Πέμπτη 27 Δεκεμβρίου 2007

Επιστροφή




Merry Christmas

Τρίτη 13 Νοεμβρίου 2007

Ε-Ε-Έρχεται


Ένας από τους βασικότερους λόγους για τους οποίους αγαπάμε τη πόλη. Festivalism από τη Παρασκευή...

Δευτέρα 5 Νοεμβρίου 2007

Classic moments



Notorious (1946, Alfred Hitchcock)

Στο σημερινό μάθημα "πως να κοροϊδέψετε μίζερες επιτροπές λογοκρισίας" ο μάστορας Alfred θριαμβεύει απόλυτα. Το 1946 λοιπόν απαγορεύται στις αμερικανικές ταινίες η διάρκεια του φιλιού να ξεπερνά τα 3-4 δευτερόλεπτα, γιατί θα το δουν οι νέοι και θα θέλουν να κάνουν το ίδιο (τέτοια ηθική σήψη δηλαδή). Εδώ λοιπόν πρέπει οπωσδήποτε να υπάρχει φιλί μακράς διαρκείας για να φανεί το πάθος μεταξύ των 2 πρωταγωνιστών. Εκεί λοιπόν που άλλοι θα σήκωναν τα χέρια ψηλά , ο Μέγας τους βάζει να διακόπτουν κάθε 3 δευτερόλεπτα το φιλί, ανταλάσσοντας λέξεις και βλέμματα όλο λαγνεία, δημιουργώντας έτσι μια από τις πιο ερωτικές σκηνές που έγιναν ποτέ, όντας μάλιστα 100% νόμιμος. Υποκλιθείτε...

Τρίτη 30 Οκτωβρίου 2007

The Third Man - Sir Carol Reed (1949)


Οι καταραμένες σφαίρες επιρροής μετά τον δεύτερο παγκόσμιο πόλεμο δημιούργησαν μικρές επίγειες κολάσεις. Στη Βιέννη, όπου διαδραματίζεται το φιλμ, υπάρχουν τέσσερις, με αποτέλεσμα σε μια πόλη να υπάρχουν 4 διαφορετικές γλώσσες, 4 συντάγματα, 4 πολιτισμοί. Σαν τη Βαβέλ κάπως, αυτή η κοινωνία, που συν τοις άλλοις έχει να αντιμετωπίσει και τη φτώχεια, δημιουργεί μικρούς και μεγάλους κακοποιούς, “ερασιτέχνες” και “επαγγελματίες”. Προφανώς αυτοί που στο τέλος επιβιώνουν είναι οι δεύτεροι.
Είναι εξόχως κωμικό πως σ’ αυτή τη πόλη καταφθάνει ένας άγιος (Holly Martins, holly=άγιος). Ένας πραγματικός άγιος, που γράφει μυθιστορήματα για ήρωες που τα βάζουν με το έγκλημα, και νομίζει, μέσα στην αφέλεια του, πως έχει έρθει στον παράδεισο (δεν είναι καθόλου τυχαίο πως μόλις μαθαίνει το θάνατο του Harry από τον θυρωρό, αυτός του λέει “he is in hell now” και δείχνει το δάχτυλό του προς τα πάνω, “or in heaven” δείχνοντας προς τα κάτω). Συνένοχοι και κυνηγοί του εγκλήματος θέλουν να απαλλαγούν απ’ αυτό το αφελές τσιμπούρι που δυσκολεύει το έργο όλων, μόνο και μόνο για τον ιερό σκοπό του “καθαρού” μετά θάνατον ονόματος του Harry Lime. Του καλύτερου φίλου του, σύμφωνα μ’ αυτόν. Και είναι ακόμη πιο κωμικό πως μέσα από αυτή την ανόητη μάλλον διαδικασία, μαθαίνει πράγματα που ούτε θα μπορούσε να φανταστεί. Βλέπετε όταν συνεργάζονται Άγγλοι (Greene, Korda, Reed), τότε και μόνο τότε το χιούμορ παύει να έχει τη γνωστή φασαριόζικη εικόνα, αλλά εισέρχεται ύπουλα μέσα στη πλοκή.
Η κινηματογράφηση αυτού του αλαλούμ διαφορετικών κουλτουρών, ανθρωποκυνηγητών , συνομωσιών και διαφθοράς αποτελεί και τον λόγο για τον οποίο είναι τόσο δημοφιλές και το φιλμ. Τίποτα δε σε προϊδεάζει γι ‘αυτό που θα δεις στη συνέχεια, ούτε η μάλλον τυπική πλοκή, ούτε η παιχνιδιάρικη μουσική του. Ο Reed ακολουθεί την πορεία του Holly βήμα-βήμα και ανακαλύπτει μαζί του τον σκοτεινό κόσμο. Όσο περνάει η ώρα τα πλάνα παύουν να έχουν ισορροπία – σαν ένα κόσμο που καταρρέει - , φωτίζονται κάποιες σκιές (καταλάβατε για ποια μιλάω) και η δράση μεταφέρεται στο υπόγειο. Κάτω, όλο και πιο κοντά στη κόλαση στην οποία θα επιστρέψουν τελικά όσοι, με τις πράξεις τους στη γη, έπρεπε να πάνε. Για τους υπόλοιπους μένει η ελπίδα για ένα καλύτερο μέλλον που ξεπροβάλλει από τον ατέλειωτο διάδρομο της κλασικής πλέον τελευταίας σκηνής.
Μέσα από τις ιστορικές πλέον σκηνές η ιστορία, που θα μπορούσε να είναι υλικό για να φθηνά μυθιστορήματα του Holly Martins, γίνεται κομψοτέχνημα. Ο Reed βρήκε τον κατάλληλο ρυθμό, o Greene τις κατάλληλες ατάκες και με Cotten και Welles να κεντάνε, δημιουργήθηκε ένα από τα πιο ισχυρά classics στην ιστορία του σινεμά. Και σαν τον ήρωα του και αυτό ανασταίνεται με τις πολλαπλές θεάσεις – τέταρτη νομίζω δική μου και σίγουρα θα ακολουθήσουν και άλλες στο μέλλον.

10 Αξέχαστα Ματς - Νο1 (άντε να τελειώνουμε..)



Βραζιλία - Ολλανδία 1-1 (1998, Ημιτελικός Mundial)


Όσοι με ξέρουν, γνωρίζουν την αγάπη μου για την Ολλανδία και την αθεράπευτη απέχθεια μου για τους Βραζιλιάνους στο ποδόσφαιρο. Με δεδομένο πως και οι 2 χώρες παρουσίασαν τις καλύτερες τους ομάδες της προηγούμενης δεκαετίας - μη πω και της τωρινής - το συγκεκριμένο ματς αυτομάτως φάνταζε ως το απόλυτο ντέρμπι. Σε ιδανικές συνθήκες για μένα, δηλαδή σε "ποδοσφαιρικό" λόγω μουντιάλ καλοκαιρινό καφε με 50 τουλάχιστον άτομα χωρισμένα σε 2 στρατόπεδα - εντάξει ήταν λίγοι παραπάνω οι βραζιλιάνοι - χωρίς καυγάδες πάντως, ακολούθησε το πιο χορταστικό ποδοσφαιρικό 2,5ωρο που θυμάμαι ποτέ. Ειδικά στο γκολ του Kluivert χάθηκε το σύμπαν. Για την ιστορία οι αντιπαθητικοί κέρδισαν άλλη μια φορά - στα πέναλτυ, εκεί που πάντα δηλαδή κερδίζουν αντιπαθητικές ομάδες - και έχασαν στο τελικό από τους Γάλλους, ομάδα σαφώς χειρότερη και από τους 2.

Σάββατο 27 Οκτωβρίου 2007

10 Αξέχαστα Ματς - Νο2




Γιουγκοσλαβία - Λιθουανία 96-90 (1995, Τελικός Eurobasket)


Είναι δεδομένο πως μπορείς να προσάψεις πολλά αρνητικά στο ελληνικό αθλητικό κοινό. Εκεί που του βγάζεις πάντως το καπέλο είναι πως όταν βλέπει ματς από αντικειμενική σκοπιά, δηλαδή δεν παίζει η ομάδα που υποστηρίζει ούτε έχει κάποιο όφελος από το αποτέλεσμα, δεν ανέχεται να βλέπει αδικίες - πραγματικές και όχι οπαδικές - και κάνει το ό,τι μπορεί να για να επαναφέρει την ισορροπία. Στον αξέχαστο τελικό της Αθήνας μόνο το ουδέτερο ελληνικό κοινό θα μπορούσε να φωνάζει εν χορώ το ανεπανάληπτο "Fiba, fuck off " για τη κωμωδία που του προσέφεραν τα αφεντικά του μπάσκετ, στερώντας τη μοναδική ευκαιρία να απολαύσει για μια από τις λίγες φορές στην ιστορία τόσο πολλά μεγάλα ονόματα μέσα στο παρκέ.

Στον καθαρά αγωνιστικό τομέα από τη μία οι Djordjevic,Danilovic,Divac, Savic, Bodiroga και από την άλλη Sabonis, Marciulionis,Karnisovas,Chomicius,Kurtinaitis προσέφεραν ένα σπάνιας ομορφίας θέαμα - θυμηθείτε άλλωστε το σκορ έληξε 96-90 στην εποχή που κυριαρχούσε το μπάσκετ της Λιμόζ και σπάνια σε ντέρμπι μια ομάδα σκόραρε πάνω από 70 πόντους. Προσωπικό show από Djordjevic και Marciulionis με 41 και 32 πόντους αντίστοιχα ήταν αυτοί που σήκωσαν στις πλάτες τους τις 2 ομάδες. Τα σκανδαλώδη πάντως σφυρίγματα υπέρ των Σέρβων ξεσήκωσαν Λιθουανούς και κοινό με αποτέλεσμα στο γήπεδο να ακούγεται κυρίως το "Lietuva, Lietuva" και να ξεσπάσουν έντονες αποδοκιμασίες μετά τη λήξη του αγώνα. Στην απονομή οι Λιθουανοί αποθεώθηκαν ενώ οι τρίτοι Κροάτες με το που ανέβηκαν οι Σέρβοι αποχώρησαν. Ανεβάινοντας οι Σέρβοι δέχτηκαν ατελείωτη γιούχα - κάτι που σίγουρα ως παίκτες δε το άξιζαν - από το κοινό και τελικά μέσα σ'αυτό το κλίμα αμηχανίας και παρά το λαϊκό σουξέ της εποχής "δε θα πάρεις κύπελλο ποτέεε..." ο Ζάρκο Πάσπαλι το σήκωσε τελειώνοντας έτσι ένα από τα πιο "πολιτικά" ματς που έγιναν ποτέ

Πέμπτη 25 Οκτωβρίου 2007

10 Αξέχαστα Ματς - Νο3




Ελλάδα - Τσεχία 1-0 (Euro 2004, Ημιτελικός)


Μπροστά ο Δέλλας, μπροστά ο Στέλιος ο Γιαννακόπουλος ( κατά το "ο Τάκης ο Φύσσας") κτλ κτλ. Αφού δε φάγαμε 5 ως εκείνη την ώρα χαλάλι μας. Ωραίο ήταν...

Δευτέρα 22 Οκτωβρίου 2007

10 Αξέχαστα Ματς - Νο4




Άρης - Εφές Πίλσεν 50-48 (1993, Κύπελλο Κυπελλούχων)

Το χειρότερο μπάσκετ, ο χειρότερος αγώνας, η κακοποίηση του αθλήματος. Έχουν καμιά σημασία μπροστά στη θέα της πρώτης ευρωπαϊκής κούπας ; Στο Τορίνο λοιπόν και με σκορ που πριν από μερικά χρόνια ήταν α' ημιχρόνου, ο Άρης πρώτη σαιζόν χωρίς τον Γκάλη - τι αδικία - κατάφερε εν μέρει αυτό που πάλευε από το 1987 και έπειτα. Τώρα πλέον τους πόντους έβαζε ο Τάρπλεϊ, τη θέση του Ιωαννίδη είχε ο Σερφ με την οδοντογλυφίδα του και ο Γιαννάκης σήκωνε ως αρχηγός πια το κύπελλο - μόνο ο Βουρτζούμης έμεινε κλασική αξία κόβοντας και πάλι το δυχτάκι. Το τελευταίο πεντάλεπτο, που διδάσκεται πλέον στο μάθημα πως να ΜΗ παίζετε μπάσκετ, ο Άρης προηγήθηκε 50-45 και δε κατάφερε να ξανασκοράρει έκτοτε, δεχόμενος όμως μόλις ένα τρίποντο βγήκε στο τέλος νικητής. Στα αξιοσημείωτα, το γνήσιο παραδοσιακό σουρεαλιστικό ξύλο - ξέρετε, αυτό που παίρνεις μια καρέκλα για πολεμοφόδιο και ορμάς στα τυφλα αδιαφορώντας αν πετύχεις φίλο ή εχθρό - που έπεσε μέσα στο γήπεδο μετά τη λήξη του αγώνα

Τρίτη 16 Οκτωβρίου 2007

Shadow of a doubt - Sir Alfred Hitchcock (1942)


Η ιστορία με τα McGuffin στη φιλμογραφία του Hitchcock είναι λίγο πολύ γνωστή και το βρίσκω περιττό να προσθέσω κάτι καινούριο. Η ανάμιξη του με τον αμερικάνικο κινηματογράφο που ως γνωστό απαιτεί και κάποια κέρδη παραπάνω του έδωσε την ευκαιρία – πράγμα σπάνιο για καλλιτέχνη – να εκφραστεί όπως ακριβώς ήθελε πάνω στις θεματικές που τον απασχολούσαν αλλά και ταυτόχρονα να κρατά σχεδόν πάντα ευχαριστημένους κοινό και παραγωγούς. Στο Hollywood βρήκε τις καλύτερες αφορμές -τα McGuffin δηλαδή – για ιστορίες με σασπένς που θα μπορούσε να βρει, και πίσω απ’ αυτές δεν έχανε ποτέ ευκαιρία να μιλάει ο ίδιος μέσω των ηρώων του για τα προβλήματα που τον απασχολούσαν.

Το Shadow of a doubt έχει τη φήμη της αγαπημένης ταινίας του σκηνοθέτη της. Ξαναβλέποντας το οδηγούμαι στο συμπέρασμα ότι για πρώτη φορά ο Hitchcock σπάει τόσο έντονα στα 2 γνωστά στη συνέχεια της πορείας του κομμάτια. Στον Hitchcock του κοινού – αυτό που του έδωσε τον υποτιμητικό τίτλο “Master of suspense” – και στον υπέροχο σκοτεινό Hitchcock αυτών που λατρεύουν τη σκοτεινή αίθουσα, ανθρώπων όπως ο Truffaut. Είναι η στιγμή που και ο ίδιος καταλαβαίνει πως ο διαχωρισμός είναι απαραίτητος γι’ αυτόν, σε αντίθετη περίπτωση θα κατέληγε να ή σκηνοθετεί σενάρια της σειράς ή να ψάχνει χρήματα για μεγαλόπνοες ιδέες σαν τον Orson Welles. Η συγκεκριμένη ταινία λοιπόν ουσιαστικά αποκαλύπτει σε εμάς τον Hitchcock των επόμενων ετών γι’ αυτό και έχουμε κάθε λόγο να την αγαπάμε και εμείς το ίδιο.

Πίσω λοιπόν από την ιστορία ενός φονιά που κρύβεται παρακολουθούμε μια ακτινογραφία της μέσης αμερικάνικης οικογένειας. Τον τίτλο δε τον προσάπτω εγώ αλλά τον δίνει η ίδια η ταινία όταν οι αστυνομικοί βρίσκοντας δικαιολογία να εισχωρήσουν στο σπίτι που φιλοξενεί τον φονιά παριστάνουν δημοσιογράφους που έρχονται να φωτογραφίσουν την πρότυπη μέση οικογένεια. Νομίζετε λοιπόν πως η είσοδος σ’ αυτήν ενός ξένου είναι πρόβλημα ; Έχει τέτοια χάλια η “μέση οικογένεια” που ο ξένος έρχεται ως λυτρωτής. Να τα πάρουμε με τη σειρά. Ο πατέρας , τραπεζικός υπάλληλος, θα ήθελε πολύ να εξιχνιάζει εγκλήματα. Η μητέρα, ξεχασμένη ανάμεσα στο νοικοκυριό και τα 3 παιδιά της. Τα 2 μικρά παιδιά, μάλλον ενοχλητικά σπασικλάκια μας τυραννούν με τις εξυπνάδες τους. Η μόνη παραφωνία η μεγάλη κόρη, Charlie που ασφυκτιά σ’ αυτό το κλίμα και θεωρεί την άφιξη του συνονόματου θείου Charlie ως μήνυμα ελπίδας που θα φέρει καλύτερες μέρες για την οικογένεια της. Και αφού τελικά ο μεσσίας αποδεικνύεται πως έχει μεγάλα μυστικά, η σωτηρία - με την έννοια της επιβίωσης αυτή τη φορά - θα έρθει από τη νεαρή Charlie.

Αν και κατ' εξοχήν οπτικός ο Hitchcock δε θα μπορούσε ποτέ να εκφραστεί όπως ήθελε στο βωβό. Εκδηλώνεται μεν με οπτικά ευρήματα αλλά φανερώνεται πλήρως μέσα από τα λόγια των ηθοποιών. Ο κυνικός θείος Charlie - σπουδαίος Joseph Cotten για άλλη μια φορά - εκφράζει την αηδία του για την εικόνα της κοινωνίας , εξέχον μέλος της οποίας είναι και η οικογένεια που τον φιλοξενεί. Μιλάει για τις "χυδαίες" χήρες, που κατασπαταλούν τις περιουσίες που τους άφησαν οι μακαρίτες, για την άσκοπη ζωή που κάνουν – σε εκπληκτική σκηνή όπου γυρνάει προς τη κάμερα ρωτώντας το κοινό πλέον αν αξίζουν να ζουν. Οι απάνθρωπες λοιπόν απόψεις του έρχονται σε αντιδιαστολή με την φιλόξενη και ήσυχη οικογένεια της αδερφής του. Έρχεται στην επιφάνεια το αρρωστημένο χιούμορ του σκηνοθέτη βάζοντας 2 δυνάμεις, την οικογένεια και τον επισκέπτη, στον ίδιο χώρο που ενώ είναι εκ διαμέτρου αντίθετες, βλέπουν αυτή τη συγκατοίκηση ως σωτηρία. Αυτή τελικά υπάρχει μόνο για τους μεν και διόλου τυχαίο δεν είναι που έρχεται από το λιγότερο “κοιμισμένο” άτομο, τη Charlie, τη μοναδική που σκεφτόταν να περάσει στην αντίθετη πλευρά.

Για να ξυπνήσει λοιπόν η υπνωτισμένη μέση οικογένεια, χρειάζεται την αμφισβήτηση μέσα από τα μέλη της. Μόνο οι αμφισβητίες μπορούν να ανακαλύψουν τις απειλές, μια που τέτοια τελικά είναι ο Cotten, και να τις αντιμετωπίσουν. Το τελικό αυτό συμπέρασμα φυσικά εξακολουθεί να υφίσταται και σήμερα κάνοντας τη ταινία από τις απόλυτα διαχρονικές του δημιουργού της και ξεκινώντας μια ατέλειωτη σειρά ταινιών που υποβόσκει μια δεύτερη υπόθεση πίσω από τη πρώτη. Ανακαλύψτε την και αφήστε τους υπόλοιπους να ψάχνουν το σασπένς

Δευτέρα 15 Οκτωβρίου 2007

10 Αξέχαστα Ματς - Νο5 (εεε το είχα ξεχάσει λίγο...)



Barcelona - PAO 3-1 (2002, Champions league)

Το ρέκβιεμ της πιο αγαπημένης (υποκειμενικά) και επιτυχημένης (αντικειμενικά) ελληνικής ομάδας με βάση μόνο την ευρωπαϊκή της πορεία.Μια διετία γεμάτη διπλά στο εξωτερικό , όχι και τόσο καλής μπάλας είναι η αλήθεια (το λεγόμενο σύστημα τσουκου-τσουκου ball που μιμήθηκε κάπως και ο Ρεχάγκελ 2 χρόνια αργότερα) αλλά πολλών σπουδαίων ποδοσφαιρικών βραδιών. Είχαμε ταυτίσει όλοι σχεδόν το Ch. L. με τον Καραγκούνη και τους Γκουμομπασινάδες.

Στο συγκεκριμένο ματς είναι αδύνατο να θυμηθώ τον αριθμό των βρισιών και των ιπτάμενων αντικειμένων που εκτοξεύθηκαν προς τη δύσμοιρη TV το τελευταίο τέταρτο. Τότε που είχε διαμορφωθεί πλέον το 3-1 και ο ΠΑΟ επιζητούσε το γκολ που θα έστελνε αυτόν στα ημιτέλικα.Τι κόντρες, τι πέναλτυ που δε δόθηκαν, τι σουτ του άχρηστου Vlaovic που δε μπήκαν ποτέ, τα πάντα είχε. Τελικά το γκολ δεν ήρθε παρά τα 10 περίπου λεπτά καθυστερήσεων λόγω τραυματισμών και βάζελοι και μη μείναμε με τη πίκρα... Κρίμα

Σάββατο 13 Οκτωβρίου 2007

Classic moments




Touch of evil (1958, Orson Welles)

50 χρόνια σχεδόν μετά τη πρώτη προβολή, η εκπληκτική εναρκτήρια σκηνή της ταινίας. Άλλη μια μεγαλειώδης προσφορά στο πολιτισμό του "πολύ" Welles

Κυριακή 30 Σεπτεμβρίου 2007

Blogάκι μου δε σε ξεχνώ

Ο γράφων σιγά σιγά αρχίζει να φοράει όλο και πιο σπάνια τα χακί και σχεδιάζει ήδη τη νέα του ζωή. Στο μεσοδιάστημα παλεύει να δει αυτά που έχασε φέτος στις αίθουσες ( και εκπλήσσεται ευχάριστα από τον νέο Bond), ξαναβλέπει παλιά και αγαπημένα (τελικά το Shadow of the doubt τη τρίτη φορά είναι καλύτερο),χαιρετίζει νέους bloggers, ψάχνει όμορφα και φθηνά έπιπλα, διαλέγει καινούριο pc για να μεγαλουργήσει μαζί του τα επόμενα χρόνια,ξαναβρίσκει φίλους. Πότε λοιπόν να γράψει ο δύσμοιρος ; Ανανέωση στη ζωή, ανανέωση και στο blog. Σύντομα ελπίζω

Πέμπτη 13 Σεπτεμβρίου 2007

Χωρίς πολλά λόγια


Είσαι Θεός, είσαι Θεός, είσαι Θεός μοναδικός...

Παρασκευή 7 Σεπτεμβρίου 2007

Stranger than fiction - Marc Forster (2006)


Σύμφωνα με το σενάριο της ταινίας, ένας απλός, καθημερινός αστός ανακαλύπτει έντρομος πως είναι ο ήρωας του επόμενου βιβλίου μιας γνωστής συγγραφέως, που πάσχει εδώ και καιρό από writer's block - αδυναμία έμπνευσης κατά κάποιο τρόπο. Το υποψιάζεται όταν σε μία από τις καθημερινές του συνήθειες ακούει ξαφνικά τη φωνή της από το πουθενά να αφηγείται οτιδήποτε κάνει και το συνειδητοποιεί αργότερα με τη βοήθεια ενός καθηγητή λογοτεχνίας.
Η πιο μεγάλη επιτυχία του Forster είναι πως κατορθώνει ένα τέτοιο απίθανο σενάριο, που στα χέρια κάποιου ανίδεου πολύ εύκολα γινόταν ανόητη φάρσα, να το μετατρέψει σε ένα εύστοχο σχόλιο για τη καθημερινότητα στη μεγαλούπολη.Να τα πάρουμε με τη σειρά ; Ο Will Ferrell ( η πιο συμπαθής αρκουδόφατσα του Hollywood) κάνει τα πάντα σύμφωνα με το ρολόι - ατζέντα του. Από τη στιγμή που ξυπνά, με συγκεκριμένες κινήσεις προϊόντα μελέτης για εξοικονόμηση χρόνου, μέχρι το βράδυ που θα κοιμηθεί έχει προγραμματίσει τα πάντα. Η ζωή του είναι βαρετή, η δουλειά του το ίδιο, παρ' όλα αυτά δε δείχνει να ανησυχεί. Και μας φαίνεται περίεργο που ένας τέτοιος τύπος είναι ήρωας βιβλίου που ετοιμάζει μια συγγραφέας με πρόβλημα έμπνευσης ; Μα, τί πιο εύκολο γι'αυτήν. Για να περιγράψει έναν μήνα από τη ζωή του, γράφει απλά τις λεπτομέρειες μιας μέρας και το αποτέλεσμα το πολλαπλασιάζει επί 30. Δεν έχει να διηγηθεί απρόοπτα, επεισόδια που σπάζουν τη μονοτονία της ζωής του ήρωα. Τι κερδίζει με κάτι τέτοιο θα μου πείτε. Γίνεται αιχμηρή, δίνει στο κοινό της ένα είδος ανθρώπων που δυστυχώς πολλαπλασιάζονται. Τους βλέπουμε στο Λονδίνο,το Τόκιο,τη Νέα Υόρκη και αλλού και συνειδητοποιούμε πως ζουν απλά περιμένοντας το θάνατό τους. Είναι μάλιστα πιθανό να μην ενδιαφερθεί και κανείς όταν έρθει το μοιραίο.
Η αλλαγή στη ζωή του Ferrel θα έρθει όταν αυτός παρεκκλίνει από το Πρόγραμμα - Ευαγγέλιο που τηρεί με ευλάβεια. Όταν το απρόοπτο λοιπόν αντικαθιστά τη ρουτίνα όλο και κάτι μπορεί να φτιάξει τη μέρα του. Σίγουρα δε μπορεί να τη κάνει χειρότερη πάντως. Κάπως έτσι από το κερασμένο μπισκότο της Maggie Gyllenhaal (Maggie ohh Maggie, πόσο την αγαπώ αυτή τη κοπέλα...) έρχεται η πρώτη παρεξήγηση, η έκρηξη συναισθημάτων. Κάπως έτσι σβήνει η μονοτονία, από μια φαινομενικά ακίνδυνη ατασθαλία. Είναι τόσο εύστοχα όλα αυτά που συγχωρούνται και τα - αναμενόμενα -κλισέ από ένα σημείο και μετά. Όσο για το φινάλε, θυμηθείτε τις ατάκες του Hoffman : It's not bad, it's ok. Αυτοσαρκαστικό πάνω απ'όλα και καυστικό ίσως καθώς με τα συμβατικά τελειώματα που βομβαρδιζόμαστε τελευταία σκεφτείτε πόσες φορές έχετε πει και εσείς αυτές τις ατάκες.
Ο Forster λοιπόν μάλλον έκανε περήφανο τον Kafka. Ο εγκλωβισμένος στον ίδιο του το κόσμο, χωρίς να το έχει καταλάβει ονειρεύεται τρόπους να αποδράσει. Έστω και με σύμμαχο αλλόκοτα ή φανταστικά περιστατικά κάποια στιγμή κάνει την επανάστασή του, εκτός πια αν είναι τόσο γοητευτικοί οι αριθμοί - και σε μένα αρέσουν δε λέω - ώστε να τους αποστηθίζει για μια ζωή μέχρι κάποια μέρα ένα λεωφορείο να πέσει κατά λάθος πάνω του. Η αναλογία αυτών που θα πούν "κρίμα τον άνθρωπο" προς αυτών που θα κλάψουν για τον ίδιο τον Harold - το όνομα του ήρωα - θα είναι δυστυχώς ανατριχιαστικά μεγάλη.

Τετάρτη 29 Αυγούστου 2007

Superman Returns - Brian Singer (2006)


Είναι το λιγότερο ελπιδοφόρο ένας Superman του 2006 να ξεκινάει με τον προβληματισμό αν ο κόσμος χρειάζεται ή όχι τον Superman. Σου δίνει κάτι σαν υπόσχεση ότι τουλάχιστον δε θα χάσεις το δίωρο σου. Κάπου ανάμεσα στις φαντεζί διασώσεις και τις αστείες περούκες του Lex Luthor βρίσκεις την ουσία, γύρω από το θέμα του αν η κοινωνία μας στην οποία πλέον κυριαρχεί το μέσο, το μέτριο και αδιάφορο χρειάζεται υπερ-ήρωες.
Αν δεχτούμε λοιπόν ότι χρειάζεται, καλό θα είναι να ανακαλύψουμε και το προφίλ τους ώστε να ταιριάζουν με αυτήν. Είναι λογικό καθώς αλλάζει η κοινωνία να αλλάζει και ο εκάστοτε ήρωας της. Στη χώρα μας για παράδειγμα ήρωας της δεκαετίας ήταν ο Ζαγοράκης – δε ξέρω αν είναι ανησυχητικό αυτό. Στη ταινία ο εξ’ ορισμού φλώρος Superman μοιάζει πιο φλώρος από ποτέ. Έχει περισσότερες αδυναμίες και είναι πιο κοντά στον –μέτριο – άνθρωπο του σήμερα. Σώζει κόσμο σε κεντρικά σημεία της πόλης ώστε ο κάθε μπόμπιρας που σέβεται τον εαυτό του να μπορεί να καταγράφει το γεγονός στο κινητό του τηλέφωνο. Ως άνθρωπος – Clark – είναι ένα τίποτα για τη Lois και ως υπεράνθρωπος σώζεται απ’ αυτήν. Ίσως λοιπόν ένας τέτοιος Superman να μη μας χρειάζεται πλέον ή ίσως η ο κόσμος μας να έχει γίνει τόσο μέτριος ώστε να του αναλογεί ένας μέτριος ήρωας.
Σκεπτόμενος όλα αυτά μέσα από τη θέαση της ταινίας λες ένα μεγαλοπρεπέστατο “εύγε” στον Singer – έναν σκηνοθέτη με αρκετό ταλέντο που δυστυχώς εδώ και χρόνια το σπαταλά σε projects που δε τον αφήνουν να εκφραστεί όπως θέλει - για τα ερωτήματα που θέτει. Το κακό δυστυχώς είναι πως πλέον στον Superman και σε κάθε αντίστοιχο του, εκεί που νοιώθεις ικανοποίηση πάντα θα υπάρχει ένα παιδάκι που ξαφνικά σπρώχνει ένα πιάνο για να σκοτώσει τον κακό ώστε να σου χαλάσει τη διάθεση. Πάντα εμφανίζονται υπερβολές από το πουθενά αλλά και δυσάρεστες εκπλήξεις – στη προκειμένη ο αγαπημένος μου Spacey που κάποτε κέρδιζε για πλάκα τις εντυπώσεις σε δεύτερους ρόλους χωρίς να κοπιάσει, ενώ τώρα ιδρώνει και είναι εμφανές. Να ασχοληθείς λοιπόν σοβαρά ή να προσπεράσεις αδιάφορα ; Να κρατήσεις ίσως τα όποια καλά μπορείς να εκμαιεύσεις από τη ταινία και απλά να αδιαφορήσεις για τα υπόλοιπα μια που δεν είναι ούτε η πρώτη ούτε η τελευταία φορά που τα βλέπεις.
Σαν τελικό συμπέρασμα λοιπόν έχουμε το ότι μάλλον ο κινηματογραφικός κόσμος δε χρειάζεται τον Superman. Άλλωστε ένα χρόνο περίπου μετά τη κυκλοφορία του ήδη ψιλοξεχάστηκε. Όλα αυτά στη ταινία περί πιο ανθρώπινου και λιγότερο super ήρωα θα είχαν πχ βάση με ένα φινάλε τέτοιο που θα υπονοούσε και το κλείσιμο του κεφαλαίου Superman. Μαθαίνοντας λοιπόν ότι γυρίζεται νέος, και πιθανότατα και νέοι στο μέλλον οδηγούμαστε στη θλιβερή διαπίστωση ότι οι μόνοι που τον χρειάζονται είναι τα μεγάλα κινηματογραφικά studio

Παρασκευή 10 Αυγούστου 2007

Home sweet home


Επειδή ο καιρός ευτυχώς περνάει και σε 2 μήνες το πολύ θα βρίσκομαι και πάλι στην αγαπημένη Θεσσαλονίκη ψάχνοντας το νέο μου φτωχικό, πολλές είναι οι εικόνες σπιτιών που μου έρχονται στο μυαλό τελευταία. Για να σας δω λοιπόν μικροί blogοφίλοι, τόσες ταινίες έχετε δει πείτε μου τα καλύτερα σπίτια που είδατε ποτέ στο σινεμά - με έμφαση στον εσωτερικό χώρο - , αυτά για τα οποία ζηλεύατε τους πρωταγωνιστές, αυτά που βάζετε υποθετικά τον εαυτό σας μέσα. Και αν είναι και προσιτα προς όλους ακόμη καλύτερα - μη μου πει κανείς το Xanandu δηλαδή

Κυριακή 5 Αυγούστου 2007

Ξεφυλλίζοντας...

... διάφορα βιβλία έπεσε το μάτι μου σ'ενα κείμενο του Βασίλη Ραφαηλίδη για τον Αντονιόνι με αφορμή το Πέρα από τα Σύννεφα. Από τη συλλογή κειμένων Πέρα από τον Κινηματογράφο

" (...)Όλα είναι τόσο ασταθή και αβέβαια στον κόσμο του Αντονιόνι, που είναι ο κόσμος μας, που στο έργο του το φυσικό παίρνει τις διαστάσεις του μεταφυσικού. Αυτό ακριβώς είναι το μεγάλο κατόρθωμα του Αντονιόνι: έδωσε στο απολύτως καθορισμένο και συγκεκριμένο φυσικό τις διαστάσεις του ακαθόριστου ή δυσκαθόριστου μεταφυσικού. Θα μπορούσαμε να πούμε πως στον Αντονιόνι η εκκοσμικευμένη μεταφυσική ορίζεται σαν αλλοτρίωση: αποξένωση απ'τον ίδιο τον εαυτό μας, απομάκρυνση απ'την ίδια μας την ανθρώπινη φύση,αυτοαποϋπαρξιοποίηση, ας το πούμε έτσι αδόκιμα, της ίδιας μας της ύπαρξης. Ο Αντονιόνι είναι ο προφήτης του κόσμου που έρχεται. Τον 21ο αιώνα δε θα υπάρχουν ούτε θεοί ούτε δαίμονες που να εγγυώνται την ηθικότητα οι μεν, την ανηθικότητα οι δε. Δε θα υπάρχουν ούτε καλοί ούτε κακοί. Θα υπάρχουν μόνο χλιαροί και ανούσιοι, μόνιμα φοβισμένοι από τον ίδιο τους τον εαυτό, που θα τρέχουν να καλύψουν το υπαρξιακό τους κενό με "επιτυχίες" πλήρεις οικονομικού και κενές ουσιαστικού νοήματος, γιάπις. Την έλευση των οποίων προείπε ο Αντονιόνι μ'έναν συναρπαστικό τρόπο στην Εκλειψη(1962). Αλήθεια γιατί δεν πήγαν στο ραντεβού τους ο Πιέρο και η Βιτόρια, οι ήρωες της ταινίας; Γιατί "εξέλιπαν" αυτόματα και αυθόρμητα και οι 2, χωρίς να υπάρχει συγκεκριμένος λόγος ; Μα, διότι δεν τους ενδιαφέρει κανενός είδους προσέγγιση(...)"

Λυπάμαι που το βράδυ της Παρασκευής ήμουν 504 χλμ πιο βόρεια απ'ότι έπρεπε.Ευελπιστώ να δώσω το παρόν σε κάτι παρόμοιο στο μέλλον

Σάββατο 4 Αυγούστου 2007

The Fountain - Darren Aronofsky (2006)

Ο Θεός δημιουργώντας τον κόσμο έφτιαξε 2 δέντρα. Το δέντρο της Γνώσης και το δέντρο της Ζωής. Όταν ο Αδάμ και η Εύα γεύτηκαν τον απαγορευμένο καρπό από το δέντρο της Γνώσης, έχασαν την ευκαιρία να γευτούν και το δέντρο της Ζωής. Χρειαζόταν ένα μέρος τόσο δύσβατο και μακρινό - όχι με τη "γεωγραφική" έννοια του όρου - για να κρυφτεί το δέντρο της Ζωής ώστε μόνο οι άξιοι, οι ικανότεροι να καταφέρουν να γευτούν τους χυμούς του.
Σύμφωνα με τον Aronofsky λοιπόν το ιδανικότερο μέρος είναι τα άδυτα της ανθρώπινης ψυχής. Με οδηγό το απόλυτο συναίσθημα, την αγάπη, μόνον αυτοί που θα το νοιώσουν στον υπέρτατο βαθμό θα έχουν την ευκαιρία να βρουν το ελιξήριο της ζωής. Αυτό που θα τους δώσει τη δυνατότητα να υπερβούν τις συντεταγμένες του χωροχρόνου και να κάνουν ένα το Περού του 15ου αιώνα, τον σύγχρονο κόσμο και το υπερπέραν του μέλλοντος. Βάζοντας τα ίδια 2 πρόσωπα και ενώνοντας σχεδόν, μέσω του μοντάζ, σκηνές που ανήκουν σε διαφορετικές περιόδους ο Aronofsky προσπαθεί σε όλη τη ταινία να καταργήσει παρελθόν, παρόν και μέλλον. Η προσπάθεια απαιτεί πάντα και παντού τον ίδιο κόπο, την ίδια θυσία, την αφοσίωση ολόκληρου του είναι σου δηλαδή στο πρόσωπο που αγαπάς.
Οι υποσχέσεις ότι οπτικά τουλάχιστον θα βλέπαμε κάτι που δεν έχουμε ξαναδεί μάλλον έκαναν τελικά κακό στην εικόνα της ταινίας . Άλλωστε το πρόβλημα το έχει η ίδια η φράση που ειπώθηκε και όχι το τελικό αποτέλεσμα - κανείς μάλλον σήμερα δε δικαιούται να υποσχεθεί κάτι τέτοιο,άσχετα με τις δυνατότητες του. Η εικόνα της ταινίας είναι σίγουρα εντυπωσιακή με τον Aronofsky να μην έχει εγκαταλείψει κάποιες εμμονές του παρελθόντος - τα επαναλαμβανόμενα ίδια πλάνα για παράδειγμα - και να χρησιμοποιεί περίεργες λήψεις αλλά και τη τεχνολογία όπου χρειάζεται. Εκεί που το παρατράβηξε λίγο είναι μάλλον το φινάλε καθώς με υπερφορτωμένη εικόνα από εφέ δεν είναι εύκολο να βγάλεις ποίηση - όχι ότι εφέ και ποίηση δεν συνδυάζονται, θυμηθείτε τί έκανε ο Kubrick. Η οριστική συνένωση του χώρου και του χρόνου δεν κατορθώνει να κορυφώσει αυτό που βλέπαμε τη προηγούμενη ώρα και χωρίς να αφήνει ακριβώς απορίες, δίνει την αίσθηση του ανικανοποίητου, του ανολοκλήρωτου.
Βέβαια η γενική εικόνα δεν χαλάει από αυτή τη παρατήρηση και το Fountain σηματοδοτεί την αναμενόμενη επιστροφή του Aronofsky και μάλιστα με θέμα υψηλότερων απαιτήσεων. Η ζωή, ο θάνατος, η αναζήτηση της αγάπης, η αιώνια ευτυχία γίνονται θέματα σαφώς επίκαιρα στην πιο flat πλέον καθημερινότητα μας. Το εξωπραγματικό περίβλημα της ταινίας μοιάζει ιδανικό για να στρέψει το ενδιαφέρον μας πάνω στα θέματα αυτά και ο καθένας να βάλει τον εαυτό του ίσως στη θέση των ηρώων, αξιολογώντας κατά κάποιο τρόπο δικές του πράξεις και θυσίες γι'αυτό που ονομάζουμε αγάπη.

ps : Άσχετο αλλά δεν είναι λίγο γελοίος ο Jackman χωρίς μαλλιά ;


Τρίτη 31 Ιουλίου 2007

Men with the movie camera


Και επισήμως το καλύτερο σινεμά που είδαμε ποτέ, το δημιούργησαν άνθρωποι που είναι πλέον νεκροί. Στις δρακουλικές ταινίες που έλεγε και ο - δράκουλας και αυτός πλέον - τρισμέγιστος Ραφαηλίδης προστίθενται αρκετές και μάλιστα ψηλά ψηλά στη λίστα. Πέραν λοιπόν τα "ήταν σπουδαίος" που εννοούνται, έχω να πω πως μακάρι να υπάρχουν τέτοιοι άνθρωποι που αφήνουν ανεξίτηλο έργο και πεθαίνουν στα 90 τους.Όσο υπήρχαν Bergman και Antonioni θα υπάρχουν και εκατοντάδες ανώνυμοι που είτε θέλουν να τους μοιάσουν είτε θα εμπνέονται καθημερινά απ' αυτούς. Αν δεν υπήρχαν, ας μην το έφτιαχνε ο Lumiere το ρημάδι. Το σινεμά λοιπόν δεν πέθανε, αντίθετα ζει και βασιλεύει στα ράφια μας. Όσο λοιπόν ξαναβλέπω τη κάμερα να περνά μέσα από τα κάγκελα στο ανεπανάληπτο φινάλε του Passenger, τη Bibi Andersson και τη Liv Ullman γίνονται ένα στη Persona, τον David Hemmings να εξαφανίζεται όπως και το πτώμα στο Blow up και τον Max von Sydow να παίζει σκάκι με τον Θάνατο, το σινεμά όχι απλά θα ζεί αλλά θα κυριαρχεί. ΣΑΣ ΕΥΧΑΡΙΣΤΟΥΜΕ

Δευτέρα 23 Ιουλίου 2007

10 Αξέχαστα Ματς - Νο 6


Manchester United - Bayern 2-1 (1999, Τελικός Champions League)

Η απόλυτη ηδονή και η απόλυτη φρίκη. Ο παράδεισος και η κόλαση. Η τούμπα του Σμάιχελ και τα παγωμένα βλέμματα των Γερμανών. Τι άλλο να πει κανείς...

Κυριακή 22 Ιουλίου 2007

Classic Moments


Προς τιμήν της επανέκδοσης του North by northwest από τη περασμένη Πέμπτη στα θερινά μας το blog υποκλίνεται στην κορυφαία ίσως σκηνή δράσης που είδαν ποτέ τα μάτια μας. Το ταλέντο του Hitchcock σε βωβές σκηνές - θυμηθείτε και τη σκηνή με τα κύμβαλα στο Man who knew too much - εμφανίζεται σε όλο του το μεγαλείο εδώ όπου ανατρέπονται όλες οι ως τώρα συνθήκες για μια σκηνή φόνου. Όπως ο ίδιος είχε δηλώσει στον Truffaut ήθελε να ανατρέψει εντελώς αυτά που ίσχυαν. Το σκηνικό στενό σοκάκι - σκοτάδι - σκιές - ορατή απειλή μετατρέπεται σε άπλα - μεσημέρι - καθαρή ορατότητα - απειλή από το πουθενά. Γοητευτική και εθιστική όσα χρόνια και να περάσουν η σκηνη αυτή , αλλά και όλη η ταινία στο σύνολο της , αναδεικνύουν την διασκεδαστική και ταυτόχρονα γεμάτη υπονούμενα περιπέτεια ικανή να ικανοποιήσει στο μέγιστο και τον αδιάφορο και τον απαιτητικό θεατή. Και αν δε την προλάβω στο σινεμά θα την ξαναδώ στο DVD.

Μία ταινία και ένας θάνατος


Η παρακάτω ιστορία είναι πέρα για πέρα αληθινή :
Κάπου στα τέλη του Νοέμβρη αν θυμάμαι καλά, εγώ ακόμη ψάρακας στο στρατό, σε μια έξοδο ανακαλύπτω ένα net cafe στο χωριό που ήμουν και πετυχαίνω τον zubizabata στο msn. Μετά τα αναγνωριστικά και ευγενικά "κωλόψαρο","θα σε δω και εσένα όταν πας" κτλ αρχίζουμε να μιλάμε για ένα θέμα που προφανώς μιλούσαν και όλοι οι νέοι τότε, τα σχέδια του τρισμέγιστου Altman δηλαδή για τη καινούρια ταινία του. Αφού μου λέει πάνω κάτω τι ετοιμάζει, του εξηγώ πως πρέπει να βιαστεί καθώς δε τον βλέπω να ζει για πολύ ακόμη και αν καθυστερήσει μπορεί να μη δει ολοκληρωμένη τη ταινία του. Το ίδιο βράδυ ο Robert Altman πέθανε...
Το θέμα δεν είναι η προφητεία μου, απλά το αναφέρω για να ξέρετε με τί ανθρωπο έχετε να κάνετε και φροντίστε μη σας πιάσω ποτέ στο στόμα μου (χεχεχε). Στο θέμα μας τώρα.Ακούγοντας την είδηση για τον θάνατο του Altman σκεφτόμουν συνεχώς ένα πράγμα, τη τελευταία του ταινία που είχα δεί λίγους μήνες πριν. Το Prairie Home Companion που έμελλε να είναι και το κύκνειο άσμα του τεράστιου αυτού σκηνοθέτη έχει ως κεντρικά θέματα το τέλος μιας εποχής, κάποιων αξιών, του ίδιου του σινεμά και κατ'επέκταση όπως αποδείχθηκε του ίδιου του σκηνοθέτη. Σαν να ανακοίνωνε σε όλους μας πως θα μας αφήσει. Νομίζω πως είναι αδιανόητο να δεις τη ταινία, να μάθεις ότι λίγους μήνες μετά πέθανε ο σκηνοθέτης της και να μη κάνεις τους συνειρμούς. Διαισθάνθηκε το τέλος ; Και αν ναι το περίμενε να είναι κάπως έτσι, με φίλους και μια Virginia Madsen να τον περιτριγυρίζει μέχρι να τον πάρει μαζί της; Είτε πιστεύετε στη μεταφυσική είτε απλά στις συμπτώσεις, όπως και να 'χει, ο Altman πεθαίνοντας λίγους μήνες μετά, οπτικοποίησε τον φυσικό του θάνατο. Γιατί μετά και από αυτό, αλλά κυρίως για πολλές άλλες ταινίες του παρελθόντος, ο καλλιτεχνικός του θάνατος δε θα επέλθει ποτέ

Πέμπτη 19 Ιουλίου 2007

10 Αξέχαστα Ματς - Νο 7




Παναθηναϊκός - Μπαρτσελόνα 67-66 (1996, Τελικός Euroleague)

Το καλό με το μπάσκετ είναι πως όταν μένει ελάχιστος χρόνος, χάνεται παντελώς η έννοια της οργάνωσης και του συστήματος - αμυντικού ή επιθετικού. Στην προκειμένη όμως μιλάμε για το απόλυτο χάος.Χαλάει το χρονόμετρο των 30, χάνει τη μπάλα με φάουλ ο Γιαννάκης, κολλάει το κανονικό χρονόμετρο και ο Βράνκοβιτς κάνει το μεγαλύτερο από τα ούτως ή άλλως τεράστια βήματα του για να μην πατήσει τον Κόρφα που πέφτει μπροστά του. Κόψιμο - αντικανονικότατο - εε και μέσα στον πανικό κάποια στιγμή λήγει το ματς. Και όλοι μέσα. Πρόωρη Ανάσταση τη Μ.Πέμπτη για όλο το ελληνικό μπάσκετ που επιτέλους παίρνει κούπα στην Ευρωλίγκα. Ντομινίκ, Βράνκοβιτς, Γιαννάκης, Κόρφας, Αλβέρτης, Οικονόμου κτλ δικαιότατα στο ψηλότερο σκαλί. Η πρώτη φορά ήταν η πιο δύσκολη τελικά

Δευτέρα 16 Ιουλίου 2007

10 Αξέχαστα Ματς - Νο 8

ΠΑΟΚ - Άρης 1-4 (1998, Πρωτάθλημα Ελλάδας)
Χαμηλώνω σεμνά το πρόσωπό μου, προσπαθώντας να κρύψω όση ντροπή μπορώ για την ελεεινή και τρισάθλια επιλογή μου.Ψάχνω για λόγους που την δικαιολογούν και με όση δύναμη μου απομένει δηλώνω τα εξής : Μετά από 15 μήνες περίπου καζούρας, "που πήγαν τα δελτία", "τι κάνατε με τους Λύκους", άθλιων παραγοντίσκων και άλλων λοιπών τραγελαφικών ήρθε η μέρα της εκδίκησης!!! Μπορεί η χαρά να μη κράτησε πολύ καθώς η πορεία μετά δεν ήταν ανάλογη - άλλωστε αυτό ήταν το μεγαλύτερο πρόβλημα του ποδοσφαιρικού Άρη, αν θα κερδίσει τον ΠΑΟΚ δηλαδή. Έστω όμως και για ένα μικρό διάστημα ξεχάστηκε κάθε πίκρα του παρελθόντος. 1-4 με 2 γκολ του άγνωστου Χαριστέα και φυσικά η μεγαλύτερη στιγμή του ματς , το επικό τσάμικο του Μιχόπουλου που σφράγισε και τη νίκη. Αυτά τα λίγα και υπόσχομαι να επιστρέψω με σοβαρότερους αγώνες...

Παρασκευή 13 Ιουλίου 2007

Classic Moments


Limelight (1952, Charles Chaplin)

5 χρόνια μετά το απόλυτο αριστούργημά του ( τον Verdoux βεβαίως βεβαίως ) ο Chaplin έδωσε στο κοινό μια ταινία που όσο και αν ήθελε να το αποφύγει, δυστυχώς έτεινε αρκετά στο μελό (επίσης για να κάνουμε και την καταγγελία της ημέρας αποτελεί οφθαλμοφανέστατη αντιγραφή των Χειροκροτημάτων του Γιώργου Τζαβέλα). Το Limelight μένει στην ιστορία του σινεμά όμως για αυτήν τη σκηνή, όπου τα 2 ιερά τέρατα της βωβής κωμωδίας - Chaplin και Keaton - εμφανίζονται για 1 και μοναδική φορά μαζί για να αποδώσουν τον δικό τους φόρο τιμής στο είδος που υπηρέτησαν. Τώρα για το ποιος από τους 2 είναι καλύτερος, ούτε οι ήρωες του Dreamers δε μπόρεσαν να συμφωνήσουν, εμείς θα το βρούμε ;


.....Εγώ πάντως με τον Keaton ήμουν πάντα

10 Αξέχαστα Mατς - Νο 9




Δανία - Γερμανία 2-0 (1992, Ευρωπαϊκό Πρωτάθλημα)






Ο Λίνεκερ είχε πει το αμίμητο "Το ποδόσφαιρο είναι ένα άθλημα που παίζεται με 11 παίκτες και στο τέλος κερδίζουν πάντα οι Γερμανοί". Οι οποίοι Γερμανοί ήταν και στα ντουζένια τους, κατακτώντας το Mundial πριν 2 χρόνια και έχοντας μέσα Κλίνσμαν, Μέλερ, Έφενμπεργκ, Μπρέμε, Χέσλερ και πολλούς άλλους άξιους - καμιά σχέση με τους τωρινούς. Απέναντι τους, οι ...τουρίστες. Λίγες μέρες πριν το ξεκίνημα του Euro, οι Δανοί μαθαίνουν πως είναι αναγκασμένοι να συμμετάσχουν λόγω του εμπάργκο στη Γιουγκοσλαβία. Και τελικά δίδαξαν πως καλύτερα είναι πριν από μια τέτοια διοργάνωση να χαλαρώνεις κάνοντας μπάνια, παρά να προπονείσαι. Κερδίζουν τους Γάλλους και μπαίνουν στη τετράδα και στον ημιτελικό μετά από σπουδαίο ματς ξεπερνούν και τη μεγάλη Ολλανδία στα πέναλτυ.


Ο τελικός, μια αναβίωση της γνωστής ιστορίας Δαυίδ και Γολιάθ, ως τελικός που είναι εξισώνει πολύ εύκολα φαβορί και αουτσάιντερ. Ως αποτέλεσμα οι Δανοί με τη φόρα που είχαν και με την υποστήριξη και τη συμπάθεια όλης της Ευρώπης πλην Γερμανών ήταν απλά γίγαντες. Και όσοι τους θυμήθηκαν πριν 3 χρόνια παρομοιάζοντας το θαύμα τους με το δικό μας να θυμήσω πως πρώτον έπαιζαν πολύ καλύτερη μπάλα από εμάς και δεύτερον ήταν πάντα μια παραδοσιακή ευρωπαϊκή δύναμη με πολλές συμμετοχές σε Mundial και Euro. Εκείνη τη μέρα απλά εκτοξεύθηκαν κάποια σκαλιά παραπάνω. Το μεγάλο πανηγύρι άρχισε 12 λεπτά πριν το τέλος με το αξέχαστο γκολ του Βίλφορτ, παίκτη που καθημερινά πηγαινοέρχονταν Δανία - Σουηδία λόγω οικογενειακού προβλήματος. Με το σφύριγμα οι rolligans έστησαν μια πραγματική γιορτή, παίρνοντας και αυτοί με τη σειρά τους τα εύσημα για την έξοχη εικόνα που άφισαν στις κερκίδες, εφάμιλλη μ'αυτή της ομάδας τους μέσα στο γήπεδο

Τετάρτη 11 Ιουλίου 2007

10 Αξέχαστα Ματς - Νο10

[Υπάγεται στην ενότητα other pleasures of life όπως καταλαβαίνετε. Η λίστα θα δίνεται σιγά σιγά, είναι αυστηρά προσωπική και δεν έχει σχέση με την ποιότητα των αγώνων. Είτε καλοί,είτε όχι είναι αυτοί που πανηγύρισα, φώναξα, έβρισα περισσότερο. ]


Μπαρτσελόνα - Άρης 88-89 (1987, Κύπελλο Πρωταθλητριών)


Ναι εντάξει ήμουν μικρός, αλλά μου έκοβε από τότε (χο,χο). Το ματς είναι πολύ αργά για τον μικρό Τάσο, όμως το καλό μας video είναι εδώ. Την άλλη μέρα δε θυμάμαι γιατί, αλλά δεν είχε σχολείο και έχοντας φροντίσει να μην μάθω σκορ βάζω τη κασσέτα. Ο αγώνας - όπως και πολλοί άλλοι τότε - θα μπορούσε να λέγεται και Μπατσελόνα - Γκάλης καθώς ο Nick σταμάτησε στους 45. ΣΥΓΚΛΟΝΙΣΤΙΚΟ φινάλε που τα είχε όλα. Ανατροπή (από 86-81, 86-89), χαμένη βολή στο τέλος, 4 δευτερόλεπτα που κράτησαν ένα δεκάλεπτο περίπου, τον Ιωαννίδη να βγάζει το σακάκι. Ο Σιμπίλιο κερδίζει φάουλ στο τρίποντο στα 4'' και με 3/3 βολές στέλνει το ματς στη παράταση. Χάνει τη δεύτερη και βάζει κατά λάθος και με ταμπλό τη τρίτη και παρά τις προσπάθειες το σκορ έμεινε ίδιο. Ήταν η αρχή μιας μαγικής τριετίας που όσο να ΄ναι σημάδεψε τα παιδικά μου χρόνια

Πέμπτη 5 Ιουλίου 2007


Και ο Θεός έπλασε την Eva πριν 27 χρόνια. Happy birthday στην ομορφότερη όλων

United 93 - Paul Greengrass (2006)

[ 7 - 9 -2006 ]


Σε λίγες μέρες συμπληρώνονται 5 χρόνια από την επίθεση των άραβων τρομοκρατών στις ΗΠΑ. Παρά το γεγονός ότι το χρονικό διάστημα είναι σχετικά μικρό, δύο ταινίες κάνουν αυτό το διάστημα την εμφανισή τους με σκοπό να καταθέσουν τη δική τους άποψη για τα γεγονότα εκείνης της μέρας. Το World Trade Center του μακριά-από-μας Oliver Stone και το United 93 του Paul Greengrass σίγουρα ρισκάρουν με την τόσο πρόσφατη κυκλοφορία τους καθώς οι νωπές μνήμες των γεγονότων μπορεί σίγουρα να στείλουν πολύ κόσμο στα ταμεία, αλλα και να προκαλέσουν το χλευασμο όλων σε περίπτωση που η προσέγγιση δεν είναι η σωστή.

Το United 93 ασχολείται με τη τέταρτη και μοναδική πτήση στην οποία οι τρομοκράτες δε μπόρεσαν να πετύχουν το στόχο τους, τη σύγκρουση του αεροπλάνου με το Λευκό Οίκο. Σε αυτό το σημείο θα πρέπει να τονιστεί ότι υπάρχουν δύο εκδοχές που επικρατούν στη κοινή γνώμη για τη τύχη του αεροπλάνου, καθώς πέρα από αυτή της ταινίας στην οποία η αυτοθυσία των επιβατών έστειλε το αεροπλάνο εκτός στόχου, πιστεύεται από πολλούς πως το αεροπλάνο δέχτηκε τα πυρά των ενόπλων δυνάμεων. Απλά το αναφέρω χωρίς να το συμμερίζομαι, όπως και κατανοώ παρά την μεγάλη έρευνα του Greengrass κανείς δε μπορεί να ξέρει ακριβώς τι έγινε μέσα στο αεροπλάνο. Οι σκοποί πάντως του σκηνοθέτη ξεφεύγουν ευτυχώς από μάθημα ιστορίας και αυτό είναι και ένα από τα ατού της ταινίας. Ο βασικότερος στόχος του φιλμ είναι να αποτυπωθεί στη κάμερα με ανατριχιαστική αληθοφάνεια η εκδοχή του σκηνοθέτη όσο για τη πορεία του αεροπλάνου όσο και για την αντιμετώπιση των πολλαπλών τρομοκρατικών χτυπημάτων από αρμόδιες υπηρεσίες των ΗΠΑ.

Ο παραπάνω στόχος λοιπόν επιτυγχάνεται σε όλη τη διάρκεια της ταινίας. Τελειώνοντας αν κάποιος δεν ήξερε πως έβλεπε μυθοπλασία, θα ορκιζόταν πως παρακολούθησε ντοκυμαντέρ που κατέγραφε τα αληθινά γεγονότα. Τρία σημεία είναι αυτά στα οποία δούλεψε ο Greengrass και επέφεραν αυτό το αποτέλεσμα. Πρώτα απ' όλα κατέγραψε τα πάντα με κάμερα στον ώμο, πιστεύοντας δικαιολογημένα πως μόνο έτσι θα πετύχαινε τη νευρικότητα που απαιτείται στην εικόνα για να καταγράψει τα όσα ακραία συνέβαιναν. Δεν υπάρχει ούτε για δείγμα σταθερό πλάνο, κάτι που πιθανά να ήταν τρομερά κουραστικό για το μάτι του θεατή, όμως με την ακατάπαυστη ροή γεγονότων μοιάζει πολύ φυσιολογικό. Δεύτερο σημαντικό σημείο είναι η πλήρης απουσία γνωστών ηθοποιών, κάτι που προφανώς δεν έγινε για οικονομικούς λόγους αλλά για να μη ταυτιστεί μια ευρέως αναγνωρίσιμη φιγούρα με κάποιον από τους ήρωες της ταινίας.Απλά καθημερινά πρόσωπα σαν αυτά που βλέπουμε στο δρόμο όλοι μας εμφανίζονται, παραχωρώντας έτσι το ρόλο του πρωταγωνιστή στα ίδια τα γεγονότα, τα οποία - για να φθάσουμε και στο τρίτο - παρουσιάζονται με ένα φοβερό μοντάζ. Όταν σε κάθε στιγμή της ταινίας τα τεκταινόμενα αφορούν πολλά άτομα σε διαφορετικό σημείο η δουλειά του μοντέρ αυτομάτως είναι επίπονη. Μια απότομη παρέκκλιση του αεροπλάνου από τη πορεία του για παράδειγμα ακολουθείται από τις αντιδράσεις των αεροπειρατών, των ομήρων, των αεροσυνοδών, των υπεύθυνων του δικτύου εναέριας κυκλοφορίας, του στρατού, του αεροδρομίου. Με πολύ υπομονετικό μοντάζ βλέπουμε πάντα τις αντιδράσεις όλων,το πρόβλημα συνεννόησης των τελευταίων φορέων, το άγχος και την αμηχανία που έχουν για το τί άλλο μπορεί να τους φέρει αυτή η απίστευτη ημέρα.

Όχι ότι το καθαρά οπτικό κομμάτι είναι κάτι εύκολο, η μεγαλύτερη όμως δοκιμασία της ταινίας ήταν αναμφίβολα το αν θα πάρει θέση υπέρ ή κατά κάποιων για τα γεγονότα της ημέρας. Εκτός αεροπλάνου υπερτονίζονται κυρίως η προφανής αμηχανία των υπεύθυνων και αργότερα το ότι κανείς δε μπορεί να πάρει ευθύνη για αποφάσεις. Η αμηχανία ως ένα σημείο κρίνεται φυσιολογικη, κανείς άλλωστε όταν ξυπνάει το πρωί και πάει στη δουλειά του - και μάλιστα τη πρώτη μέρα της προαγωγής του!! - δε περιμένει να του συμβόυν 4 ταυτόχρονες αεροπειρατείες. Παρακολουθούμε το ξεκίνημα μιας φυσιολογικής μέρας, σε βαθμό ίσως πιο λεπτομερειακό από ότι έπρεπε, μέχρι και τις πρώτες αντιδράσεις απορίας για τις ύποπτες φωνές από τα αεροπλάνα, τους καπνούς από το World Trade Center που κανείς δε ξέρει τί είναι. Από εκεί και πέρα όταν γίνεται προφανές ότι υπάρχει οργανωμένο σχέδιο αεροπειρατιών εκτός του υπεύθυνου της διοίκησης εναέριας κυκλοφορίας, ο οποίος αν και δεν ήταν επιβάτης της πτήσης είναι ίσως η πιο ηρωική μορφή της ταινίας, κανείς δε ξέρει τι αποφάσεις να πάρει. Διαταγές να απογειωθούν στρατιωτικά αεροπλάνα και αναίρεση τους στη στιγμή. Δεκάδες πτήσεις γίνονται αυτόματα ύποπτες, κάθε φωνή που ακούγεται από αεροπλάνα μοιάζει πλεόν επικίνδυνη. Η κινηματογράφιση αυτού του αλαλούμ κριτικάρει ανοιχτά το γεγονός πως όλοι σχεδόν οι υπεύθυνοι λόγω και ανικανότητας κρύφτηκαν πίσω από τα γραφεία τους μη μπορώντας να σώσουν έστω και ένα μικρό μέρος της παρτίδας.

Εντός της πτήσης United 93 κρύβεται όμως η μεγαλύτερη δύναμη του φιλμ. Πρώτα απ'ολα τα κοντινά πλάνα στα πρόσωπα των τρομοκρατών την ώρα που διαρκεί η επίσης λεπτομερειακά περιγραφόμενη προετοιμασία της. Ειδικά ο πιλότος των τρομοκρατών με εμφάνιση στελέχους μεγαλοεταιρίας γεμίζει συγκίνηση - άσχετα αν είναι ο "κακός" της υπόθεσης - με ένα χάος σκέψεων στο μυαλό του καθώς μόνον αυτός και οι 3 συνεργάτες του γνωρίζουν πως ότι και να γίνει τις επόμενες ώρες θα είναι σίγουρα νεκροί. Η εσωτερική δύναμη και τα πιστεύω που πρέπει να έχεις για να φτάσεις σε κάτι τέτοιο αποτυπώνονται στο μάλλον θλιμμένο πρόσωπο του. Την ώρα της αεροπειρατίας ο Greengrass καταγράφει το άγχος και των επιβατών και των τρομοκρατών. Οι επιβάτες βλέποντας πώς βρίσκονται κοντά στο τέλος μέσα από ένα πλήθος τεράστιας συγκινησιακής φόρτισης σκηνών, τηλεφωνούν στους δικούς τους να τους πουν τα τελευταία λόγια της ζωής τους. Αντιδράσεις που θα είχε ο κάθε άνθρωπος είτε ειναι αμερικανός, είτε ρώσος, είτε ιάπωνας. Και όταν αποφασίζουν να πάρουν τη κατάσταση στα χέρια τους το κάνουν όχι για τη πατρίδα τους, αλλά για να σώσουν τους εαυτούς τους, γιατί θέλουν να ξαναδούν τους αγαπημένους τους. Δεν βλέπουμε σούπερ ήρωες αλλά ανθρώπους που βρέθηκαν στη λάθος στιγμή και πάιζουν μόνοι τους τη τελευταία παρτίδα μήπως και καταφέρουν και σωθούν. Κανείς μα κανείς δε λεεί, ούτε υπονοεί πως κάνει ότι κάνει γιατί ειναι πατριώτης. Η εξέλιξη αυτής της απόπειρας των επιβατών κινηματογραφείται μοναδικά και νομίζω πως το τελευταίο τέταρτο τουλάχιστον ξεχνιέται πολύ δύσκολα.

Ο Greengrass έβαλε στο μίξερ περιπέτεια και ανθρώπινο δράμα βασισμένα σε πρόσφατα αληθινά γεγονότα - συνδυασμό εκρηκτικό και βγήκε ζωντανός. Η ταινία είναι δείγμα συνειδητοποιημένου και ώριμου ανθρώπου που όπως και στο Bloody Sunday χρησιμοποιεί την επικαιρότητα και μάλιστα τις πιο άσχημες στιγμές αυτής όχι τόσο για να αποδώσει δικαιοσύνη και ούτε ευτυχώς για λόγους προπαγάνδας. Ως μικρή ένσταση θα προτιμούσα την αφιέρωση στο τέλος - η ταινία αφιερώνεται στα θύματα της 11 ης Σεπτεμβρίου - να την έκανε και για τα αντίστοιχα του Αφγανιστάν τους μήνες που ακολούθησαν ή και για να το γενικεύσουμε προς τα όλα τα θύματα και των 2 πλευρών των μακροχρόνιων εχθροπραξιών μεταξύ ΗΠΑ και αραβικών χωρών. Τίποτα σαν αυτό που έγινε δε γίνεται τυχαία, για τα πάντα υπάρχουν λόγοι και αφορμές και σπάνια φταίει μόνο η μία πλευρά


Σάββατο 30 Ιουνίου 2007

Ποιους ΔΕΝ θα ακούσω τον Ιούλιο

Αφού ο λοχαγός γνωστοποίησε ότι για τον μήνα Ιούλιο δεν έχει άδειες, όλοι οι πιθανοί στόχοι πάνε περίπατο. Οι βασικότεροι ήταν οι παρακάτω (σσ. ποτέ δε μου άρεσαν οι Metallica) :

1. Groove Armanda - 2 Ιουλίου : Φαντάζομαι πως πολλοί θα... shake their asses. Με full μπάντα θα κάνουν όργια
2. Iggy & the Stooges - 5 Ιουλίου : Δεν ήμουν και τρελός fan ποτέ, αλλά είναι από τους λίγους που παραμένουν σε υψηλό επίπεδο παρά τα χρονάκια
3. Saint Etienne - 6 Ιουλίου : Το πιο συμπαθητικό συγκρότημα της σύγχρονης pop. Με πολλούς φίλους και ελάχιστους εχθρούς. Και έτσι πως κατάντησε η κακομοίρα η pop κάτι τέτοιους πρέπει να τους βλέπουμε
4. James - 18 Ιουλίου : Ε ναι αυτό θα με πειράξει πολύ. Θα σκάσω λίγο εκείνη τη μέρα, γιατί εκτός του ότι μ'αρέσουν αρκετά, δεν έβγαλαν καινούριο cd οπότε το playlist θα είναι το best of.Κρίμα και ξανά κρίμα. Θα είναι και οι Air και η Tori Amos αλλά εντάξει όλοι για τους James θα πάνε.
5. George Michael - 26 Ιουλίου : Θα έπεφτε χορός σίγουρα. Δε θα ξανάρθει ποτέ ξανά λογικά.

Για να μην αρχίσω να μιλάω τώρα και για το Synch

High Fidelity - Stephen Frears (2000)


Top-five των top-fives


Top-5 λόγοι που αγαπάμε τον Frears

1. Για τους ήρωες του
2. Για τις ισορροπίες που κρατάει στις ταινίες του. Δε χάνει ποτέ τον έλεγχο
3. Γιατί προτίμησε να φτιάχνει "μικρές", ενδιαφέρουσες ταινίες παρά ανούσιες "μεγάλες"
4. Για το Dangerous Liaisons
5. Γιατί στα νιάτα του ήταν assistant director στο If... του Lindsay Anderson

Top-5 ατάκες του Rob Gordon

1.Books, records, films -- these things matter. Call me shallow but it's the damn truth
2. Did I listen to pop music because I was miserable? Or was I miserable because I listened to pop music?
3.What, fucking, Ian guyyyyyyyyyyyy?
4. I wanna live with a musician. She'd write songs at home and ask me what I thought of them, and maybe even include one of our little private jokes in the liner notes.
5.I'm afraid I'll go berserk, rip the Elvis Costello mobile from the ceiling, throw the "Country Artists Male A-K" rack out onto the streets, go off to work in a Virgin Megastore and never come back

Top-5 κωμικές σκηνές

1. Δύσμοιρος γονιός που προσπαθεί να αγοράσει το I just called to say I love you από τον Jack Black
2. Οι 3 εκδοχές της συνάντησης Cusack - Robbins στο κατάστημα του πρώτου
3. Το βρισίδι της Cusack στον Cusack
4. Jack Black again, αρνείται να πουλήσει δίσκο σε geek
5. O Cusack μόνος του, δε μπορεί να κοιμηθεί με την ιδέα ότι η πρώην του κάνει sex με τον από πάνω

Top-5 χαρακτήρων πλην του ήρωα

1. Ο Jack Black ως Barry. Ο γνήσιος αγαπημένος σύγχρονος κάφρος
2. Η Joan Cusack ως Liz . Εκπληκτική φάτσα
3. H Lili Taylor ως πρώην πρεζόνι ή κάτι τέτοιο τέλος πάντων
4. Tim Robbins ! "Get your patchouli stink outta my store. "
5. Τα πιτσιρίκια που από κλεφτρόνια έγιναν καλλιτέχνες


Top-5 λόγοι που λατρεύω αυτή τη ταινία

1. Για τον χαρακτήρα του Gordon. "Loser", ταγμένος στη μουσική του, ένα μικρό παιδί σ'εναν 35άρη
2. Γιατί κατ' επέκταση μιλάει για όλους εμάς που αδυνατούμε να απεγκλωβιστούμε από αντικείμενα ή hobbies που έχουμε
3. Για το soundtrack
4. Για το τρόπο που σχολιάζονται οι σύγχρονες σχέσεις, μέσω των πρώην του ήρωα
5. Για όλες σχεδόν τις συζητήσεις μέσα στο κατάστημα του Gordon


Δεκτό όποιο άλλο top5 θέλετε

Δευτέρα 25 Ιουνίου 2007

Thank you for smoking - Jason Reitman (2005)


Οι τεράστιες διαστάσεις που έχει πάρει τα τελευταία χρόνια το κυνήγι του καπνίσματος, γεννά αρκετά συχνά συζητήσεις για το πόσο δίκαιο ή άδικο είναι αυτό που γίνεται. Κάτι που ξεκίνησε για καθαρά λόγους υγείας έχει μεταμορφωθεί σήμερα σε κοινωνικό φαινόμενο με τους καπνιστές να δικαιούνται όλο και λιγότερα μέρη για να ικανοποιούν τη συνήθεια τους. Με μπροστάρηδες και αρκετούς διάσημους, που πιθανά να το είδαν και ως μόδα, η αντικαπνιστική μανία ζει και βασιλεύει παγκοσμίως ανησυχώντας κυρίως τα μεγάλα αφεντικά των καπνοβιομηχανιών

Το αστείο στην υπόθεση είναι πως οι καπνιστές σιγά σιγά αρχίζουν να αντιμετωπίζονται με μεγαλύτερη συμπάθεια απ' ότι στο παρελθόν. Προφανώς λοιπόν όταν μια ταινία τιτλοφορείται Thank you for smoking κερδίζει αμέσως τη συμπάθεια των περισσοτέρων - εκτός των φανατικών αντικαπνιστών για ευνόητους λόγους. Το καλύτερο μάλιστα είναι όταν βλέποντας τη ταινία διαπιστώνουμε πως δεν είναι μια καμπάνια υπέρ του τσιγάρου, απλά το χρησιμοποιεί ως παράδειγμα για να εκφράσει ανησυχίες για τη κοινωνία του σήμερα. Στη ταινία ο Aaron Eckhart υποδύεται τον Nick Naylor, άνθρωπο που στο σχολείο μπορεί να μην ήταν καλός ούτε στα μαθηματικά ούτε στα φιλολογικά, ο Θεός όμως τον προίκισε με ένα ξεχωριστής δύναμης λέγειν. Είναι ικανός να σε πείσει για οτιδήποτε και να στρέψει μια συζήτηση στο σημείο που θέλει αυτός ωστέ να φαίνεται πως έχει δίκιο. Το ταλέντο του αυτό εκτιμήθηκε και έτσι βγάζει το ψωμί του δουλεύοντας ως εκπρόσωπος των καπνοβιομηχανιών, άνθρωπος που φέρνει εις πέρας ειδικές αποστολές όπως διαξιφισμούς με συντηρητικούς πολιτικούς και αντικαπνιστικές οργανώσεις σε διάφορες συζητήσεις της τηλεόρασης.

Όπως έγραψα και πριν η ταινία δεν έχει σκοπό να πείσει το κόσμο να ξεκινήσει το κάπνισμα. Καταρχήν παρά το θέμα της δε βλέπουμε να ανάβει ούτε ένα τσιγάρο κατά τη διάρκειά της. Ο Nick στις συνομιλίες που έχει ποτέ δεν υπαινίσσεται πως το τσιγάρο είναι κάτι καλό για όλους, όμως δε σταματάει να φωνάζει το προφανές : "Αφήστε σε όλους το δικαίωμα της επιλογής". Από τη στιγμή που το τσιγάρο δεν είναι το χειρότερο πράγμα σ'αυτό το κόσμο δεν είναι δυνατόν οι διάφοροι φορείς να ενώνουν τις δυνάμεις τους κατά αυτού και να κλείνουν τα μάτια τους σε πολυ χειρότερα που συμβαίνουν καθημερινά. Ένας γερουσιαστής για παράδειγμα έχει ανάγει σε αγώνα ζωής μια αντικαπνιστική εκστρατεία, δείγμα μικροπολιτικής - κάτι τέτοιο τον κάνει αρεστό σε πολυ κόσμο - ενώ γύρω του η διαφθορά καλά κρατεί. Ο Jason Reitman, σκηνοθέτης της ταινίας βάλλει ολοφάνερα κατά της υποκρισίας των αρχόντων της κοινωνίας που βρήκαν στο τσιγάρο τον ιδανικό εχθρό που χρειάζονταν ώστε να στρέψουν μεγάλο μέρος της προσοχής του κοινού και πιθανά να μπορούν δρουν ανενόχλητοι σε κάθε είδους "δουλειές".
Πέραν του Nick και του γερουσιαστή που εκφράζουν το δίπολο των απόψεων γύρω από την ελευθερία ή μη της επιλογής διακρίνουμε και μια σειρά χαρακτήρων αρκετά οικείων σε εμάς καθώς δεκάδες παρόμοιοι κυκλοφορούν στη πραγματικότητα. Ο BR, το αφεντικό του Nick είναι ο άνθρωπος που αλλάζει 200 απόψεις στο λεπτό ανάλογα με το εκάστοτε συμφέρον των ανθρώπων που εκπροσωπεί. Η Heather, προσωποποιημένη με το ιδανικό μουτράκι της Katie Holmes στο ρόλο της φερέλπιδος δημοσιογράφου η οποία ψάχνει το άρθρο που θα ανεβάσει τη καριέρα της και δε διστάζει να κάνει sex σε πολλά και διάφορα σημεία του σπιτιού για να το καταφέρει. Η πρώην σύζυγος του Nick και ο νυν σύντροφος της, απόλυτοι εκφραστές της συντηρητικής κοινής γνώμης αποδοκιμάζουν και κατακρίνουν τη δουλειά του και προσπαθούν να τον κρατήσουν μακριά από το παιδί τους θεωρώντας τον κακό πρότυπο. Άνθρωποι που κινούν τα νήματα, οι αντίστοιχοι "Nick" των εταιριών ποτών και όπλών, ο Robert Duvall ως βαρόνος των τσιγάρων, ο Rob Lowe ( πού τον ξέθαψαν;; ) ως γκουρού του Hollywood που έναντι αδράς αμοιβής μπορεί να πείσει τον Brad Pitt να καπνίζει στις ταινίες του, τα κάθε είδους τσιράκια είτε του γερουσιαστή είτε των καπνοβιομηχανιών. Ένας τρελός,θεότρελος μικρόκοσμος αναμφίβολο δείγμα της τρελής, θεότρελης κοινωνίας μας.

Ο Reitman πάντως τα μπλέκει λίγο με τους συναισθηματισμούς, ασχολούμενος σε μεγάλο μέρος της ταινίας με τη σχέση του Nick με το γιο του και το πως θα μπορέσει να αποτελέσει ένα ιδανικό πρότυπο γι' αυτόν. Ενώ αρχικά ο χαρακτήρας του μικρού Joey μοιάζει ιδανικός για να εκφράσει την απορία γι' αυτό το αλαλούμ που ονομάζουμε δομή της σημερινής κοινωνίας, το γεγονός ότι ο Nick αρχίζει και πράττει ανάλογα με την εικόνα που θα σχηματίσει ο μικρός για το ποιόν του είναι λίγο μελοδραματικό και βασικά ολίγον άσχετο με τα όσα θέλει να πει η ταινία. Σαν να πηγαίνουν δηλαδή όλα στράφι όταν στο τέλος ο Nick παίρνει αποφάσεις ζωής ώστε να είναι ήρωας του γιου του. Επίσης αν και σε μια σατιρική ταινία τα τεχνικά ζητήματα περνούν σε δεύτερη μοίρα ο μοντέρ μπορεί να χαρακτηριστεί από τους κακοπροαίρετους ως και χασάπης, καθώς κάποια πλάνα κόβονται τελείως απότομα, δε δένουν μεταξύ τους και το όλο αποτέλεσμα μοιάζει κάπως ερασιτεχνικό.

Βγαίνοντας από την αίθουσα τελικά λες τώρα να καπνίσω ή όχι ; Τι μου δίδαξαν αυτές οι 2 παρά κάτι ώρες ; Αυτό που μου δίδαξαν είναι πως το τσιγάρο είναι ένα πρόσχημα. Το αν καπνίσεις ή οχι δεν πρόκειται να αλλάξει τη ζωή σου - εκτός αν κάνεις 3 πακέτα τη μέρα και μαυρίσουν τα πνευμόνια σου. Το ζητούμενο είναι να μην υπακούμε τυφλά κάθε είδους φαφλατάδες, να σκεφτόμαστε από μόνοι μας τα υπέρ και τα κατά κάθε απόφασης που παίρνουμε για να μπορούμε στο μέλλον να την υποστηρίζουμε με θέρμη. Να βρούμε ποια είναι τα ουσιώδη αυτής της ζωής και να επικεντρωθούμε σε αυτά. Αν και κάτι τέτοιες σκέψεις και συζητήσεις συνήθως σηκώνουν τσιγάρο...


ps : Δεν είμαι καπνιστής

Lists bloody lists





Εννέα χρόνια μετά τη προηγούμενη, το American Film Insitute επιστρέφει με τη νέα ανανεωμένη λίστα για τις 100 καλύτερες αμερικανικές ταινίες όλων των εποχών. Ξεκινάει πάλι λοιπόν η συζήτηση που αγαπάμε να μισούμε. Λίστες. Ποιοί, πως και με ποια κριτήρια επιλέγουν τις καλύτερες ταινίες, τις καλύτερες ατάκες, τους καλύτερους ηθοποιούς, τις καλύτερες σκηνές και άλλα πολλά καλύτερα. Γιατί του AFI και όχι του BFI, του Empire, του imdb. Μετά τη δημοσίευση κάθε έγκριτης λίστας οι απανταχού σινεφίλ κάθονται στο τραπέζι και θυμίζουν τους ποδοσφαιρόφιλους. Αντί για βάζελους,γαύρους και σκουλήκια υπάρχουν Godfatherικοί, Citizenkanικοί και η ανερχόμενη δύναμη οι Lordoftheringsικοί. Και πως είναι δυνατόν η Casablanca με το gay φινάλε να είναι τόσο ψηλά, γιατί τέτοια εμμονή με τον Kane, έλεος όχι και ο Ryan, που είναι ο Lynch, γιατί μόνο ταινίες πριν το 1950 και άλλα τέτοια πιθανά και απίθανα ακούγονται. Τη θέση των μεταγραφών παίρνουν τα κατά καιρούς special edition DVD των ταινιών που διευρύνουν το μύθο τους. Όπως και στο ποδοσφαιρο, έτσι και εδώ πάντως άκρη δε βγαίνει ποτέ. Όλοι έχουν δίκιο και άδικο.
Δε ξέρω για σας, πιστεύω πως κανείς ποτέ δε θα καταφέρει να με πείσει για την ύπαρξη της Λίστας. Αυτής δηλαδή που θα αντιπροσωπεύει τους πάντες, θα έιναι δεκτή απ 'όλους. Ακόμη και να προσπαθούσαν κάποιοι αυτό το ακατόρθωτο εγχείρημα, πως ακριβώς θα έκριναν τη κάθε "μεγάλη" ταινία ? Το Ταξίδι στη Σελήνη του Melies για παράδειγμα ήταν κάτι το εξωπραγματικό πριν 105 χρόνια, σήμερα όμως πόσους συγκινεί ακόμη ? Είναι οι καινοτομίες της όταν κυκλοφόρησε ή η διαχρονικότητα της σημαντικότερος παράγοντας για την αξία μιας ταινίας ? Και άντε πες το ξεπερνάμε αυτό, πως ακριβώς θα υπάρξει αντικειμενικότητα σε ένα εξορισμού υποκειμενικό μέσο ? Προτιμώ να ακούω έναν άνθρωπο να μου λέει αυτές είναι οι αγαπημένες μου ταινίες και όχι αυτές πιστεύω πως είναι οι καλύτερες. Εκεί χρησιμεύει το σινεμά, καθώς έτσι μαθαίνω περισσότερα γι' αυτόν, τις ιδέες του, τις εμμονές του. Για να βρείς τις "αντικειμενικά καλύτερες" πρέπει να αποβάλλεις από μέσα σου συναισθήματα, προσωπικά βιώματα και αναμνήσεις και να βαθμολογείς σαν μηχανή. Αν λοιπόν αυτά τα αριστουργήματα φτιάχτηκαν για μηχανές τότε να το κλείσουμε το μαγαζί. Να κάψουμε τις μπομπίνες, να σπάσουμε και τα δισκάκια. Όσο βγάινουν τέτοιες λίστες αυτό θα πιστεύω αλλά δε μπορώ και εγώ να αντισταθώ στον πειρασμό του να τις χαζεύω.Από προχθές που έμαθα για τη λίστα του AFI, άρχισα να βρίζω πάλι για την ύπαρξη της αλλά και ταυτόχρονα να τη βλέπω και να τη ξαναβλέπω. Ανωμαλία ? Όχι, απλά σινεφιλία. Για να μη λέω άλλα και σας μπερδεύω ιδού η πρώτη δεκάδα της κωλολίστας και το link με όλες τις 100 (από τη usatoday γιατί το AFI θέλει register και μάλλον θα βαριέστε όλοι).



1. Citizen Kane, 1941.
2. The Godfather, 1972.
3. Casablanca, 1942.
4. Raging Bull, 1980.
5. Singin' in the Rain, 1952.
6. Gone With the Wind, 1939.
7. Lawrence of Arabia, 1962.
8. Schindler's List, 1993.
9. Vertigo, 1958.
10. The Wizard of Oz, 1939.
Τέλος τα ίδια και χειρότερα θέλω να εκφράσω και για τους βαθμούς, τα αστεράκια και άλλα τέτοια περίεργα που βλέπουμε παντού. Υπόσχομαι πως μέσα εδώ τουλαχιστόν δε θα υπάρξει ποτέ βαθμός για ταινία.


......
......
......
......
......
Και τώρα για να κάνω λίγο τον κάφρο... Από τη λίστα προσκυνάμε 16, 9, 82 και 28. Αντιθέτως βρίζουμε το 4 (για όνομα του Θεού δηλαδή),19,100 (έλεοςςςς) και 71



Πέμπτη 21 Ιουνίου 2007

The Science of sleep - Michel Gondry (2006)


Αποτελεί ξεχωριστή επιστήμη ο ύπνος; Δύσκολη η ερώτηση αν σκεφτεί κανείς πως παρά τις μελέτες που έχουν γίνει, δεν είναι εύκολο να υπάρξει πλήρης και καθολικής αποδοχής εξήγηση των όσων φανταζόμαστε την ώρα του ύπνου. Από τους λαϊκούς ονειροκρίτες ως τη σύγχρονη ψυχανάλυση, ο κόσμος των ονείρων αποτελεί ένα μυστήριο και όπως επηρεάζεται από τη καθημερινότητα μάς, συχνά αντιστρέφοντας τους ρόλους την επηρεάζει και αυτός.
Ο Michel Gondry αν και σχετικά νέος στο χώρο του σινεμά, έχει αρκετά μεγάλη προϊστορία πίσω από τη κάμερα χάρη στα ως επί το πλείστον εξαιρετικά video clips που γύρισε τη δεκαετία του 90. Βάζοντας την υπογραφή του σε 2 ταινίες, τη φαρσοκωμωδία Human Nature και το Eternal Sunshine of the Spotless Mind, μια από τις πιο ευφάνταστες αλλά και καταθλιπτικές συνάμα ταινίες των τελευταίων ετών, έδωσε υποσχέσεις ότι μπορεί μέσα από τον πιο απαιτητικό κόσμο των ταινιών να εκφραστεί όπως ακριβώς και στα μικρού μήκους πειράματά του. Βλέποντας κάποιος ολοκληρωμένο το έργο του παρατηρεί σχετικά εύκολα 2 εμμονές. Οι παιδικές αναμνήσεις και ο κόσμος των ονείρων, αντικείμενα που προφανώς συνδέονται, παίζουν κυρίαρχο ρόλο στις περισσότερες δουλειές του καθώς συχνά αναλύεται πρώτον η μεταξύ τους σχέση και δεύτερον η επίδραση που έχουν πάνω στον άνθρωπο. Οι ήρωες του είναι άτομα με ανεπτυγμένη την αίσθηση της φαντασίας, την οποία και εκφράζουν με παιχνίδια, σκανδαλιές ή φλερτ πάντα όμως με αθώο τρόπο έτσι ώστε να γίνονται πολύ συμπαθείς στο κοινό .
Η μικρή αναφορά στο έργο του Gondry μοιάζει απαραίτητη καθώς το Science of Sleep είναι στην ουσία μια ανασκόπηση του ίδιου πάνω στο έργο του. Έχει ως κεντρικό ήρωα τον Stephane, έναν νέο που ζει τόσο έντονα τα όνειρά του ώστε αδυνατεί να ξεχωρίσει τη φαντασία με τη πραγματικότητα. Απέναντι από το σπίτι του μετακομίζει η Stephanie και μοιραία γίνεται η μετά παρεξηγήσεων γνωριμία τους. Η ξαφνική έλξη που νοιώθει για τη γειτόνισσα του γίνεται αφορμή για άλλη μια μάχη με τα όνειρά του. Τη προσεγγίζει με ανορθόδοξους και πρωτότυπους τρόπους, προϊόντα οι περισσότεροι των ονείρων του καταφέρνοντας να κερδίσει το ενδιαφέρον της. Πως όμως ένας άνθρωπος τσακωμένος σχεδόν με τη πραγματικότητα μπορεί να ελέγξει τον εαυτό του και να μπορέσει να δημιουργήσει μια υγιή σχέση;
Ο Stephane είναι όλοι οι ήρωες του Gondry μαζί και, ως προέκταση, ο ίδιος ο σκηνοθέτης Είναι ένα μεγάλο παιδί που χρησιμοποιεί τη φαντασία ως όπλο για να επιβιώσει στο κόσμο των ενηλίκων. Τα διάφορα παιχνίδια που επινοεί ή σκέφτεται στον ύπνο του θυμίζουν τον οργασμό φαντασίας που είχαμε μικροί στη προσπάθεια μας να σκοτώσουμε τις άπειρες ελεύθερες ώρες μας. Δεν έχει τις γνωστές καθημερινές σκοτούρες του στυλ καριέρα, ωραίο αυτοκίνητο, σπίτι κτλ, αλλά ψάχνει συνεχώς μέσα στο χάος του μυαλού του να ανακαλύψει νέες διεξόδους έκφρασης και επικοινωνίας. Αν όλα αυτά όμως ακούγονται ωραία και καλά, κάπου εδώ πρέπει να αρχίσουν και οι ενστάσεις. Όπως ανέφερα ότι βλέπουμε μοιάζει κυρίως με ανασκόπηση, σίγουρα όχι λόγω έλλειψης νέων ιδεών, αλλά σαν ένα μικρό παιχνίδι του Gondry με τους θαυμαστές του. Και αυτό ακριβώς το παιχνίδι όσο ωραίο και αν φαίνεται αποτελεί και το βασικότερο μειονέκτημα της ταινίας. Από τη μια οι fan (σηκώνω και εγώ το χέρι εδώ) ικανοποιούνται στο μέγιστο απ 'ότι βλέπουν και από την άλλη οι υπόλοιποι που δεν έχουν γνωρίσει το παρελθόν του Gondry κοιτούν απορημένοι τις αναφορές του και πολλές φορές δεν καταλαβαίνουν τι βλέπουν. Βέβαια γιατί να είναι ξαφνικά ενοχλητικό κάτι τέτοιο, καθώς δεν είναι ούτε ο πρώτος ούτε ο τελευταίος σκηνοθέτης που μπαίνει στη διαδικασία μιας ταινίας 'για αυτόν και τους φίλους του'. Είναι ίσως το χρονικό σημείο αυτό που είναι ατυχές, σκεπτόμενοι ότι πολύ μεγαλύτερα και γνωστότερα ονόματα του χώρου άργησαν πολύ περισσότερο να υλοποιήσουν κάτι αντίστοιχο. Από τον κάθε Gondry δηλαδή - και λέγοντας κάθε Gondry εννοώ νέο και υποσχόμενο για σπουδαίες δουλειές μέσα στα προσεχή 5-10 χρόνια - περιμένεις τη νέα πρόταση, το κάτι παραπάνω στο ήδη ότι καλό έχει δώσει και όχι παιχνίδια με το κοινό του. Είναι όντως πολύ ωραία τα επί της οθόνης στη ταινία - καθαρά οπτικά - όταν όμως κάπου στο δρόμο χάνεται κάπου η ουσία, δε φτάνουν πάντα.
Βέβαια όταν λέω ωραία, καλύτερα να πω υπέροχα. Ειδικότερα στην οπτικοποίηση του χαοτικού κόσμου των ονείρων ο Gondry είναι πολύ μακριά από το συναγωνισμό, βρίσκοντας σχεδόν πάντα τον ιδανικό τρόπο να βγάζει στην οθόνη κόσμους υπό δημιουργία ή υπό κατάρρευση - θυμηθείτε και τα θαύματα που είχε κάνει εδώ στη Λιακάδα - μέσα στο μυαλό. Με πολύ κοπιαστική δουλειά στο μοντάζ πετάει στην οθόνη στιγμιαίες σκέψεις του Stephane, για πράγματα όπως πχ πώς θα εκδικηθεί το κακό αφεντικό του ή πως θα προκαλέσει το ενδιαφέρον της Stephanie, προσπαθώντας έτσι να "μιλήσει" αποκλειστικά μέσα από αυτές τις εικόνες χωρίς να χρειάζεται η επεξήγηση των ταχύτατων και εκατοντάδων σκέψεων του ήρωα. Ο πανταχού παρών τα τελευταία χρόνια Gael Garcia Bernal τα πάει μια χαρά στο να εκφράσει τη διαρκή αμηχανία του Stephane - τον βολεύει και λίγο η σχετικά παιδική φάτσα του - δίνοντας το απαραίτητο καρτουνίστικο χρώμα που θα έπρεπε να έχει ένας τέτοιος χαρακτήρας και αναμφίβολα γίνεται απόλυτα πιστευτός ως μονίμως "χαμένος" ήρωας. Το Παρίσι απλά βοηθάει στο απαραίτητο ρομαντικό της υπόθεσης ενώ ως λύση στο γρίφο της σχέσης προτείνεται ένα ενδιαφέρον αίνιγμα που πηγάζει από τον ίδιο το χαρακτήρα του ήρωα, την ακροβασία δηλαδή μεταξύ πραγματικότητας και φαντασίας.
Εν κατακλείδι, αν και έχασε λίγο τον έλεγχο, ως 'παιδί' και αυτός, ο Gondry παρουσίασε μια οπτική πανδαισία, πλημμυρισμένη με χρώματα και κόσμους μαγικούς προσφέροντας ψυχική ανάταση στο εξορισμού καταθλιπτικό θέμα του έρωτα. Τα όσα ανέφερα περί διαχωρισμού φανατικού κοινού και απλών θεατών δεν έχουν να κάνουν με το ότι ξαφνικά σκέφτηκα ή λυπήθηκα όποιον δεν έχει δει Gondry - σε τελική ανάλυση Gondry είναι, όχι Godard :p - απλά όπως σε πολλά θέματα έτσι και στο σινεμά το timing παίζει σπουδαίο ρόλο. Εκεί χωλαίνει η όλη ιδέα της κατά τα άλλα εξαίρετης ταινίας και γι 'αυτό προφανώς και θα χαθεί μάλλον εύκολα μέσα στο χρόνο.

The Usual Suspects - Bryan Singer (1995)


[ Το συγκεκριμένο review καλό θα ήταν να μη διαβαστεί από άτομα που δεν έχουν δει το film. Θα χαθεί η μεγαλύτερη ίσως ομορφιά του, και δε θα εκτιμηθεί όσο έπρεπε ]

Έχετε σκεφτεί ποτέ τί κυρίως σας ιντριγκάρει στα αστυνομικά θρίλερ; Το σασπένς και οι συνεχόμενες ανατροπές, ο τρόπος και η μέθοδος για το κυνήγι του δολοφόνου, η σύλληψη, η νίκη του καλού και αδιάφθορου detective είναι σημεία στα οποία μπορεί να σταθεί κάποιος. Ένα γεγονός πάντως που συχνά το αφήνουμε σε δεύτερη μοίρα είναι ότι αυτό το είδος ταινιών μας γνωριζει ένα κόσμο όπου συχνά κυριαρχεί το κακό εις βάρος του καλού, με αποτέλεσμα να δημιουργεί μια διαμάχη στο μυαλό μας ως προς την οπτική γωνία (καλού ή κακού) με την οποία πρέπει να σκεφτόμαστε.
Το συγκεκριμένο φιλμ, που γύρισε ο Bryan Singer το 1995, οφείλει την επιτυχία και την αποθέωση που γνωρισε σ’αυτό που μόλις ανέφερα. Ξεκινώντας από την αρχή, το story περιλαμβάνει 5 απατεώνες (Keaton, Fenster, McManus, Hockney, Kint) οι οποίοι περνούν μια βραδιά σ’ένα κοινό κελί ως ύποπτοι για μια κλοπή, γεγονός που γίνεται αφορμή να γνωριστούν και να ξεκινήσουν κλοπές ως ομάδα. Ένας δικηγόρος όμως, ο Kobayashi, τους συναντά αποκαλύπτοντάς τους ότι καταζητούνται από τον Keyser Soze ένα σχεδόν ¨μυθικό¨ πρόσωπο, άρχοντα του κακού και της διαφθοράς.Η λύση που τους προτείνει είναι να κάνουν μια τελευταία μεγάλη δουλειά για το συμφέρον του, κερδίζοντας έτσι την ελευθερία τους (και 90 εκατ. δολλάρια). Το story παρουσιάζεται ως συρραφή από flashback που διηγείται ο Verbal Kint, μοναδικός διασωθέντας αυτής της επιχείρησης, στον Dave Kujan αστυνομικό που έχει αφιερώσει τα τελευταία χρόνια της έρευνάς του στον Keaton.
Η επιλογή αυτής της αφήγησης δεν είναι καθόλου τυχαία. Ο Kujan στην ουσία ταυτίζεται με τον θεατή που και αυτός από τη μεριά του διεξάγει τη δική του έρευνα για το ποίος κρύβεται πίσω από τη μάσκα του Soze. Και εδώ ακριβώς ξεκινά το παιχνιδι μέσα στο μυαλό μας. Σκεφτείτε μια δικαστική διαμάχη, έρευνα η οτιδήποτε παρόμοιο. Για να αποφασίσουμε για την αθωότητα ή την ενοχή κάποιου προσώπου σκεφτόμαστε με 2 τρόπους. Στο μυαλό του ανθρώπου που υπερνικά το καλό θα ενοχοποιηθεί ο λιγότερο αθώος, καθώς ο τρόπος σκέψης βασίζεται στη λογική του "όλοι είναι αθώοι μέχρι αποδείξεως του εναντίου". Στην αντίθετη περίπτωση όμως για να καταλήξουμε να αποφανθούμε πως κάποιος είναι αθώος έχει περάσει πρώτα από το μυαλό μας η ενοχή του. Κοινώς όλοι είναι ύποπτοι. Όλοι οι εμπλεκόμενοι στην ιστορία έχουν ίσες πιθανότητες ενοχής, και το ποιος έχει τις περισσότερες θα φανεί σιγά σιγά μέσα από τα γεγονότα. Φυσικά στη συγκεκριμένη περίπτωση είναι αδύνατον να σκεφτόμαστε με τον πρώτο τρόπο καθώς έχουμε να κάνουμε με μια ιστορία που πρωταγωνιστεί ο ίδιος ο διάβολος, με τη μορφή του Soze, του ανθρώπου που κανείς δεν έχει δει ποτέ αλλά όλοι έχουν ακούσει ιστορίες τού.
Στο παιχνίδι λοιπόν αυτό που πρωταγωνιστεί ο διάβολος, κάτι το οποίο συνειδητοποιούμε από νωρίς, ο νους μας εξετάζει όλους ανεξαιρέτως που εμφανίζονται στην οθόνη. Όταν όμως έχεις να εξετάσεις 6-7 υπόπτους, γιατί τίποτα δε σε κάνει να πιστεύεις ότι ο θύτης είναι αποκλειστικά ένας εκ των 5, αποπροσανατολίζεσαι. Δε γνωρίζεις με ποια κριτήρια αθωώνεις ή ενοχοποιείς. Οι εκφράσεις του μονίμως μπερδεμένου Chazz Palminteri είναι όλα τα λεφτά, η προσπάθεια του να βρει απελπισμένα λύση στο μυστήριο που ερευνά εδώ και χρόνια τον κάνει νευρικό και παράλογο. Από ένα σημείο και μετά σταματάει να ψάχνει τη λύση αλλά προσπαθεί να χτίσει μια δική του ώστε και ο ίδιος να απελευθερωθεί. Όταν άλλωστε ένα έγκλημα το σχεδιάζει ο διάβολος, καταφέρνει με μια εκπληκτική δεξιοτεχνία να παγιδεύσει όσους ασχολούνται με την εξιχνίαση του. Όχι απλά δεν τον υποπτεύονται αλλά κατά ένα απίστευτο τρόπο υποστηρίζουν με σθένος τη λύση στην οποία αυτός τους έχει υποδείξει η οποία παρουσιάζεται ως προφανής και λογική σύμφωνα με τα γεγονότα.
Όλα τα παραπάνω που ανέφερα είναι ίσως και ο λόγος για τον οποίο το film αλλά και ο Bryan Singer πέρασαν στη κινηματογραφική ιστορία. Πάνω σ’ένα έξυπνο αστυνομικό story ο Singer μπόρεσε να ξεφύγει από το απλό puzzle και να δημιουργήσει μια παραβολή για τη διαμάχη καλού και κακού, κάτι που στο συγκεκριμένο είδος είχε σχεδόν εκλείψει από την εποχή των noir του 40. Όλες οι αναφορές ειδικότερα στο Διάβολο και στους τρόπους που χρησιμοποιεί για να ξεγλυστρά κυριολεκτικά τη τελευταία στιγμή δίνουν και τη δυναμική στο υπό άλλες συνθήκες "φθηνό" φινάλε. Ο Hitchcock για παράδειγμα ποτέ δεν αγαπούσε ιδιαίτερα το - εξαιρετικό κατά τ’άλλα - Stage Fright του μόνο και μόνο επειδή βασίζοταν σε ένα ψέμα που αποκαλύπτονταν στο τέλος, το θεωρούσε απάτη ως προς το θεατή. Εδώ δεν έχουμε όμως ένα απλό ψέμα, έχουμε την επιβεβαίωση όλων αυτών των ιδεών που αιωρούνται κατά τη διάρκεια της ταινίας και ηθελημένα έχουν περάσει σε δεύτερη μοίρα καθώς ο θεατής ως μικρός ντέτεκτιβ και αυτός ψάχνει τη λύση του μυστηρίου. Δεν είναι η φθηνή απάτη του σεναριογράφου, είναι ο θρίαμβος του κακού, της πονηριάς, του πανούργου εκείνου πλάσματος. Η μεγαλύτερη επιτυχία της ταινίας είναι πως όταν ο Kujan ανακαλύπτει την αλήθεια είναι απορημένος και εκνευρισμένος όπως ακριβώς ήμουν και εγώ όταν την είχα πρωτοδεί. Πολύ σπάνια υπάρχει τόσο δυνατή ταύτιση στο φινάλε μεταξύ του εξαπατημένου ήρωα και του θεατή.
Το Usual Suspects πέραν της εκτίμησης σχεδόν όλου του κινηματογραφικού κοινού κατέκτησε 2 Oscar - καλύτερου Β’ Ανδρικού Ρόλου για τον Kevin Spacey και καλύτερου σεναρίου. Αν και πολλοί θεωρούν ως δυνατότερο σημείο το φινάλε της είναι από τα films που μπορείς να δεις και να ξαναδείς, εστιάζοντας κυρίως το πόσο αθώος ή πονηρός είσαι τελικά ο ίδιος. Το όνομα του Keyser Soze στοιχειώνει πλέον τους σινεφίλ, ταυτιζόμενο με τη μορφή του διαβόλου - ένα ακόμη παιχνίδι τού στον ανυποψίαστο θεατή. Γιατι ο διάβολος δεν έχει ποτέ ένα συγκεκριμένο πρόσωπο. Διάβολος έιναι ο Kevin Spacey με το ειρωνικό του μειδίαμα στο τέλος, διάβολος είναι ο Bryan Singer με τη δυναμική και αποπροσανατολιστική σκηνοθεσία του, διάβολος είναι ο Christopher McQuarrie με το ύπουλο και παραπλανητικό σενάριο του.

Κυριακή 17 Ιουνίου 2007

REJEKT !



Τι έλεγα προχθές ? Κρίμα που δε θα δω τους αγαπητούς μου Underworld ? Ούτε εγώ, ούτε κανείς άλλος. Στο χθεσινό EJEKT στην Αθήνα το μαγαζί κατέβασε ρολά νωρίς, πριν ολοκληρώσει το πρόγραμμα του. Απ'όσα πρόλαβα να μάθω έγινε αρχικά ντου στην είσοδο, μπήκαν πολλοί χωρίς εισητήριο και κάπου στα μέσα των Beastie Boys άρχισαν να τα σπάνε. Χαμός στα VIP μπροστά, χαμός στα παρασκήνια κάτω από τη σκηνή, χαμός στο bar με μπουκάλια να φεύγουν στον αέρα και background κάποια καμμένα αυτοκίνητα. Οι Underworld πολύ σωστά τα μάζεψαν και έφυγαν γιατί η καριέρα τους δεν είναι τόσο χάλια ώστε να αναγκάζονται να δίνουν συναυλίες στον τρίτο κόσμο. Και μάλλον δε θα έρθουν ποτέ, μαζί και άλλοι όμοιοι τους. Εσύ τώρα ποιον να πρωτοβρίσεις ? Τα ζώα που έκαναν τις ζημιές ή τους υπεύθυνους που βάζουν ασφάλεια γιατί απλά πρέπει να βάλουν και έχουν τη λογική "σιγά μη συμβει σε εμάς το κακό". Και όμως συνέβη κύριοι. Οι μαλάκες οι μουσικόφιλοι που πλήρωσαν 60 euros αλήθεια θα αποζημιωθούν ? Προτείνω στο EJEKT της επόμενης χρονιάς να είναι κεντρικό όνομα η Πέγκυ Ζήνα. Μπορεί να πάνε μόνο χαζοχαρούμενοι, αλλά τουλάχιστον αυτοί είναι ακίνδυνοι, άσε που θα κάνει και οικονομία ο διοργανωτής καθώς με 10 σεκιουριτάδες τη βγάζει άνετα

Σάββατο 16 Ιουνίου 2007

The Prestige


Το Prestige, το τελικό θαύμα δηλαδή που κάνει ο ταχυδακτυλουργός ώστε να αφήσει τον θεατή τελείως αποσβολωμένο από το νούμερο του, δεν ήρθε ποτέ. Η ώρα άρχισε να κυλά πολύ αργά από ένα σημείο και έπειτα, τα κόλπα των 2 αντιπάλων δε προκαλούσαν πλέον κάποιο θαυμασμό και οι συνεχείς ανατροπές άρχισαν να μου φέρνουν στον νου το Wild Things, το οποίο τουλάχιστον κάποια στιγμή σε ξυπνούσε με το τρίο στο κρεβάτι.
Είχα να δω και αρκετό καιρό ταινία, τον Nolan τον έχω σε υπόληψη, ωραίο story, καλοί και οι πρωταγωνιστές, όλα φαίνονταν ωραία το απόγευμα. Όχι ότι ενοχλήθηκα στο τέλος, αλλά είμαι σίγουρος πως το πολύ σε μια εβδομάδα θα έχω ξεχάσει σχεδόν τα πάντα. Δύο ταχυδακτυλουργοί, πρώην συνεργάτες μάχονται για τη κατάκτηση της κορυφής προσπαθώντας όχι τόσο να βελτιώσουν το ρεπερτόριο τους, όσο να καταστρέψουν αυτό του αντιπάλου τους. Αθέμιτος ανταγωνισμός που οδηγεί στη καταστροφή, καλό ακούγεται αλλά κανένας υπαινιγμός για το σήμερα. Το χάσαμε λοιπόν αυτό. Μία ο ένας, μία ο άλλος σε θέση ισχύος, με κόλπα το ένα καλύτερα από το άλλο που όμως αντί να παρατείνουν την αγωνία αρχίζουν να προκαλούν βαρεμάρα. Συνοθύλευμα εξυπνάδων, εντυπωσιάζεται το κοινό και βγαίνοντας μάλιστα από την αίθουσα θα υποθέτει πως είδε και κάτι ψαγμένο. Απίστευτο αλλά το θίγουν και οι ίδιοι μέσα στη ταινία καθώς στην αρχή νομίζω ακούμε το εκπληκτικό “ Κόλπα που θα θαυμάσει το ευρύ κοινό και θα καταλάβει μόνο το υποψιασμένο”. Αν είναι να τους βγάλω το καπέλο – όχι σαν αυτό του Jackman που πολλαπλασιαζόταν – θα το κάνω για το ότι με προειδοποίησαν τελικά.
Η super duper ανατροπή του φινάλε έχει χάσει από τη μέση και μετά τη δύναμη της. Γίνεται ολοφάνερο ότι θα υπάρχει μια τέτοια και μάλλον πιο πολύ την περιμένεις για να τελειώσει η ταινία παρά για να ξαφνιαστείς. Ο Nolan μοιάζει να διεκπεραιώνει τη δουλειά που ξέρει να κάνει πολύ καλά, να τεμαχίζει τη δράση και να παίζει με το χρόνο. Η αλήθεια είναι πως δε χρειαζόταν και πουθενά αλλού, έκανε το καθήκον του, έδωσε περισσότερο εντυπωσιακή αύρα στη ταινία και μαζί και με το Batman που είχε κάνει πριν, φαντάζομαι πως θα αγόρασε και αυτός την έπαυλη που ονειρευόταν από μικρό παιδί. Κρίμα πάντως αν καταντήσει και αυτός διεκπεραιωτής, θα είναι μεγάλη απώλεια με τα λατρεμένα Following και Memento του παρελθόντος. Α, να μη ξεχάσω τον Bale που ως συνήθως έσκισε – μπράβο το παλικάρι – δείχνοντας να απολαμβάνει το ρόλο του.

Παρασκευή 15 Ιουνίου 2007

Πριν 1 χρόνο

Με αφορμή το αυριανό EJEKT στην Αθήνα, από το οποίο απέχω κάπου 700 χιλιόμετρα και προφανώς θα είναι λίγο δύσκολο να προλάβω να δω τους αγαπητούς Underworld, ήρθαν στην επιφάνεια οι αναμνήσεις των New Order. Τι και αν ο Sumner μοιάζει πλέον με τον Ασλάνη και δε μπορεί να κουνηθεί , τι και αν είχε από κάτω πολύ κόσμο φανατικό με τους Joy Division που ήρθε πιο πολύ για να χλευάσει, εγώ πέρασα μια χαρά. Εδώ και καιρό που έχω ανακαλύψει αυτό το video ψάχνω να βρω το κεφάλι μου - δύσκολο εγχείρημα. I used to think...

Πέμπτη 14 Ιουνίου 2007

ΟΧΙ ΤΡΙΠΟΝΤΟ


Η αλήθεια είναι πως δε καταλάβαινα πολλά από αυτά που έβλεπα στο ματς. Ο βασικότερος λόγος που το είχα δει ήταν γιατί ήθελα να ανακαλύψω το λόγο που οι γονείς μου και διάφοροι φίλοι τους στήνονταν τα τελευταία απογεύματα στη TV και φώναζαν και ούρλιαζαν. Αφού ο father είχε την ευγενή καλοσύνη κατά τη διάρκεια του αγώνα,παρά το άγχος του, να εξηγεί τις ηλίθιες απορίες μου - γιατί αυτός βάρεσε 2 βολές και εμείς 1 και άλλα τέτοια - από το δεύτερο ημίχρονο και μετά καταλάβαινα πλέον σχεδόν τα πάντα. Η σημασία του τελικού και η επιρροή του πάνω μου ήταν καταρχήν να επιλέξω ομάδα (τον Άρη γιατί "εκεί έπαιζε ο Γκάλης") και κατά δεύτερο να τείνω σε αυτό το άθλημα καθώς αν και στη ζωή μου έχω παρακολουθήσει μάλλον περισσότερο ποδόσφαιρο, οι αγώνες που θα τους θυμάμαι για πάντα είναι μπασκετικοί. Μετά ήρθε η Γάνδη, το Μόναχο και η Σαραγόρα, άρχισα να αγοράζω και το Τρίποντο, ήρθε και η εδράιωση το 89, με τη σημαδιακή σκηνή τις υψωμένες γροθιές του Γκάλη πριν ακόμη μπει το τρίτοντο του Φάνη, και αυτό ήταν. 20 χρόνια αργότερα παραμένω Αριανός, ανήκοντας στη γενιά των λεγόμενων "μπασκετικών αριανων" και εξακολουθώ να βλέπω όσο περισσότερο μπάσκετ μπορώ.

ps : Η κασσέτα που γράψαμε το ματς πρέπει να υπάρχει ακόμη σπίτι μου. Την έχω δει άπειρες φορές

Κυριακή 10 Ιουνίου 2007

"Behind" the films - Diva (Jean Jacques Bieneux,1981) - Αυτό το υπέροχο …τίποτα




[Το “Behind” the films ξεκινάει μια περιήγηση στον κινηματογράφο μέσα από τα μάτια του κινηματογράφου. Γεννήθηκε από την εμμονή του γράφοντα να ασχολείται με το σινεμά σε θεωρητικό επίπεδο πιστεύοντας ότι η θέαση μιας ταινίας αποτελεί αυτόματα αφορμή για συζήτηση, από παντελώς άχρηστη ως βαθιά φιλοσοφημένη. Με ταινίες – όχι απαραίτητα τις αντιπροσωπευτικότερες ενός είδους - που αποτελούν απλώς παραδείγματα και δεν σχολιάζονται οι ίδιες, παρουσιάζονται διάφορα θέματα είτε αμιγώς κινηματογραφικά είτε γενικότερα. Here we go… ]






Η συγκεκριμένη πρώτη ολοκληρωμένη δουλειά του Γάλλου σκηνοθέτη εκτός του ότι παραμένει εδώ και χρόνια μια από τις αγαπημένες μου ταινίες – αυτό δεν είναι το θέμα μας – γνώρισε την αποθέωση χάρη κυρίως στη στυλιζαρισμένη όπως αποκαλείται σκηνοθεσία της. Το σενάριο της είναι λίγο…ότι να ‘ναι καθώς μπλέκει έναν νεαρό με 2 εντελώς άσχετες μεταξύ τους υποθέσεις, όμως ο Bieneux που είναι και ο πραγματικός star της ταινίας στήνει εκπληκτικές οπτικά σκηνές για τις οποίες φυσικά έχει μείνει στην ιστορία και το φιλμ.
Αν θεωρήσουμε ότι η πλειοψηφία των ταινιών έχει αδιάφορα σενάρια η επέμβαση του σκηνοθέτη πάνω της – όταν βέβαια αυτή γίνεται για καλό – δημιουργεί 2 πολύ γενικές κατηγορίες ως προς το τελικό αποτέλεσμα. Η πρώτη είναι όταν εκμεταλλεύεται το τυπικό σενάριο και μέσω της εικόνας υπαινίσσεται , κάνει σχόλια και δημιουργεί πολλαπλές αναγνώσεις τελικά στο φιλμ. Η δεύτερη περίπτωση που μας απασχολεί σ’αυτό το κείμενο και η Diva αποτελεί από τα χαρακτηριστικά παραδείγματα της, είναι όταν ο σκηνοθέτης ερωτοτροπεί στην ουσία με τη κάμερα και παρεμβάλλεται στα υπό άλλες συνθήκες αδιάφορα τεκταινόμενα δημιουργώντας ένα εξαίρετο για το μάτι θέαμα. Τελειώνοντας η ταινία – η συγκεκριμένη για παράδειγμα – ενώ στην ουσία δραματολογικά δεν έχεις δει κάτι ιδιαίτερο, δημιουργείται η ψευδαίσθηση του αριστουργήματος χάρη καθαρά στην εικόνα. Το σπουδαίο είναι όταν ο σκηνοθέτης βρίσκει το κατάλληλο ρυθμό, αλλά και το μέτρο στις εικόνες του ώστε να μη μιλάμε ωραιοποίηση του μέτριου, αλλά για το λεγόμενο υπέροχο …τίποτα ( είναι και της επικαιρότητας αυτές τις μέρες με το My blueberry nights στις Κάννες). Αν θεωρήσουμε λοιπόν γενικότερα το σινεμά ως μια ψευδαίσθηση, σε αυτή τη περίπτωση γινόμαστε πραγματικά δέσμιοι της εικόνας.
Οι φορμαλιστές σκηνοθέτες, κύριοι εκφραστές του φαινομένου αυτού, αγαπιούνται και μισούνται από το κοινό γι ‘αυτόν ακριβώς το λόγο. Η μάχη που δίνουν με το στυλ κάποιες φορές ξεπερνάει τα όρια και το ωραίο μπορεί να γίνει ως και ενοχλητικό. Άλλοτε πάλι χρησιμοποιούν το ταλέντο τους σε πιο πιασάρικα θέματα. Ο Bieneux για παράδειγμα έγινε διάσημος στο ευρύτερο κοινό μερικά χρόνια αργότερα με τη Betty Blue, ταινία με θέμα τον καταστροφικό έρωτα 2 νέων, που αγαπήθηκε αρκετά από τη νεολαία της εποχής και της οποίας το director’s cut είναι 185 λεπτά ενώ στην ουσία η ροή των γεγονότων με το ζόρι να καλύπτει 90 λεπτά δράσης. Όλα τα υπόλοιπα είναι οπτικοακουστικά παιχνίδια που όσο ωραία και αν είναι κάποτε καταντούν κουραστικά – το μέτρο που λέγαμε. Ο εγωισμός του σκηνοθέτη για τις απόψεις του περί του ωραίου γίνεται παράλληλα ο μεγαλύτερος εχθρός του. Και είναι δυστυχώς πολύ εγωιστές οι άτιμοι, παραδείγματα υπάρχουν πολλά. Ο σπουδαίος Mike Figgis κάποια στιγμή έφτασε στα άκρα με τους πειραματισμούς του και κατέληξε να γυρίζει πριν 2 χρόνια θριλεράκι της σειράς με τη Sharon Stone. Η περίπτωση του είναι ίσως η χαρακτηριστικότερη όλων τα τελευταία χρόνια για τις εμμονές με το οπτικοακουστικό αποτέλεσμα εις βάρος ακόμη και της πλοκής. Το στυλ για το στυλ είναι αυτό που καλούνται να αποφεύγουν οι σκηνοθέτες και η αλήθεια είναι πως όσο δύσκολο είναι να κατέχεις τόσο καλά τη τέχνη της εικόνας άλλο τόσο είναι να φροντίσεις τις ισορροπίες. Υπάρχουν πάντως και ακριβώς αντίθετα παραδείγματα. Ο μάγος των video clips Jonathan Glazer έχει γυρίσει 2 ταινίες με κάκιστα σενάρια (Sexy Beast, Birth) δίνοντας στο κοινό τελικά το καλύτερο αποτέλεσμα που θα μπορούσε.
Οι 2 πρώτοι που μας έρχονται στο μυαλό σήμερα σ’αυτή τη κατηγορία είναι ο David Lynch και ο Wong Kar Wai. Σχεδόν καταργώντας από ένα σημείο και μετά το σενάριο, οι ταινίες τους μοιάζουν πλέον με συρραφή εκπληκτικών μεμονωμένα σκηνών. Το 2046, η αποθέωση του στυλ, για πολλούς το απόλυτο αριστούργημα των 00s, για κάποιους άλλους μια ασυναρτησία. Οι τελευταίες ταινίες του Lynch το ίδιο. Στο internet μόνο θα βρείτε αμέτρητους καυγάδες σε blogs και forum, ενώ απλά να το θέσετε ως κουβέντα σε μια σινεφίλ παρέα θα μιλάτε ώρες χωρίς πιθανά στο τέλος να καταλήξετε κάπου. Αν καταλήξετε θα είναι μάλλον για τις προτεραιότητες που έχει ο καθένας βλέποντας μια ταινία. Αν αυτό το υποτιθέμενο τίποτα το βλέπει ο καθένας ως απόλαυση ή ως απάτη, αν μπορεί να δεχθεί τα όσα ασυνάρτητα βλέπει στο Lost Highway ως ψυχαγωγία ή αν του προκαλούν πονοκέφαλο. Το καλό με τέτοιου είδους σκηνοθέτες είναι πως θα παραμείνουν για πάντα αμφιλεγόμενοι – τουλάχιστον όμως έστω και γι’ αυτό θα μείνουν και δε θα ξεχαστούν.


Ο Bieneux είναι πάντως ψιλοξεχασμένος σήμερα καθώς ποτέ δε μπόρεσε να ξεπεράσει τις εμμονές του. Το λεγόμενο στυλιζαρισμένο σινεμά ζει και βασιλεύει πάντως, αν και η αλήθεια είναι πως ποτέ δε μπορούσα να δώσω έναν ορισμό για το τι ακριβώς είναι αυτό. Απλά το καταλαβαίνω όταν το βλέπω, αιχμαλωτίζομαι από αυτό που βλέπω και μετά άντε να ψάξεις αν αυτό που είδες ήταν τελικά ωραίο ή όχι. Ουσιώδες ή όχι μάλλον, γιατί ωραίο είναι σίγουρα






Τετάρτη 6 Ιουνίου 2007

Classic moments



Carl Theodore Dreyer - Vampyr (1932)
Αποθέωσις...

Marie Antoinette (2006) - Sofia Coppola



Οι νέοι γενικώς βαριούνται, προφανώς όχι μόνο στην εποχή μας. Το “βαριέμαι” τους πάντως συνήθως δεν αντιμετωπίζεται άσχημα από τους υπόλοιπους καθώς σχετίζεται με τη τάση που έχουν να είναι ανικανοποίητοι και συνεχώς να προσπαθούν να ανακαλύπτουν καινούρια πράγματα. Δε μιλάμε δηλαδή για το “βαριέμαι” του δημόσιου υπάλληλου που μοιάζει πλέον με παράσιτο, αλλά το φαινόμενο της συνεχούς ανησυχίας που έχουν για το ό,τι συμβαίνει γύρω τους.
Πολλές φορές αυτό το καινούριο μπορεί να πηγάζει μέσα από τα απλούστερα πράγματα της ζωής και τυχαίνει ακόμη και αν ζεις σε ένα υποτιθέμενο παραδεισένιο περιβάλλον να μη μπορείς να το βρεις. Αν σε αυτό το περιβάλλον υπάρχει περίσσεια υλικών αγαθών για παράδειγμα, αυτά αρχίζουν και χάνουν σιγά-σιγά αξία στο προσωπικό σου χρηματιστήριο και τα αντιμετωπίζεις ως παιχνίδι. Το χειρότερο μάλιστα δε μπορείς να καταλάβεις ότι περίσσεια αγαθών δεν έχουν οι πάντες, αλλά αγωνίζονται καθημερινά να τα αποκτήσουν. Φανταστείτε λοιπόν έναν άνθρωπο που περικυκλώνεται από πλούτο και δεν έχει γνωρίσει ποτέ διαφορετική κατάσταση, να διοικεί κάποιους άλλους που ζουν στη εξαθλίωση. Και άντε αν αυτό συμβαίνει σήμερα υπάρχει η τεχνολογία και μπορεί να ξεστραβωθεί ο βασιλιάς για το τι γίνεται έξω από το παλάτι, τους προηγούμενους αιώνες όμως πώς λυνόταν το πρόβλημα; Πολύ απλά δε λυνόταν ποτέ και έτσι παλάτι και λαός ζούσαν σε 2 παράλληλα σύμπαντα και σπάνια μπορούσαν να κατανοήσουν ο ένας τον άλλο.
Πως δένει θα μου πείτε τώρα η βαρεμάρα των νέων με τη σχέση εξουσιαστή και των υποτελών του. Είναι τα 2 κεντρικά θέματα του εξαιρετικού τούτου δημιουργήματος της Sophia Coppola η οποία βρήκε έναν αρκετά ευφάνταστο τρόπο να ολοκληρώσει πιθανά τη θεματολογία των προηγούμενων ταινιών της. Η Marie Antoinette ως χαρακτήρας είναι το έναυσμα για σκέψεις όπως οι παραπάνω. Στο φιλμ δεν υπάρχει κανένα ενδιαφέρον για την ιστορία κάτι που μου έδωσε μεγάλη χαρά καθώς μόνο ως ιστορικό μέσο δε μπορώ να χαρακτηρίσω τον κινηματογράφο – απ’ότι ξέρω υπάρχουν βιβλία και ντοκιμαντέρ για όσους θέλουν εικόνα. Η υπερπροσφορά βιογραφιών τα τελευταία χρόνια έχει δημιουργήσει ένα συγκεκριμένο τύπο ταινιών – αρκετά ανώδυνο - που οι περισσότεροι τηρούν κατά γράμμα κάτι που είναι και το πιο ασφαλές άλλωστε. Για να γίνουμε λίγο πιο συγκεκριμένοι, έχουμε να κάνουμε με μια μελέτη γύρω από τον τρόπο με τον οποίο έστηνε τα πάρτι της η Αντουανέτα, ποιους γκόμενους ήθελε και τι μικρές συνήθειες είχε. Εκ πρώτης όψεως κανένα ενδιαφέρον σ’αυτά εδώ. Εκεί όμως πάνω στη παρέλαση εντυπωσιακών κοστουμιών στήνονται δειλά οι ανησυχίες της Coppola και διαπιστώνουμε ότι το φαινομενικά αδιάφορο τελικά αποδεικνύεται πολύ πιο χρήσιμο από μια τυπική εξιστόρηση γεγονότων.
Αναφορικά με τους νέους είναι εμφανής η ενασχόληση της Coppola με το συγκεκριμένο θέμα. Θυμάστε φαντάζομαι τις αυτοκτονίες των παρθένων της αλλά και ατέλειωτες ώρες ανίας της Scarlet Johansson στο Τόκιο. Εδώ παρουσιάζει την ηρωίδα ως ένα άτομο τελείως έξω από τα νερά της, που αν ζούσε σήμερα θα προτιμούσε να ζει σε μια μεγαλούπολη κάνοντας βόλτες και ψώνια με τις φίλες της ενώ το βράδυ θα φλέρταρε σε κάποιο bar ακούγοντας New Order. H έπαυλη των Βερσαλλιών όσο μεγάλη και αν είναι φαντάζει ως φυλακή για το χαρακτήρα της, με καθημερινά βασανιστικά πρωτόκολλα που πρέπει να τηρούνται. Παντρεύεται έναν ανεκδιήγητο σύζυγο ο οποίος φοβάται να την αγγίξει και θα το κάνει μόνο από υποχρέωση όταν φτάσει το πλήρωμα του χρόνου για απόγονο. Από το ξεκίνημα της ταινίας όπου η ηρωίδα φεύγει από το παλάτι της Αυστρίας για αυτό της Γαλλίας ως μέρος συμφωνίας για ευημερία στη σχέση των χωρών, υπάρχουν σκηνές που φανερώνουν τη λύπη της για το περιβάλλον που μεγαλώνει. Στενοχωριέται για παράδειγμα όταν της παίρνουν τον αγαπημένο της σκύλο, απορεί που έχει αμέτρητες κοπέλες δίπλα της να την ντύνουν και βαριέται να κοσμεί με κομπλιμέντα κάθε αυλική. Αν σκεφτούμε λοιπόν πως κάθε νέος που δε ξέρει τι να κάνει ή το ρίχνει στη δουλειά ή καίγεται στα πάρτι, αυτή μοιραία λόγω έλλειψης δουλειών στο παλάτι έκανε τη λογική επιλογή. Μια ζωή ένα ατέλειωτο πάρτι λοιπόν. Κατασπατάληση της περιουσίας, απίθανες αγορές, ποτά, ξεγνοιασιά και φλερτ γιατί ο Λουδοβίκος δεν αγγίζει. Καθόλου παράλογο για κάποιον που μεγαλώνει έτσι.
Αυτός ο χαρακτήρας λοιπόν, που έχει μάθει να βλέπει τη ζωή ως παιχνίδι είναι στη κορυφή της ιεραρχίας στη χώρα της. Έχει πλάκα μάλιστα που η Coppola παρουσιάζει τον Λουδοβίκο, μέσω του καταπληκτικού Jason Schwartzman, ακόμη πιο παιδικό και αναξιόπιστο χαρακτήρα, καθώς ουσιαστικά αυτός παίρνει τις διοικητικές αποφάσεις. Η βασιλεία λοιπόν δίνονταν σε τυχάρπαστους που είχαν τη τύχη να γεννηθούν βασιλείς. Ο μύθος με το παντεσπάνι, αν και μέσα στη ταινία δίνεται όντως ως μύθος, μοιάζει να είναι πραγματικότητα. Ένα τέτοιο άτομο, παρά τις ευαισθησίες που είχε – το χειροκρότημα στο θέατρο για παράδειγμα – θα μπορούσε όντως να το είχε πει γιατί δεν έχει ιδέα τι συμβαίνει έξω από τις Βερσαλλίες. Και αν οι πρόγονοι της γλίτωσαν αυτή είχε την ατυχία να πέσει στην επανάσταση, καθώς όταν ξεκινά η αντίστροφη μέτρηση για την αποκαθήλωση ο λαός βάλλει κατά του πολιτεύματος και όχι των συγκεκριμένων ονομάτων. Προφανώς ούτε η Αντουανέτα ούτε ο Λουδοβίκος ήταν χειρότεροι από τους προκατόχους τους, απλά υπήρξαν στην εποχή που το ποτήρι κατά της βασιλείας είχε ξεχειλίσει. Ο διωγμός της ηρωίδας από το παλάτι αποτελεί και το πλέον διεκπεραιωτικό κομμάτι της ταινίας, καθώς η Coppola έχοντας ολοκληρώσει ό,τι είχε να πει κάνει μάλλον αγγαρεία. Θα μπορούσε να μη το βάλει και καθόλου μια που τόσο άνετα τα προηγούμενα 100 λεπτά αγνοούσε την ιστορία.
Η προσέγγιση αυτή στην Αντουανέτα επιβραβεύτηκε με μια μεγαλοπρεπέστατη γιούχα στις Κάννες. Στη χώρα μας επιβραβεύτηκε με “πόρτα” από τις αίθουσες και έτσι το είδαμε απευθείας σε DVD. Προσωπικά η θυγατέρα Coppola, αν και ένα μικρό πρόβλημα έκφρασης το έχει - γυναίκα σκηνοθέτης βλέπετε, να πω και τη κακία της ημέρας - μου άφησε για άλλη μια φορά θετικές εντυπώσεις τουλάχιστον πάνω στις ιδέες που είχε γύρω από το κεντρικό χαρακτήρα. Πιθανά και η ίδια να βαριόταν μικρή όταν ο πατέρας της έβγαζε εκατομμύρια και αυτά τα συναισθήματα που είχε τα μεταβιβάζει σήμερα στους ήρωες της. Και συνήθως τα καταφέρνει με αποτέλεσμα μόνο βαρετή να μη θεωρείται σήμερα ως σκηνοθέτης.