι η προφητεία μου, απλά το αναφέρω για να ξέρετε με τί ανθρωπο έχετε να κάνετε και φροντίστε μη σας πιάσω ποτέ στο στόμα μου (χεχεχε). Στο θέμα μας τώρα.Ακούγοντας την είδηση για τον θάνατο του Altman σκεφτόμουν συνεχώς ένα πράγμα, τη τελευταία του ταινία που είχα δεί λίγους μήνες πριν. Το Prairie Home Companion που έμελλε να είναι και το κύκνειο άσμα του τεράστιου αυτού σκηνοθέτη έχει ως κεντρικά θέματα το τέλος μιας εποχής, κάποιων αξιών, του ίδιου του σινεμά και κατ'επέκταση όπως αποδείχθηκε του ίδιου του σκηνοθέτη. Σαν να ανακοίνωνε σε όλους μας πως θα μας αφήσει. Νομίζω πως είναι αδιανόητο να δεις τη ταινία, να μάθεις ότι λίγους μήνες μετά πέθανε ο σκηνοθέτης της και να μη κάνεις τους συνειρμούς. Διαισθάνθηκε το τέλος ; Και αν ναι το περίμενε να είναι κάπως έτσι, με φίλους και μια Virginia Madsen να τον περιτριγυρίζει μέχρι να τον πάρει μαζί της; Είτε πιστεύετε στη μεταφυσική είτε απλά στις συμπτώσεις, όπως και να 'χει, ο Altman πεθαίνοντας λίγους μήνες μετά, οπτικοποίησε τον φυσικό του θάνατο. Γιατί μετά και από αυτό, αλλά κυρίως για πολλές άλλες ταινίες του παρελθόντος, ο καλλιτεχνικός του θάνατος δε θα επέλθει ποτέ
Πέμπτη 19 Ιουλίου 2007
10 Αξέχαστα Ματς - Νο 7
Παναθηναϊκός - Μπαρτσελόνα 67-66 (1996, Τελικός Euroleague)
Δευτέρα 16 Ιουλίου 2007
10 Αξέχαστα Ματς - Νο 8
Παρασκευή 13 Ιουλίου 2007
Classic Moments
5 χρόνια μετά το απόλυτο αριστούργημά του ( τον Verdoux βεβαίως βεβαίως ) ο Chaplin έδωσε στο κοινό μια ταινία που όσο και αν ήθελε να το αποφύγει, δυστυχώς έτεινε αρκετά στο μελό (επίσης για να κάνουμε και την καταγγελία της ημέρας αποτελεί οφθαλμοφανέστατη αντιγραφή των Χειροκροτημάτων του Γιώργου Τζαβέλα). Το Limelight μένει στην ιστορία του σινεμά όμως για αυτήν τη σκηνή, όπου τα 2 ιερά τέρατα της βωβής κωμωδίας - Chaplin και Keaton - εμφανίζονται για 1 και μοναδική φορά μαζί για να αποδώσουν τον δικό τους φόρο τιμής στο είδος που υπηρέτησαν. Τώρα για το ποιος από τους 2 είναι καλύτερος, ούτε οι ήρωες του Dreamers δε μπόρεσαν να συμφωνήσουν, εμείς θα το βρούμε ;
.....Εγώ πάντως με τον Keaton ήμουν πάντα
10 Αξέχαστα Mατς - Νο 9
Τετάρτη 11 Ιουλίου 2007
10 Αξέχαστα Ματς - Νο10
Μπαρτσελόνα - Άρης 88-89 (1987, Κύπελλο Πρωταθλητριών)
Πέμπτη 5 Ιουλίου 2007
United 93 - Paul Greengrass (2006)
Το United 93 ασχολείται με τη τέταρτη και μοναδική πτήση στην οποία οι τρομοκράτες δε μπόρεσαν να πετύχουν το στόχο τους, τη σύγκρουση του αεροπλάνου με το Λευκό Οίκο. Σε αυτό το σημείο θα πρέπει να τονιστεί ότι υπάρχουν δύο εκδοχές που επικρατούν στη κοινή γνώμη για τη τύχη του αεροπλάνου, καθώς πέρα από αυτή της ταινίας στην οποία η αυτοθυσία των επιβατών έστειλε το αεροπλάνο εκτός στόχου, πιστεύεται από πολλούς πως το αεροπλάνο δέχτηκε τα πυρά των ενόπλων δυνάμεων. Απλά το αναφέρω χωρίς να το συμμερίζομαι, όπως και κατανοώ παρά την μεγάλη έρευνα του Greengrass κανείς δε μπορεί να ξέρει ακριβώς τι έγινε μέσα στο αεροπλάνο. Οι σκοποί πάντως του σκηνοθέτη ξεφεύγουν ευτυχώς από μάθημα ιστορίας και αυτό είναι και ένα από τα ατού της ταινίας. Ο βασικότερος στόχος του φιλμ είναι να αποτυπωθεί στη κάμερα με ανατριχιαστική αληθοφάνεια η εκδοχή του σκηνοθέτη όσο για τη πορεία του αεροπλάνου όσο και για την αντιμετώπιση των πολλαπλών τρομοκρατικών χτυπημάτων από αρμόδιες υπηρεσίες των ΗΠΑ.
Ο παραπάνω στόχος λοιπόν επιτυγχάνεται σε όλη τη διάρκεια της ταινίας. Τελειώνοντας αν κάποιος δεν ήξερε πως έβλεπε μυθοπλασία, θα ορκιζόταν πως παρακολούθησε ντοκυμαντέρ που κατέγραφε τα αληθινά γεγονότα. Τρία σημεία είναι αυτά στα οποία δούλεψε ο Greengrass και επέφεραν αυτό το αποτέλεσμα. Πρώτα απ' όλα κατέγραψε τα πάντα με κάμερα στον ώμο, πιστεύοντας δικαιολογημένα πως μόνο έτσι θα πετύχαινε τη νευρικότητα που απαιτείται στην εικόνα για να καταγράψει τα όσα ακραία συνέβαιναν. Δεν υπάρχει ούτε για δείγμα σταθερό πλάνο, κάτι που πιθανά να ήταν τρομερά κουραστικό για το μάτι του θεατή, όμως με την ακατάπαυστη ροή γεγονότων μοιάζει πολύ φυσιολογικό. Δεύτερο σημαντικό σημείο είναι η πλήρης απουσία γνωστών ηθοποιών, κάτι που προφανώς δεν έγινε για οικονομικούς λόγους αλλά για να μη ταυτιστεί μια ευρέως αναγνωρίσιμη φιγούρα με κάποιον από τους ήρωες της ταινίας.Απλά καθημερινά πρόσωπα σαν αυτά που βλέπουμε στο δρόμο όλοι μας εμφανίζονται, παραχωρώντας έτσι το ρόλο του πρωταγωνιστή στα ίδια τα γεγονότα, τα οποία - για να φθάσουμε και στο τρίτο - παρουσιάζονται με ένα φοβερό μοντάζ. Όταν σε κάθε στιγμή της ταινίας τα τεκταινόμενα αφορούν πολλά άτομα σε διαφορετικό σημείο η δουλειά του μοντέρ αυτομάτως είναι επίπονη. Μια απότομη παρέκκλιση του αεροπλάνου από τη πορεία του για παράδειγμα ακολουθείται από τις αντιδράσεις των αεροπειρατών, των ομήρων, των αεροσυνοδών, των υπεύθυνων του δικτύου εναέριας κυκλοφορίας, του στρατού, του αεροδρομίου. Με πολύ υπομονετικό μοντάζ βλέπουμε πάντα τις αντιδράσεις όλων,το πρόβλημα συνεννόησης των τελευταίων φορέων, το άγχος και την αμηχανία που έχουν για το τί άλλο μπορεί να τους φέρει αυτή η απίστευτη ημέρα.
Όχι ότι το καθαρά οπτικό κομμάτι είναι κάτι εύκολο, η μεγαλύτερη όμως δοκιμασία της ταινίας ήταν αναμφίβολα το αν θα πάρει θέση υπέρ ή κατά κάποιων για τα γεγονότα της ημέρας. Εκτός αεροπλάνου υπερτονίζονται κυρίως η προφανής αμηχανία των υπεύθυνων και αργότερα το ότι κανείς δε μπορεί να πάρει ευθύνη για αποφάσεις. Η αμηχανία ως ένα σημείο κρίνεται φυσιολογικη, κανείς άλλωστε όταν ξυπνάει το πρωί και πάει στη δουλειά του - και μάλιστα τη πρώτη μέρα της προαγωγής του!! - δε περιμένει να του συμβόυν 4 ταυτόχρονες αεροπειρατείες. Παρακολουθούμε το ξεκίνημα μιας φυσιολογικής μέρας, σε βαθμό ίσως πιο λεπτομερειακό από ότι έπρεπε, μέχρι και τις πρώτες αντιδράσεις απορίας για τις ύποπτες φωνές από τα αεροπλάνα, τους καπνούς από το World Trade Center που κανείς δε ξέρει τί είναι. Από εκεί και πέρα όταν γίνεται προφανές ότι υπάρχει οργανωμένο σχέδιο αεροπειρατιών εκτός του υπεύθυνου της διοίκησης εναέριας κυκλοφορίας, ο οποίος αν και δεν ήταν επιβάτης της πτήσης είναι ίσως η πιο ηρωική μορφή της ταινίας, κανείς δε ξέρει τι αποφάσεις να πάρει. Διαταγές να απογειωθούν στρατιωτικά αεροπλάνα και αναίρεση τους στη στιγμή. Δεκάδες πτήσεις γίνονται αυτόματα ύποπτες, κάθε φωνή που ακούγεται από αεροπλάνα μοιάζει πλεόν επικίνδυνη. Η κινηματογράφιση αυτού του αλαλούμ κριτικάρει ανοιχτά το γεγονός πως όλοι σχεδόν οι υπεύθυνοι λόγω και ανικανότητας κρύφτηκαν πίσω από τα γραφεία τους μη μπορώντας να σώσουν έστω και ένα μικρό μέρος της παρτίδας.
Εντός της πτήσης United 93 κρύβεται όμως η μεγαλύτερη δύναμη του φιλμ. Πρώτα απ'ολα τα κοντινά πλάνα στα πρόσωπα των τρομοκρατών την ώρα που διαρκεί η επίσης λεπτομερειακά περιγραφόμενη προετοιμασία της. Ειδικά ο πιλότος των τρομοκρατών με εμφάνιση στελέχους μεγαλοεταιρίας γεμίζει συγκίνηση - άσχετα αν είναι ο "κακός" της υπόθεσης - με ένα χάος σκέψεων στο μυαλό του καθώς μόνον αυτός και οι 3 συνεργάτες του γνωρίζουν πως ότι και να γίνει τις επόμενες ώρες θα είναι σίγουρα νεκροί. Η εσωτερική δύναμη και τα πιστεύω που πρέπει να έχεις για να φτάσεις σε κάτι τέτοιο αποτυπώνονται στο μάλλον θλιμμένο πρόσωπο του. Την ώρα της αεροπειρατίας ο Greengrass καταγράφει το άγχος και των επιβατών και των τρομοκρατών. Οι επιβάτες βλέποντας πώς βρίσκονται κοντά στο τέλος μέσα από ένα πλήθος τεράστιας συγκινησιακής φόρτισης σκηνών, τηλεφωνούν στους δικούς τους να τους πουν τα τελευταία λόγια της ζωής τους. Αντιδράσεις που θα είχε ο κάθε άνθρωπος είτε ειναι αμερικανός, είτε ρώσος, είτε ιάπωνας. Και όταν αποφασίζουν να πάρουν τη κατάσταση στα χέρια τους το κάνουν όχι για τη πατρίδα τους, αλλά για να σώσουν τους εαυτούς τους, γιατί θέλουν να ξαναδούν τους αγαπημένους τους. Δεν βλέπουμε σούπερ ήρωες αλλά ανθρώπους που βρέθηκαν στη λάθος στιγμή και πάιζουν μόνοι τους τη τελευταία παρτίδα μήπως και καταφέρουν και σωθούν. Κανείς μα κανείς δε λεεί, ούτε υπονοεί πως κάνει ότι κάνει γιατί ειναι πατριώτης. Η εξέλιξη αυτής της απόπειρας των επιβατών κινηματογραφείται μοναδικά και νομίζω πως το τελευταίο τέταρτο τουλάχιστον ξεχνιέται πολύ δύσκολα.
Ο Greengrass έβαλε στο μίξερ περιπέτεια και ανθρώπινο δράμα βασισμένα σε πρόσφατα αληθινά γεγονότα - συνδυασμό εκρηκτικό και βγήκε ζωντανός. Η ταινία είναι δείγμα συνειδητοποιημένου και ώριμου ανθρώπου που όπως και στο Bloody Sunday χρησιμοποιεί την επικαιρότητα και μάλιστα τις πιο άσχημες στιγμές αυτής όχι τόσο για να αποδώσει δικαιοσύνη και ούτε ευτυχώς για λόγους προπαγάνδας. Ως μικρή ένσταση θα προτιμούσα την αφιέρωση στο τέλος - η ταινία αφιερώνεται στα θύματα της 11 ης Σεπτεμβρίου - να την έκανε και για τα αντίστοιχα του Αφγανιστάν τους μήνες που ακολούθησαν ή και για να το γενικεύσουμε προς τα όλα τα θύματα και των 2 πλευρών των μακροχρόνιων εχθροπραξιών μεταξύ ΗΠΑ και αραβικών χωρών. Τίποτα σαν αυτό που έγινε δε γίνεται τυχαία, για τα πάντα υπάρχουν λόγοι και αφορμές και σπάνια φταίει μόνο η μία πλευρά
Σάββατο 30 Ιουνίου 2007
Ποιους ΔΕΝ θα ακούσω τον Ιούλιο
1. Groove Armanda - 2 Ιουλίου : Φαντάζομαι πως πολλοί θα... shake their asses. Με full μπάντα θα κάνουν όργια
2. Iggy & the Stooges - 5 Ιουλίου : Δεν ήμουν και τρελός fan ποτέ, αλλά είναι από τους λίγους που παραμένουν σε υψηλό επίπεδο παρά τα χρονάκια
3. Saint Etienne - 6 Ιουλίου : Το πιο συμπαθητικό συγκρότημα της σύγχρονης pop. Με πολλούς φίλους και ελάχιστους εχθρούς. Και έτσι πως κατάντησε η κακομοίρα η pop κάτι τέτοιους πρέπει να τους βλέπουμε
4. James - 18 Ιουλίου : Ε ναι αυτό θα με πειράξει πολύ. Θα σκάσω λίγο εκείνη τη μέρα, γιατί εκτός του ότι μ'αρέσουν αρκετά, δεν έβγαλαν καινούριο cd οπότε το playlist θα είναι το best of.Κρίμα και ξανά κρίμα. Θα είναι και οι Air και η Tori Amos αλλά εντάξει όλοι για τους James θα πάνε.
5. George Michael - 26 Ιουλίου : Θα έπεφτε χορός σίγουρα. Δε θα ξανάρθει ποτέ ξανά λογικά.
Για να μην αρχίσω να μιλάω τώρα και για το Synch
High Fidelity - Stephen Frears (2000)
Top-five των top-fives
Top-5 λόγοι που αγαπάμε τον Frears
1. Για τους ήρωες του
2. Για τις ισορροπίες που κρατάει στις ταινίες του. Δε χάνει ποτέ τον έλεγχο
3. Γιατί προτίμησε να φτιάχνει "μικρές", ενδιαφέρουσες ταινίες παρά ανούσιες "μεγάλες"
4. Για το Dangerous Liaisons
5. Γιατί στα νιάτα του ήταν assistant director στο If... του Lindsay Anderson
Top-5 ατάκες του Rob Gordon
1.Books, records, films -- these things matter. Call me shallow but it's the damn truth
2. Did I listen to pop music because I was miserable? Or was I miserable because I listened to pop music?
3.What, fucking, Ian guyyyyyyyyyyyy?
4. I wanna live with a musician. She'd write songs at home and ask me what I thought of them, and maybe even include one of our little private jokes in the liner notes.
5.I'm afraid I'll go berserk, rip the Elvis Costello mobile from the ceiling, throw the "Country Artists Male A-K" rack out onto the streets, go off to work in a Virgin Megastore and never come back
Top-5 κωμικές σκηνές
1. Δύσμοιρος γονιός που προσπαθεί να αγοράσει το I just called to say I love you από τον Jack Black
2. Οι 3 εκδοχές της συνάντησης Cusack - Robbins στο κατάστημα του πρώτου
3. Το βρισίδι της Cusack στον Cusack
4. Jack Black again, αρνείται να πουλήσει δίσκο σε geek
5. O Cusack μόνος του, δε μπορεί να κοιμηθεί με την ιδέα ότι η πρώην του κάνει sex με τον από πάνω
Top-5 χαρακτήρων πλην του ήρωα
1. Ο Jack Black ως Barry. Ο γνήσιος αγαπημένος σύγχρονος κάφρος
2. Η Joan Cusack ως Liz . Εκπληκτική φάτσα
3. H Lili Taylor ως πρώην πρεζόνι ή κάτι τέτοιο τέλος πάντων
4. Tim Robbins ! "Get your patchouli stink outta my store. "
5. Τα πιτσιρίκια που από κλεφτρόνια έγιναν καλλιτέχνες
Top-5 λόγοι που λατρεύω αυτή τη ταινία
1. Για τον χαρακτήρα του Gordon. "Loser", ταγμένος στη μουσική του, ένα μικρό παιδί σ'εναν 35άρη
2. Γιατί κατ' επέκταση μιλάει για όλους εμάς που αδυνατούμε να απεγκλωβιστούμε από αντικείμενα ή hobbies που έχουμε
3. Για το soundtrack
4. Για το τρόπο που σχολιάζονται οι σύγχρονες σχέσεις, μέσω των πρώην του ήρωα
5. Για όλες σχεδόν τις συζητήσεις μέσα στο κατάστημα του Gordon
Δεκτό όποιο άλλο top5 θέλετε
Δευτέρα 25 Ιουνίου 2007
Thank you for smoking - Jason Reitman (2005)
Lists bloody lists
Δε ξέρω για σας, πιστεύω πως κανείς ποτέ δε θα καταφέρει να με πείσει για την ύπαρξη της Λίστας. Αυτής δηλαδή που θα αντιπροσωπεύει τους πάντες, θα έιναι δεκτή απ 'όλους. Ακόμη και να προσπαθούσαν κάποιοι αυτό το ακατόρθωτο εγχείρημα, πως ακριβώς θα έκριναν τη κάθε "μεγάλη" ταινία ? Το Ταξίδι στη Σελήνη του Melies για παράδειγμα ήταν κάτι το εξωπραγματικό πριν 105 χρόνια, σήμερα όμως πόσους συγκινεί ακόμη ? Είναι οι καινοτομίες της όταν κυκλοφόρησε ή η διαχρονικότητα της σημαντικότερος παράγοντας για την αξία μιας ταινίας ? Και άντε πες το ξεπερνάμε αυτό, πως ακριβώς θα υπάρξει αντικειμενικότητα σε ένα εξορισμού υποκειμενικό μέσο ? Προτιμώ να ακούω έναν άνθρωπο να μου λέει αυτές είναι οι αγαπημένες μου ταινίες και όχι αυτές πιστεύω πως είναι οι καλύτερες. Εκεί χρησιμεύει το σινεμά, καθώς έτσι μαθαίνω περισσότερα γι' αυτόν, τις ιδέες του, τις εμμονές του. Για να βρείς τις "αντικειμενικά καλύτερες" πρέπει να αποβάλλεις από μέσα σου συναισθήματα, προσωπικά βιώματα και αναμνήσεις και να βαθμολογείς σαν μηχανή. Αν λοιπόν αυτά τα αριστουργήματα φτιάχτηκαν για μηχανές τότε να το κλείσουμε το μαγαζί. Να κάψουμε τις μπομπίνες, να σπάσουμε και τα δισκάκια. Όσο βγάινουν τέτοιες λίστες αυτό θα πιστεύω αλλά δε μπορώ και εγώ να αντισταθώ στον πειρασμό του να τις χαζεύω.Από προχθές που έμαθα για τη λίστα του AFI, άρχισα να βρίζω πάλι για την ύπαρξη της αλλά και ταυτόχρονα να τη βλέπω και να τη ξαναβλέπω. Ανωμαλία ? Όχι, απλά σινεφιλία. Για να μη λέω άλλα και σας μπερδεύω ιδού η πρώτη δεκάδα της κωλολίστας και το link με όλες τις 100 (από τη usatoday γιατί το AFI θέλει register και μάλλον θα βαριέστε όλοι).
2. The Godfather, 1972.
3. Casablanca, 1942.
4. Raging Bull, 1980.
5. Singin' in the Rain, 1952.
6. Gone With the Wind, 1939.
7. Lawrence of Arabia, 1962.
8. Schindler's List, 1993.
9. Vertigo, 1958.
10. The Wizard of Oz, 1939.
......
......
......
......
......
Πέμπτη 21 Ιουνίου 2007
The Science of sleep - Michel Gondry (2006)
Ο Michel Gondry αν και σχετικά νέος στο χώρο του σινεμά, έχει αρκετά μεγάλη προϊστορία πίσω από τη κάμερα χάρη στα ως επί το πλείστον εξαιρετικά video clips που γύρισε τη δεκαετία του 90. Βάζοντας την υπογραφή του σε 2 ταινίες, τη φαρσοκωμωδία Human Nature και το Eternal Sunshine of the Spotless Mind, μια από τις πιο ευφάνταστες αλλά και καταθλιπτικές συνάμα ταινίες των τελευταίων ετών, έδωσε υποσχέσεις ότι μπορεί μέσα από τον πιο απαιτητικό κόσμο των ταινιών να εκφραστεί όπως ακριβώς και στα μικρού μήκους πειράματά του. Βλέποντας κάποιος ολοκληρωμένο το έργο του παρατηρεί σχετικά εύκολα 2 εμμονές. Οι παιδικές αναμνήσεις και ο κόσμος των ονείρων, αντικείμενα που προφανώς συνδέονται, παίζουν κυρίαρχο ρόλο στις περισσότερες δουλειές του καθώς συχνά αναλύεται πρώτον η μεταξύ τους σχέση και δεύτερον η επίδραση που έχουν πάνω στον άνθρωπο. Οι ήρωες του είναι άτομα με ανεπτυγμένη την αίσθηση της φαντασίας, την οποία και εκφράζουν με παιχνίδια, σκανδαλιές ή φλερτ πάντα όμως με αθώο τρόπο έτσι ώστε να γίνονται πολύ συμπαθείς στο κοινό .
Η μικρή αναφορά στο έργο του Gondry μοιάζει απαραίτητη καθώς το Science of Sleep είναι στην ουσία μια ανασκόπηση του ίδιου πάνω στο έργο του. Έχει ως κεντρικό ήρωα τον Stephane, έναν νέο που ζει τόσο έντονα τα όνειρά του ώστε αδυνατεί να ξεχωρίσει τη φαντασία με τη πραγματικότητα. Απέναντι από το σπίτι του μετακομίζει η Stephanie και μοιραία γίνεται η μετά παρεξηγήσεων γνωριμία τους. Η ξαφνική έλξη που νοιώθει για τη γειτόνισσα του γίνεται αφορμή για άλλη μια μάχη με τα όνειρά του. Τη προσεγγίζει με ανορθόδοξους και πρωτότυπους τρόπους, προϊόντα οι περισσότεροι των ονείρων του καταφέρνοντας να κερδίσει το ενδιαφέρον της. Πως όμως ένας άνθρωπος τσακωμένος σχεδόν με τη πραγματικότητα μπορεί να ελέγξει τον εαυτό του και να μπορέσει να δημιουργήσει μια υγιή σχέση;
Ο Stephane είναι όλοι οι ήρωες του Gondry μαζί και, ως προέκταση, ο ίδιος ο σκηνοθέτης Είναι ένα μεγάλο παιδί που χρησιμοποιεί τη φαντασία ως όπλο για να επιβιώσει στο κόσμο των ενηλίκων. Τα διάφορα παιχνίδια που επινοεί ή σκέφτεται στον ύπνο του θυμίζουν τον οργασμό φαντασίας που είχαμε μικροί στη προσπάθεια μας να σκοτώσουμε τις άπειρες ελεύθερες ώρες μας. Δεν έχει τις γνωστές καθημερινές σκοτούρες του στυλ καριέρα, ωραίο αυτοκίνητο, σπίτι κτλ, αλλά ψάχνει συνεχώς μέσα στο χάος του μυαλού του να ανακαλύψει νέες διεξόδους έκφρασης και επικοινωνίας. Αν όλα αυτά όμως ακούγονται ωραία και καλά, κάπου εδώ πρέπει να αρχίσουν και οι ενστάσεις. Όπως ανέφερα ότι βλέπουμε μοιάζει κυρίως με ανασκόπηση, σίγουρα όχι λόγω έλλειψης νέων ιδεών, αλλά σαν ένα μικρό παιχνίδι του Gondry με τους θαυμαστές του. Και αυτό ακριβώς το παιχνίδι όσο ωραίο και αν φαίνεται αποτελεί και το βασικότερο μειονέκτημα της ταινίας. Από τη μια οι fan (σηκώνω και εγώ το χέρι εδώ) ικανοποιούνται στο μέγιστο απ 'ότι βλέπουν και από την άλλη οι υπόλοιποι που δεν έχουν γνωρίσει το παρελθόν του Gondry κοιτούν απορημένοι τις αναφορές του και πολλές φορές δεν καταλαβαίνουν τι βλέπουν. Βέβαια γιατί να είναι ξαφνικά ενοχλητικό κάτι τέτοιο, καθώς δεν είναι ούτε ο πρώτος ούτε ο τελευταίος σκηνοθέτης που μπαίνει στη διαδικασία μιας ταινίας 'για αυτόν και τους φίλους του'. Είναι ίσως το χρονικό σημείο αυτό που είναι ατυχές, σκεπτόμενοι ότι πολύ μεγαλύτερα και γνωστότερα ονόματα του χώρου άργησαν πολύ περισσότερο να υλοποιήσουν κάτι αντίστοιχο. Από τον κάθε Gondry δηλαδή - και λέγοντας κάθε Gondry εννοώ νέο και υποσχόμενο για σπουδαίες δουλειές μέσα στα προσεχή 5-10 χρόνια - περιμένεις τη νέα πρόταση, το κάτι παραπάνω στο ήδη ότι καλό έχει δώσει και όχι παιχνίδια με το κοινό του. Είναι όντως πολύ ωραία τα επί της οθόνης στη ταινία - καθαρά οπτικά - όταν όμως κάπου στο δρόμο χάνεται κάπου η ουσία, δε φτάνουν πάντα.
Βέβαια όταν λέω ωραία, καλύτερα να πω υπέροχα. Ειδικότερα στην οπτικοποίηση του χαοτικού κόσμου των ονείρων ο Gondry είναι πολύ μακριά από το συναγωνισμό, βρίσκοντας σχεδόν πάντα τον ιδανικό τρόπο να βγάζει στην οθόνη κόσμους υπό δημιουργία ή υπό κατάρρευση - θυμηθείτε και τα θαύματα που είχε κάνει εδώ στη Λιακάδα - μέσα στο μυαλό. Με πολύ κοπιαστική δουλειά στο μοντάζ πετάει στην οθόνη στιγμιαίες σκέψεις του Stephane, για πράγματα όπως πχ πώς θα εκδικηθεί το κακό αφεντικό του ή πως θα προκαλέσει το ενδιαφέρον της Stephanie, προσπαθώντας έτσι να "μιλήσει" αποκλειστικά μέσα από αυτές τις εικόνες χωρίς να χρειάζεται η επεξήγηση των ταχύτατων και εκατοντάδων σκέψεων του ήρωα. Ο πανταχού παρών τα τελευταία χρόνια Gael Garcia Bernal τα πάει μια χαρά στο να εκφράσει τη διαρκή αμηχανία του Stephane - τον βολεύει και λίγο η σχετικά παιδική φάτσα του - δίνοντας το απαραίτητο καρτουνίστικο χρώμα που θα έπρεπε να έχει ένας τέτοιος χαρακτήρας και αναμφίβολα γίνεται απόλυτα πιστευτός ως μονίμως "χαμένος" ήρωας. Το Παρίσι απλά βοηθάει στο απαραίτητο ρομαντικό της υπόθεσης ενώ ως λύση στο γρίφο της σχέσης προτείνεται ένα ενδιαφέρον αίνιγμα που πηγάζει από τον ίδιο το χαρακτήρα του ήρωα, την ακροβασία δηλαδή μεταξύ πραγματικότητας και φαντασίας.
Εν κατακλείδι, αν και έχασε λίγο τον έλεγχο, ως 'παιδί' και αυτός, ο Gondry παρουσίασε μια οπτική πανδαισία, πλημμυρισμένη με χρώματα και κόσμους μαγικούς προσφέροντας ψυχική ανάταση στο εξορισμού καταθλιπτικό θέμα του έρωτα. Τα όσα ανέφερα περί διαχωρισμού φανατικού κοινού και απλών θεατών δεν έχουν να κάνουν με το ότι ξαφνικά σκέφτηκα ή λυπήθηκα όποιον δεν έχει δει Gondry - σε τελική ανάλυση Gondry είναι, όχι Godard :p - απλά όπως σε πολλά θέματα έτσι και στο σινεμά το timing παίζει σπουδαίο ρόλο. Εκεί χωλαίνει η όλη ιδέα της κατά τα άλλα εξαίρετης ταινίας και γι 'αυτό προφανώς και θα χαθεί μάλλον εύκολα μέσα στο χρόνο.
The Usual Suspects - Bryan Singer (1995)
Έχετε σκεφτεί ποτέ τί κυρίως σας ιντριγκάρει στα αστυνομικά θρίλερ; Το σασπένς και οι συνεχόμενες ανατροπές, ο τρόπος και η μέθοδος για το κυνήγι του δολοφόνου, η σύλληψη, η νίκη του καλού και αδιάφθορου detective είναι σημεία στα οποία μπορεί να σταθεί κάποιος. Ένα γεγονός πάντως που συχνά το αφήνουμε σε δεύτερη μοίρα είναι ότι αυτό το είδος ταινιών μας γνωριζει ένα κόσμο όπου συχνά κυριαρχεί το κακό εις βάρος του καλού, με αποτέλεσμα να δημιουργεί μια διαμάχη στο μυαλό μας ως προς την οπτική γωνία (καλού ή κακού) με την οποία πρέπει να σκεφτόμαστε.
Το συγκεκριμένο φιλμ, που γύρισε ο Bryan Singer το 1995, οφείλει την επιτυχία και την αποθέωση που γνωρισε σ’αυτό που μόλις ανέφερα. Ξεκινώντας από την αρχή, το story περιλαμβάνει 5 απατεώνες (Keaton, Fenster, McManus, Hockney, Kint) οι οποίοι περνούν μια βραδιά σ’ένα κοινό κελί ως ύποπτοι για μια κλοπή, γεγονός που γίνεται αφορμή να γνωριστούν και να ξεκινήσουν κλοπές ως ομάδα. Ένας δικηγόρος όμως, ο Kobayashi, τους συναντά αποκαλύπτοντάς τους ότι καταζητούνται από τον Keyser Soze ένα σχεδόν ¨μυθικό¨ πρόσωπο, άρχοντα του κακού και της διαφθοράς.Η λύση που τους προτείνει είναι να κάνουν μια τελευταία μεγάλη δουλειά για το συμφέρον του, κερδίζοντας έτσι την ελευθερία τους (και 90 εκατ. δολλάρια). Το story παρουσιάζεται ως συρραφή από flashback που διηγείται ο Verbal Kint, μοναδικός διασωθέντας αυτής της επιχείρησης, στον Dave Kujan αστυνομικό που έχει αφιερώσει τα τελευταία χρόνια της έρευνάς του στον Keaton.
Η επιλογή αυτής της αφήγησης δεν είναι καθόλου τυχαία. Ο Kujan στην ουσία ταυτίζεται με τον θεατή που και αυτός από τη μεριά του διεξάγει τη δική του έρευνα για το ποίος κρύβεται πίσω από τη μάσκα του Soze. Και εδώ ακριβώς ξεκινά το παιχνιδι μέσα στο μυαλό μας. Σκεφτείτε μια δικαστική διαμάχη, έρευνα η οτιδήποτε παρόμοιο. Για να αποφασίσουμε για την αθωότητα ή την ενοχή κάποιου προσώπου σκεφτόμαστε με 2 τρόπους. Στο μυαλό του ανθρώπου που υπερνικά το καλό θα ενοχοποιηθεί ο λιγότερο αθώος, καθώς ο τρόπος σκέψης βασίζεται στη λογική του "όλοι είναι αθώοι μέχρι αποδείξεως του εναντίου". Στην αντίθετη περίπτωση όμως για να καταλήξουμε να αποφανθούμε πως κάποιος είναι αθώος έχει περάσει πρώτα από το μυαλό μας η ενοχή του. Κοινώς όλοι είναι ύποπτοι. Όλοι οι εμπλεκόμενοι στην ιστορία έχουν ίσες πιθανότητες ενοχής, και το ποιος έχει τις περισσότερες θα φανεί σιγά σιγά μέσα από τα γεγονότα. Φυσικά στη συγκεκριμένη περίπτωση είναι αδύνατον να σκεφτόμαστε με τον πρώτο τρόπο καθώς έχουμε να κάνουμε με μια ιστορία που πρωταγωνιστεί ο ίδιος ο διάβολος, με τη μορφή του Soze, του ανθρώπου που κανείς δεν έχει δει ποτέ αλλά όλοι έχουν ακούσει ιστορίες τού.
Στο παιχνίδι λοιπόν αυτό που πρωταγωνιστεί ο διάβολος, κάτι το οποίο συνειδητοποιούμε από νωρίς, ο νους μας εξετάζει όλους ανεξαιρέτως που εμφανίζονται στην οθόνη. Όταν όμως έχεις να εξετάσεις 6-7 υπόπτους, γιατί τίποτα δε σε κάνει να πιστεύεις ότι ο θύτης είναι αποκλειστικά ένας εκ των 5, αποπροσανατολίζεσαι. Δε γνωρίζεις με ποια κριτήρια αθωώνεις ή ενοχοποιείς. Οι εκφράσεις του μονίμως μπερδεμένου Chazz Palminteri είναι όλα τα λεφτά, η προσπάθεια του να βρει απελπισμένα λύση στο μυστήριο που ερευνά εδώ και χρόνια τον κάνει νευρικό και παράλογο. Από ένα σημείο και μετά σταματάει να ψάχνει τη λύση αλλά προσπαθεί να χτίσει μια δική του ώστε και ο ίδιος να απελευθερωθεί. Όταν άλλωστε ένα έγκλημα το σχεδιάζει ο διάβολος, καταφέρνει με μια εκπληκτική δεξιοτεχνία να παγιδεύσει όσους ασχολούνται με την εξιχνίαση του. Όχι απλά δεν τον υποπτεύονται αλλά κατά ένα απίστευτο τρόπο υποστηρίζουν με σθένος τη λύση στην οποία αυτός τους έχει υποδείξει η οποία παρουσιάζεται ως προφανής και λογική σύμφωνα με τα γεγονότα.
Όλα τα παραπάνω που ανέφερα είναι ίσως και ο λόγος για τον οποίο το film αλλά και ο Bryan Singer πέρασαν στη κινηματογραφική ιστορία. Πάνω σ’ένα έξυπνο αστυνομικό story ο Singer μπόρεσε να ξεφύγει από το απλό puzzle και να δημιουργήσει μια παραβολή για τη διαμάχη καλού και κακού, κάτι που στο συγκεκριμένο είδος είχε σχεδόν εκλείψει από την εποχή των noir του 40. Όλες οι αναφορές ειδικότερα στο Διάβολο και στους τρόπους που χρησιμοποιεί για να ξεγλυστρά κυριολεκτικά τη τελευταία στιγμή δίνουν και τη δυναμική στο υπό άλλες συνθήκες "φθηνό" φινάλε. Ο Hitchcock για παράδειγμα ποτέ δεν αγαπούσε ιδιαίτερα το - εξαιρετικό κατά τ’άλλα - Stage Fright του μόνο και μόνο επειδή βασίζοταν σε ένα ψέμα που αποκαλύπτονταν στο τέλος, το θεωρούσε απάτη ως προς το θεατή. Εδώ δεν έχουμε όμως ένα απλό ψέμα, έχουμε την επιβεβαίωση όλων αυτών των ιδεών που αιωρούνται κατά τη διάρκεια της ταινίας και ηθελημένα έχουν περάσει σε δεύτερη μοίρα καθώς ο θεατής ως μικρός ντέτεκτιβ και αυτός ψάχνει τη λύση του μυστηρίου. Δεν είναι η φθηνή απάτη του σεναριογράφου, είναι ο θρίαμβος του κακού, της πονηριάς, του πανούργου εκείνου πλάσματος. Η μεγαλύτερη επιτυχία της ταινίας είναι πως όταν ο Kujan ανακαλύπτει την αλήθεια είναι απορημένος και εκνευρισμένος όπως ακριβώς ήμουν και εγώ όταν την είχα πρωτοδεί. Πολύ σπάνια υπάρχει τόσο δυνατή ταύτιση στο φινάλε μεταξύ του εξαπατημένου ήρωα και του θεατή.
Το Usual Suspects πέραν της εκτίμησης σχεδόν όλου του κινηματογραφικού κοινού κατέκτησε 2 Oscar - καλύτερου Β’ Ανδρικού Ρόλου για τον Kevin Spacey και καλύτερου σεναρίου. Αν και πολλοί θεωρούν ως δυνατότερο σημείο το φινάλε της είναι από τα films που μπορείς να δεις και να ξαναδείς, εστιάζοντας κυρίως το πόσο αθώος ή πονηρός είσαι τελικά ο ίδιος. Το όνομα του Keyser Soze στοιχειώνει πλέον τους σινεφίλ, ταυτιζόμενο με τη μορφή του διαβόλου - ένα ακόμη παιχνίδι τού στον ανυποψίαστο θεατή. Γιατι ο διάβολος δεν έχει ποτέ ένα συγκεκριμένο πρόσωπο. Διάβολος έιναι ο Kevin Spacey με το ειρωνικό του μειδίαμα στο τέλος, διάβολος είναι ο Bryan Singer με τη δυναμική και αποπροσανατολιστική σκηνοθεσία του, διάβολος είναι ο Christopher McQuarrie με το ύπουλο και παραπλανητικό σενάριο του.
Κυριακή 17 Ιουνίου 2007
REJEKT !
Σάββατο 16 Ιουνίου 2007
The Prestige
Το Prestige, το τελικό θαύμα δηλαδή που κάνει ο ταχυδακτυλουργός ώστε να αφήσει τον θεατή τελείως αποσβολωμένο από το νούμερο του, δεν ήρθε ποτέ. Η ώρα άρχισε να κυλά πολύ αργά από ένα σημείο και έπειτα, τα κόλπα των 2 αντιπάλων δε προκαλούσαν πλέον κάποιο θαυμασμό και οι συνεχείς ανατροπές άρχισαν να μου φέρνουν στον νου το Wild Things, το οποίο τουλάχιστον κάποια στιγμή σε ξυπνούσε με το τρίο στο κρεβάτι.
Είχα να δω και αρκετό καιρό ταινία, τον Nolan τον έχω σε υπόληψη, ωραίο story, καλοί και οι πρωταγωνιστές, όλα φαίνονταν ωραία το απόγευμα. Όχι ότι ενοχλήθηκα στο τέλος, αλλά είμαι σίγουρος πως το πολύ σε μια εβδομάδα θα έχω ξεχάσει σχεδόν τα πάντα. Δύο ταχυδακτυλουργοί, πρώην συνεργάτες μάχονται για τη κατάκτηση της κορυφής προσπαθώντας όχι τόσο να βελτιώσουν το ρεπερτόριο τους, όσο να καταστρέψουν αυτό του αντιπάλου τους. Αθέμιτος ανταγωνισμός που οδηγεί στη καταστροφή, καλό ακούγεται αλλά κανένας υπαινιγμός για το σήμερα. Το χάσαμε λοιπόν αυτό. Μία ο ένας, μία ο άλλος σε θέση ισχύος, με κόλπα το ένα καλύτερα από το άλλο που όμως αντί να παρατείνουν την αγωνία αρχίζουν να προκαλούν βαρεμάρα. Συνοθύλευμα εξυπνάδων, εντυπωσιάζεται το κοινό και βγαίνοντας μάλιστα από την αίθουσα θα υποθέτει πως είδε και κάτι ψαγμένο. Απίστευτο αλλά το θίγουν και οι ίδιοι μέσα στη ταινία καθώς στην αρχή νομίζω ακούμε το εκπληκτικό “ Κόλπα που θα θαυμάσει το ευρύ κοινό και θα καταλάβει μόνο το υποψιασμένο”. Αν είναι να τους βγάλω το καπέλο – όχι σαν αυτό του Jackman που πολλαπλασιαζόταν – θα το κάνω για το ότι με προειδοποίησαν τελικά.
Η super duper ανατροπή του φινάλε έχει χάσει από τη μέση και μετά τη δύναμη της. Γίνεται ολοφάνερο ότι θα υπάρχει μια τέτοια και μάλλον πιο πολύ την περιμένεις για να τελειώσει η ταινία παρά για να ξαφνιαστείς. Ο Nolan μοιάζει να διεκπεραιώνει τη δουλειά που ξέρει να κάνει πολύ καλά, να τεμαχίζει τη δράση και να παίζει με το χρόνο. Η αλήθεια είναι πως δε χρειαζόταν και πουθενά αλλού, έκανε το καθήκον του, έδωσε περισσότερο εντυπωσιακή αύρα στη ταινία και μαζί και με το Batman που είχε κάνει πριν, φαντάζομαι πως θα αγόρασε και αυτός την έπαυλη που ονειρευόταν από μικρό παιδί. Κρίμα πάντως αν καταντήσει και αυτός διεκπεραιωτής, θα είναι μεγάλη απώλεια με τα λατρεμένα Following και Memento του παρελθόντος. Α, να μη ξεχάσω τον Bale που ως συνήθως έσκισε – μπράβο το παλικάρι – δείχνοντας να απολαμβάνει το ρόλο του.
Παρασκευή 15 Ιουνίου 2007
Πριν 1 χρόνο
Με αφορμή το αυριανό EJEKT στην Αθήνα, από το οποίο απέχω κάπου 700 χιλιόμετρα και προφανώς θα είναι λίγο δύσκολο να προλάβω να δω τους αγαπητούς Underworld, ήρθαν στην επιφάνεια οι αναμνήσεις των New Order. Τι και αν ο Sumner μοιάζει πλέον με τον Ασλάνη και δε μπορεί να κουνηθεί , τι και αν είχε από κάτω πολύ κόσμο φανατικό με τους Joy Division που ήρθε πιο πολύ για να χλευάσει, εγώ πέρασα μια χαρά. Εδώ και καιρό που έχω ανακαλύψει αυτό το video ψάχνω να βρω το κεφάλι μου - δύσκολο εγχείρημα. I used to think...
Πέμπτη 14 Ιουνίου 2007
ΟΧΙ ΤΡΙΠΟΝΤΟ
ps : Η κασσέτα που γράψαμε το ματς πρέπει να υπάρχει ακόμη σπίτι μου. Την έχω δει άπειρες φορές
Κυριακή 10 Ιουνίου 2007
"Behind" the films - Diva (Jean Jacques Bieneux,1981) - Αυτό το υπέροχο …τίποτα
Αν θεωρήσουμε ότι η πλειοψηφία των ταινιών έχει αδιάφορα σενάρια η επέμβαση του σκηνοθέτη πάνω της – όταν βέβαια αυτή γίνεται για καλό – δημιουργεί 2 πολύ γενικές κατηγορίες ως προς το τελικό αποτέλεσμα. Η πρώτη είναι όταν εκμεταλλεύεται το τυπικό σενάριο και μέσω της εικόνας υπαινίσσεται , κάνει σχόλια και δημιουργεί πολλαπλές αναγνώσεις τελικά στο φιλμ. Η δεύτερη περίπτωση που μας απασχολεί σ’αυτό το κείμενο και η Diva αποτελεί από τα χαρακτηριστικά παραδείγματα της, είναι όταν ο σκηνοθέτης ερωτοτροπεί στην ουσία με τη κάμερα και παρεμβάλλεται στα υπό άλλες συνθήκες αδιάφορα τεκταινόμενα δημιουργώντας ένα εξαίρετο για το μάτι θέαμα. Τελειώνοντας η ταινία – η συγκεκριμένη για παράδειγμα – ενώ στην ουσία δραματολογικά δεν έχεις δει κάτι ιδιαίτερο, δημιουργείται η ψευδαίσθηση του αριστουργήματος χάρη καθαρά στην εικόνα. Το σπουδαίο είναι όταν ο σκηνοθέτης βρίσκει το κατάλληλο ρυθμό, αλλά και το μέτρο στις εικόνες του ώστε να μη μιλάμε ωραιοποίηση του μέτριου, αλλά για το λεγόμενο υπέροχο …τίποτα ( είναι και της επικαιρότητας αυτές τις μέρες με το My blueberry nights στις Κάννες). Αν θεωρήσουμε λοιπόν γενικότερα το σινεμά ως μια ψευδαίσθηση, σε αυτή τη περίπτωση γινόμαστε πραγματικά δέσμιοι της εικόνας.
Οι φορμαλιστές σκηνοθέτες, κύριοι εκφραστές του φαινομένου αυτού, αγαπιούνται και μισούνται από το κοινό γι ‘αυτόν ακριβώς το λόγο. Η μάχη που δίνουν με το στυλ κάποιες φορές ξεπερνάει τα όρια και το ωραίο μπορεί να γίνει ως και ενοχλητικό. Άλλοτε πάλι χρησιμοποιούν το ταλέντο τους σε πιο πιασάρικα θέματα. Ο Bieneux για παράδειγμα έγινε διάσημος στο ευρύτερο κοινό μερικά χρόνια αργότερα με τη Betty Blue, ταινία με θέμα τον καταστροφικό έρωτα 2 νέων, που αγαπήθηκε αρκετά από τη νεολαία της εποχής και της οποίας το director’s cut είναι 185 λεπτά ενώ στην ουσία η ροή των γεγονότων με το ζόρι να καλύπτει 90 λεπτά δράσης. Όλα τα υπόλοιπα είναι οπτικοακουστικά παιχνίδια που όσο ωραία και αν είναι κάποτε καταντούν κουραστικά – το μέτρο που λέγαμε. Ο εγωισμός του σκηνοθέτη για τις απόψεις του περί του ωραίου γίνεται παράλληλα ο μεγαλύτερος εχθρός του. Και είναι δυστυχώς πολύ εγωιστές οι άτιμοι, παραδείγματα υπάρχουν πολλά. Ο σπουδαίος Mike Figgis κάποια στιγμή έφτασε στα άκρα με τους πειραματισμούς του και κατέληξε να γυρίζει πριν 2 χρόνια θριλεράκι της σειράς με τη Sharon Stone. Η περίπτωση του είναι ίσως η χαρακτηριστικότερη όλων τα τελευταία χρόνια για τις εμμονές με το οπτικοακουστικό αποτέλεσμα εις βάρος ακόμη και της πλοκής. Το στυλ για το στυλ είναι αυτό που καλούνται να αποφεύγουν οι σκηνοθέτες και η αλήθεια είναι πως όσο δύσκολο είναι να κατέχεις τόσο καλά τη τέχνη της εικόνας άλλο τόσο είναι να φροντίσεις τις ισορροπίες. Υπάρχουν πάντως και ακριβώς αντίθετα παραδείγματα. Ο μάγος των video clips Jonathan Glazer έχει γυρίσει 2 ταινίες με κάκιστα σενάρια (Sexy Beast, Birth) δίνοντας στο κοινό τελικά το καλύτερο αποτέλεσμα που θα μπορούσε.
Οι 2 πρώτοι που μας έρχονται στο μυαλό σήμερα σ’αυτή τη κατηγορία είναι ο David Lynch και ο Wong Kar Wai. Σχεδόν καταργώντας από ένα σημείο και μετά το σενάριο, οι ταινίες τους μοιάζουν πλέον με συρραφή εκπληκτικών μεμονωμένα σκηνών. Το 2046, η αποθέωση του στυλ, για πολλούς το απόλυτο αριστούργημα των 00s, για κάποιους άλλους μια ασυναρτησία. Οι τελευταίες ταινίες του Lynch το ίδιο. Στο internet μόνο θα βρείτε αμέτρητους καυγάδες σε blogs και forum, ενώ απλά να το θέσετε ως κουβέντα σε μια σινεφίλ παρέα θα μιλάτε ώρες χωρίς πιθανά στο τέλος να καταλήξετε κάπου. Αν καταλήξετε θα είναι μάλλον για τις προτεραιότητες που έχει ο καθένας βλέποντας μια ταινία. Αν αυτό το υποτιθέμενο τίποτα το βλέπει ο καθένας ως απόλαυση ή ως απάτη, αν μπορεί να δεχθεί τα όσα ασυνάρτητα βλέπει στο Lost Highway ως ψυχαγωγία ή αν του προκαλούν πονοκέφαλο. Το καλό με τέτοιου είδους σκηνοθέτες είναι πως θα παραμείνουν για πάντα αμφιλεγόμενοι – τουλάχιστον όμως έστω και γι’ αυτό θα μείνουν και δε θα ξεχαστούν.
Τετάρτη 6 Ιουνίου 2007
Marie Antoinette (2006) - Sofia Coppola
Πολλές φορές αυτό το καινούριο μπορεί να πηγάζει μέσα από τα απλούστερα πράγματα της ζωής και τυχαίνει ακόμη και αν ζεις σε ένα υποτιθέμενο παραδεισένιο περιβάλλον να μη μπορείς να το βρεις. Αν σε αυτό το περιβάλλον υπάρχει περίσσεια υλικών αγαθών για παράδειγμα, αυτά αρχίζουν και χάνουν σιγά-σιγά αξία στο προσωπικό σου χρηματιστήριο και τα αντιμετωπίζεις ως παιχνίδι. Το χειρότερο μάλιστα δε μπορείς να καταλάβεις ότι περίσσεια αγαθών δεν έχουν οι πάντες, αλλά αγωνίζονται καθημερινά να τα αποκτήσουν. Φανταστείτε λοιπόν έναν άνθρωπο που περικυκλώνεται από πλούτο και δεν έχει γνωρίσει ποτέ διαφορετική κατάσταση, να διοικεί κάποιους άλλους που ζουν στη εξαθλίωση. Και άντε αν αυτό συμβαίνει σήμερα υπάρχει η τεχνολογία και μπορεί να ξεστραβωθεί ο βασιλιάς για το τι γίνεται έξω από το παλάτι, τους προηγούμενους αιώνες όμως πώς λυνόταν το πρόβλημα; Πολύ απλά δε λυνόταν ποτέ και έτσι παλάτι και λαός ζούσαν σε 2 παράλληλα σύμπαντα και σπάνια μπορούσαν να κατανοήσουν ο ένας τον άλλο.
Πως δένει θα μου πείτε τώρα η βαρεμάρα των νέων με τη σχέση εξουσιαστή και των υποτελών του. Είναι τα 2 κεντρικά θέματα του εξαιρετικού τούτου δημιουργήματος της Sophia Coppola η οποία βρήκε έναν αρκετά ευφάνταστο τρόπο να ολοκληρώσει πιθανά τη θεματολογία των προηγούμενων ταινιών της. Η Marie Antoinette ως χαρακτήρας είναι το έναυσμα για σκέψεις όπως οι παραπάνω. Στο φιλμ δεν υπάρχει κανένα ενδιαφέρον για την ιστορία κάτι που μου έδωσε μεγάλη χαρά καθώς μόνο ως ιστορικό μέσο δε μπορώ να χαρακτηρίσω τον κινηματογράφο – απ’ότι ξέρω υπάρχουν βιβλία και ντοκιμαντέρ για όσους θέλουν εικόνα. Η υπερπροσφορά βιογραφιών τα τελευταία χρόνια έχει δημιουργήσει ένα συγκεκριμένο τύπο ταινιών – αρκετά ανώδυνο - που οι περισσότεροι τηρούν κατά γράμμα κάτι που είναι και το πιο ασφαλές άλλωστε. Για να γίνουμε λίγο πιο συγκεκριμένοι, έχουμε να κάνουμε με μια μελέτη γύρω από τον τρόπο με τον οποίο έστηνε τα πάρτι της η Αντουανέτα, ποιους γκόμενους ήθελε και τι μικρές συνήθειες είχε. Εκ πρώτης όψεως κανένα ενδιαφέρον σ’αυτά εδώ. Εκεί όμως πάνω στη παρέλαση εντυπωσιακών κοστουμιών στήνονται δειλά οι ανησυχίες της Coppola και διαπιστώνουμε ότι το φαινομενικά αδιάφορο τελικά αποδεικνύεται πολύ πιο χρήσιμο από μια τυπική εξιστόρηση γεγονότων.
Αναφορικά με τους νέους είναι εμφανής η ενασχόληση της Coppola με το συγκεκριμένο θέμα. Θυμάστε φαντάζομαι τις αυτοκτονίες των παρθένων της αλλά και ατέλειωτες ώρες ανίας της Scarlet Johansson στο Τόκιο. Εδώ παρουσιάζει την ηρωίδα ως ένα άτομο τελείως έξω από τα νερά της, που αν ζούσε σήμερα θα προτιμούσε να ζει σε μια μεγαλούπολη κάνοντας βόλτες και ψώνια με τις φίλες της ενώ το βράδυ θα φλέρταρε σε κάποιο bar ακούγοντας New Order. H έπαυλη των Βερσαλλιών όσο μεγάλη και αν είναι φαντάζει ως φυλακή για το χαρακτήρα της, με καθημερινά βασανιστικά πρωτόκολλα που πρέπει να τηρούνται. Παντρεύεται έναν ανεκδιήγητο σύζυγο ο οποίος φοβάται να την αγγίξει και θα το κάνει μόνο από υποχρέωση όταν φτάσει το πλήρωμα του χρόνου για απόγονο. Από το ξεκίνημα της ταινίας όπου η ηρωίδα φεύγει από το παλάτι της Αυστρίας για αυτό της Γαλλίας ως μέρος συμφωνίας για ευημερία στη σχέση των χωρών, υπάρχουν σκηνές που φανερώνουν τη λύπη της για το περιβάλλον που μεγαλώνει. Στενοχωριέται για παράδειγμα όταν της παίρνουν τον αγαπημένο της σκύλο, απορεί που έχει αμέτρητες κοπέλες δίπλα της να την ντύνουν και βαριέται να κοσμεί με κομπλιμέντα κάθε αυλική. Αν σκεφτούμε λοιπόν πως κάθε νέος που δε ξέρει τι να κάνει ή το ρίχνει στη δουλειά ή καίγεται στα πάρτι, αυτή μοιραία λόγω έλλειψης δουλειών στο παλάτι έκανε τη λογική επιλογή. Μια ζωή ένα ατέλειωτο πάρτι λοιπόν. Κατασπατάληση της περιουσίας, απίθανες αγορές, ποτά, ξεγνοιασιά και φλερτ γιατί ο Λουδοβίκος δεν αγγίζει. Καθόλου παράλογο για κάποιον που μεγαλώνει έτσι.
Αυτός ο χαρακτήρας λοιπόν, που έχει μάθει να βλέπει τη ζωή ως παιχνίδι είναι στη κορυφή της ιεραρχίας στη χώρα της. Έχει πλάκα μάλιστα που η Coppola παρουσιάζει τον Λουδοβίκο, μέσω του καταπληκτικού Jason Schwartzman, ακόμη πιο παιδικό και αναξιόπιστο χαρακτήρα, καθώς ουσιαστικά αυτός παίρνει τις διοικητικές αποφάσεις. Η βασιλεία λοιπόν δίνονταν σε τυχάρπαστους που είχαν τη τύχη να γεννηθούν βασιλείς. Ο μύθος με το παντεσπάνι, αν και μέσα στη ταινία δίνεται όντως ως μύθος, μοιάζει να είναι πραγματικότητα. Ένα τέτοιο άτομο, παρά τις ευαισθησίες που είχε – το χειροκρότημα στο θέατρο για παράδειγμα – θα μπορούσε όντως να το είχε πει γιατί δεν έχει ιδέα τι συμβαίνει έξω από τις Βερσαλλίες. Και αν οι πρόγονοι της γλίτωσαν αυτή είχε την ατυχία να πέσει στην επανάσταση, καθώς όταν ξεκινά η αντίστροφη μέτρηση για την αποκαθήλωση ο λαός βάλλει κατά του πολιτεύματος και όχι των συγκεκριμένων ονομάτων. Προφανώς ούτε η Αντουανέτα ούτε ο Λουδοβίκος ήταν χειρότεροι από τους προκατόχους τους, απλά υπήρξαν στην εποχή που το ποτήρι κατά της βασιλείας είχε ξεχειλίσει. Ο διωγμός της ηρωίδας από το παλάτι αποτελεί και το πλέον διεκπεραιωτικό κομμάτι της ταινίας, καθώς η Coppola έχοντας ολοκληρώσει ό,τι είχε να πει κάνει μάλλον αγγαρεία. Θα μπορούσε να μη το βάλει και καθόλου μια που τόσο άνετα τα προηγούμενα 100 λεπτά αγνοούσε την ιστορία.
Η προσέγγιση αυτή στην Αντουανέτα επιβραβεύτηκε με μια μεγαλοπρεπέστατη γιούχα στις Κάννες. Στη χώρα μας επιβραβεύτηκε με “πόρτα” από τις αίθουσες και έτσι το είδαμε απευθείας σε DVD. Προσωπικά η θυγατέρα Coppola, αν και ένα μικρό πρόβλημα έκφρασης το έχει - γυναίκα σκηνοθέτης βλέπετε, να πω και τη κακία της ημέρας - μου άφησε για άλλη μια φορά θετικές εντυπώσεις τουλάχιστον πάνω στις ιδέες που είχε γύρω από το κεντρικό χαρακτήρα. Πιθανά και η ίδια να βαριόταν μικρή όταν ο πατέρας της έβγαζε εκατομμύρια και αυτά τα συναισθήματα που είχε τα μεταβιβάζει σήμερα στους ήρωες της. Και συνήθως τα καταφέρνει με αποτέλεσμα μόνο βαρετή να μη θεωρείται σήμερα ως σκηνοθέτης.