Δευτέρα 24 Νοεμβρίου 2008

Η δήλωση της χρονιάς !


(Για τη μη συμμετοχή της ταινίας Dust of Time στο διαγωνιστικό τμήμα του Φεστιβάλ Βερολίνου)

«Όταν πήγα με ταινία εντός συναγωνισμού δεν πήρα βραβείο, γιατί δόθηκε έμφαση στους νέους δημιουργούς. Μπορεί να είναι εγωιστικό αλλά δεν δέχομαι να πάω σε ένα διαγωνισμό και να μην πάρω βραβείο. Για αυτό συμμετέχω εκτός συναγωνισμού»

Θόδωρος Αγγελόπουλος 22/11/08 Θεσσαλονίκη

Τετάρτη 1 Οκτωβρίου 2008

Minority Report - Steven Spielberg (2002)



Στο μέλλον των Philip Dick και Steven Spielberg όποιος θέλει να πουλήσει προϊόντα ή υπηρεσίες πρέπει να εντυπωσιάσει. Με τη βοήθεια της τεχνολογίας οι διαφημίσεις αναφέρονται πλέον προσωπικά στον κάθε καταναλωτή, οι απόγονοι των DVD σου δίνουν την αίσθηση πως έχεις δίπλα σου ζωντανούς ανθρώπους και ο τωρινός hacker προσομοιώνει όποια φαντασίωση και αν του ζητήσεις. Μια ιδιωτική αστυνομική επιχείρηση, που θέλει να πουλήσει τις υπηρεσίες της σε ολόκληρο το κράτος, πρέπει και αυτή με τη σειρά της να βρει κάτι εξίσου εντυπωσιακό ώστε να πείσει για τις ικανότητες της. Προφανώς το να συλλαμβάνει φονιάδες δεν εντυπωσιάζει γιατί αυτό το έκανε και ένας αστυνομικός με ένα ρόπαλο πριν 200 χρόνια. Αντιθέτως το να προλαμβάνει το φόνο και να πιάνει π.χ. τον απατημένο σύζυγο όταν είναι έτοιμος να σκοτώσει με ψαλίδι τη γυναίκα του και τον εραστή της είναι άκρως εντυπωσιακό. Πως επιτυγχάνεται αυτό δεν ενδιαφέρει κανέναν πολίτη, από τη στιγμή που το σύστημα δουλεύει και οι φόνοι πλέον εκλείπουν. Αυτός πάντως που το σχεδίασε ξέχασε μια πολύ σημαντική λεπτομέρεια, πως αν προβλέπονται όλοι οι φόνοι δε θα μπορέσει και ο ίδιος να σκοτώσει ποτέ.
Αυτό το μικρό σφάλμα δίνει και την εκκίνηση για τη δράση του φιλμ. Δράση γεμάτη σασπένς που κρατά αμείωτο το ενδιαφέρον του θεατή ως το φινάλε και παράλληλα δίνει το έδαφος στον Spielberg να αναπτύξει τους προβληματισμούς του. Scanners σε όλη τη πόλη διαβάζουν τους αμφιβληστροειδείς των πολιτών οπότε γίνεται φανερό που βρίσκονται ανά πάσα στιγμή, πολίτες απαθείς και ανήμποροι, απορροφημένοι από τα τεχνολογικά θαύματα. Υπάρχει μια εμφανής απαισιοδοξία πίσω από την υπόθεση που έρχεται σε αντιδιαστολή με την επιστημονική πρόοδο, δηλωμένη και οπτικά μέσα από τα μουντά χρώματα που κυριαρχούν σε ολόκληρη την ταινία. Οι μόνες στιγμές στις οποίες οι εικόνες γίνονται ομορφότερες και πιο γαλήνιες είναι σε σπίτια εκτός πόλεων στα φαίνεται να έχει σταματήσει ο χρόνος και δεν έχουν, εξωτερικά τουλάχιστον, καμία διαφορά με τα σημερινά (η ταινία βρίσκεται χρονικά στο 2054). Είναι και μια λύση ίσως που προτείνει ο σκηνοθέτης, καθώς κλείνει και την ταινία του με πλάνο τέτοιου σπιτιού και χαρούμενους φιλοξενούμενους μέσα σ’αυτό. Στην πόλη άλλωστε – όπως λέει και το tagline του φιλμ – everybody runs, και όχι συνήθως για καλό λόγο.
Ο Spielberg των 00s απαλλαγμένος εντελώς πλέον από το αν φαίνεται σοβαρός ή όχι – κάτι που στο παρελθόν τον οδήγησε σε ταινίες όπως τα Schidler’s list και Amistad – προσπαθεί να ακολουθήσει τη συνταγή του Hitchcock του 50, ενώ παρεμπιπτόντως έχει και τεχνικά πολλές αναφορές σε αυτόν, δίνοντας ένα πολύ ενδιαφέρον αποτέλεσμα. Προσφέρει στο κοινό εμπορικό σινεμά με ξεκάθαρες όμως προβληματικές και φυσικά με ατού την αδιαμφισβήτητη δεξιοτεχνία του, κάτι που επιχειρεί και αργότερα με το Catch me if you can και με την καλύτερη πιθανά ταινία στην 40χρονη σχεδόν καριέρα του, το Munich.

Τρίτη 9 Σεπτεμβρίου 2008

Δύσκολοι καιροί για διανομείς...

Το νέο είναι σχετικά παλιό (τέλη Ιουνίου) αλλά ιδιαίτερα σημαντικό και αφορά το κλείσιμο μιας από τις σημαντικότερες εταιρείες στο χώρο της διανομής κινηματογραφικών ταινιών στην Ευρώπη, της Tartan.

Από το http://blogs.guardian.co.uk/film/2008/06/rip_tartan.html

"It wasn't entirely unexpected, but the sudden slide into administration of independent distributor Tartan Films is still a moment to give the British cinema world chills.

Fronted by the enthusiastically eccentric Hamish McAlpine, Tartan had been going in one form or another since 1984, but began its run as a major art-film player when it merged with another distributor, Metro, in 1991. (This gave it a base to work from: the Metro cinema, in London's Rupert Street, the destination for many of their films, until it was sold off in 2002 and renamed the Other Cinema - before finally closing in 2004.)

Tartan had been haemorrhaging top staff for some time, and been the subject of tentative takeover talk - but industry talk suggests that the outfit was undone when it set up its US arm (which itself closed its doors and auctioned off its catalogue on June 1 this year). Tartan USA went big on Red Road to launch itself - a film not likely to sustain any commercial ambitions in America.

Whatever repercussions develop from all this messiness, McAlpine and Tartan deserve our gratitude for identifying and capitalising on specific trends in international cinema - most notably as pioneers, in this country at least, of J-horror and Korean body-shock cinema, as well as pushing the envelope in all sorts of ways.

Not only were Tartan the company that gambled on bringing such indelible Far East classics as the Ringu trilogy, Battle Royale, the two Tetsuo movies, Oldboy and The Eye, they also were instrumental in popularising music documentaries (with films like The Devil and Daniel Johnson, End of the Century, and Dig! - the last-named still being one of my personal favourites of the last five years) and censor-baiting fare such as The Idiots, 9 Songs and Irreversible. (They sometimes stepped over the line; perhaps they should have left The Great Ecstasy of Robert Carmichael alone.)

And it goes without saying they could spot and get hold of masterpieces outside the obvious generic categories; docos like Capturing the Friedmans and My Architect, Bernard Rose's lacerating Ivans xtc, Sylvain Chomet's beautifully animated Belleville Rendezvous.

The independent end of the British distribution world is currently in major flux. Artificial Eye, the veteran foreign language outfit, has been sold to a larger company; its one-time founder has set up a new company, Next Wave. Established art-film companies, such as Soda, Optimum and Metrodome are being joined by newer, smaller entities that have yet to prove their longevity - or their taste.

Most, if not all, seem to be kept afloat by DVD sales, and quietly complain that the UK Film Council's attempts to support what they term "specialist" film are often more of a hindrance than a help. Be that as it may, Tartan's demise leaves a major hole in British cinema - and MacAlpine's engaging personality will be missed - though for how long is open to question."

(και αναρωτιόμουν τόσο καιρό γιατί δεν λειτουργεί το site τους...)


Πέμπτη 4 Σεπτεμβρίου 2008

Son of Rambow - Garth Jennings (2007)


Συμμετέχοντας σε μια συζήτηση πριν λίγο καιρό με θέμα το παιδικό παιχνίδι, τόνιζα πως μια βασική διαφορά των πρόσφατων δεκαετιών με σήμερα ήταν η δύναμη του παιχνιδιού, της παιδικής περιπέτειας,που εξίσωνε παιδιά διαφορετικών κοινωνικών τάξεων. Σε αντίθεση με τα σημερινά ,εξοπλισμένα με διάφορα gadgets, παιδιά που συχνά μοιάζουν και ως δείκτης της οικονομικής εμβέλειας των γονιών, τα “παρατημένα” από αυτή την άποψη παιδιά των 80s σκότωναν την ώρα τους μέσω απλών, η στην προκειμένη και λίγο πιο σύνθετων, ιδεών και δημιουργούσαν φαινομενικά αταίριαστες φιλίες.

Από αυτή την άποψη δεν είναι καθόλου τυχαίο που το φιλμ τοποθετείται χρονικά στα πρώτα χρόνια του 80. Έχει ως βασικούς χαρακτήρες 2 τύπους παιδιών εύκολα αναγνωρίσιμους, τον φιλήσυχο και καταπιεσμένο Will Proudfoot μέλος βαθιά θρησκευόμενης οικογένειας που δεν του επιτρέπει να ακούει μουσική ή να βλέπει τηλεόραση, και το κωλόπαιδο Lee Carter που μεγαλώνει με τον αδερφό του χωρίς γονείς έχοντας πλήρη ελευθερία και ζώντας για να καταπιέζει παιδιά σαν τον Will. Μετά από μια σειρά συμπτώσεων οι 2 τους βρίσκονται στο σπίτι του Carter και παρακολουθώντας σε μια πειρατική vhs το Rambo:First Blood (εξαιρετική επιλογή νέοι μου…) αποφασίζουν να γυρίσουν μια δική τους εκδοχή της ταινίας και έτσι εγένετο Son of Rambo. Στα γυρίσματα θα γεννηθεί η φιλία τους και θα δοκιμαστεί από τη καταλυτική παρουσία ενός Γάλλου μαθητή που βρίσκεται για λίγες μέρες εκεί μέσω προγράμματος ανταλλαγής. Ο Didier, ένας εξαιρετικός για τη ταινία χαρακτήρας, πληγωμένος ίσως από τη μέτρια καθημερινότητα του εμφανίζεται στους Άγγλους μπλαζέ και εκκεντρικός (κάτι σαν νεαρή εκδοχή του Michael Jackson) βρίσκοντας την ευκαιρία να μετατραπεί σε ίνδαλμα τους για όσο χρονικό διάστημα είναι εκεί.

Ο Jennings – του αγαπητού Hitchhikers Guide to the Galaxy - αποφεύγει τη σημερινή εποχή και για να σχολιάσει και τους ήρωες των νέων. Το ότι από τα 3 παιδιά, τα 2 ονειρεύονται να γίνουν σινε-ήρωες και ο τρίτος pop star είναι φαινόμενο που συμβαίνει και σήμερα, όμως η επιλογή του Rambo, ενός εκλαϊκευμένου κινηματογραφικού ήρωα, δείχνει και την έλλειψη αντίστοιχων σημερινών. Το σημερινό παιδί ακόμη και να είχε τέτοιες ανησυχίες δύσκολα θα γυρνούσε π.χ. το Son of Neo ή το Son of Jack Sparrow πού να μαθαίνει και CGI τώρα. Σε κανένα σημείο του φιλμ δε εκθειάζεται η ταινία Rambo, αυτό άλλωστε είναι και προσωπική γνώμη του καθενός, αλλά η δυναμική που είχαν πολλοί κινηματογραφικοί ήρωες του παρελθόντος και γενικότερα η επιρροή που ασκούσε το μέσο στον θεατή. Αυτή είναι που ξεσηκώνει τα παιδιά και οδηγεί σε ένα είδος επανάστασης, καθώς οι προσωπικές τους ιστορίες τους εμφανίζουν ως εγκλωβισμένους.

Με κάποια ψήγματα του Stand by me, αλλά με πολύ πιο κωμική διάθεση, το Son of Rambow είναι μια ταινία ενηλικίωσης που μοιάζει να βελτιώνει πολλές αντίστοιχες της εποχής που αναφέρεται. Χρησιμοποιεί σωστά τη νοσταλγία, ως διαπαιδαγωγικό μέσο κατά κάποιο τρόπο, και δεν πέφτει σε μελό συναισθηματισμούς. Αντιθέτως τονίζει την σχέση που μπορεί να έχει ένα παιδί με το ίνδαλμα του – πραγματικό ή φανταστικό – και πώς αυτή μπορεί να επηρεάσει προς το καλύτερο τις σχέσεις του με το στενό περιβάλλον. Άλλωστε αυτό είναι το πιο σημαντικό και το πιο δύσκολο συνάμα.

Παρασκευή 29 Αυγούστου 2008

10+1 Ταινίες για το 2007-2008






Λίγες μέρες πριν τον Σεπτέμβρη, οπότε και ξεκινά ως είθισται η νέα κινηματογραφική σαιζόν, έρχεται και η αγαπητή λίστα με τα καλύτερα του 2007-08. Αφού είδα ελπίζω όσα έπρεπε να δω, σε μια χρονιά που ο ελεύθερος χρόνος για μένα ήταν πολυτέλεια, το συμπέρασμα που βγαίνει πως εκεί που άλλες χρονιές έψαχνες με το ζόρι ταινίες για να συμπληρώσεις τη δεκάδα, φέτος αναγκαζόσουν και έσβηνες αρκετές για να μπορέσουν να γίνουν 10 στο τέλος. Ήταν η καλύτερη αναμφίβολα σαιζόν της δεκαετίας, καθώς οι περισσότεροι γνωστοί σκηνοθέτες φάνηκαν αντάξιοι του ονόματος τους , ενώ υπήρξαν και αρκετά ντεμπούτα εκπλήξεις. Εύχομαι μια ανάλογη συνέχεια φέτος και χαίρομαι που μάλλον θα έχω πολύ περισσότερο χρόνο για κινηματογραφικές αναζητήσεις.

10. Ratatouille

Animation αποκλειστικά για ενήλικες καθώς οι σκηνές γέλιου που είναι φτιαγμένες για παιδιά είναι πολύ λίγες. Ακόμη και ο προφανώς βρώμικος αρουραίος μπορεί να γίνει ο καλύτερος σεφ του Παρισιού, αρκεί να το θελήσει. Απλό και συνάμα άκρως απολαυστικό, δίνει την εντύπωση - όπως και το επερχόμενο Wall-E - πως πολλά ιδιοφυή μυαλά βρίσκονται πίσω από το χώρο των κινουμένων σχεδίων

9. In Bruges

Οι πιο περίεργες διακοπές της χρονιάς ξεχωρίζουν γιατί έχουν τις ιδανικές δόσεις δράματος και χιούμορ που λειτουργούν ως αντίβαρο το ένα για το άλλο. Απολαυστικοί πρωταγωνιστές, πολλά ευφυολογήματα αλλά και - το μόνο foul - παρατραβηγμένο φινάλε.

8. Michael Clayton

Το ντεμπούτο του Tony Gilroy ξεχωρίζει έχοντας ως ατού 2 εξαιρετικούς βοηθητικούς χαρακτήρες που εκφράζουν το καλό και το κακό, βάζοντας τον πρωταγωνιστή George Clooney σχεδόν μπερδεμένο κάπου στη μέση να προσπαθεί να ξεδιαλύνει την κατάσταση. Εξαιρετικό κείμενο - ειδικά οι μονόλογοι του Wilkinson - σε ένα φιλμ που φλερτάρει με διάφορα είδη χωρίς να καταλήγει στο τί ακριβώς είναι. Αυτό πιθανά είναι και η μεγαλύτερη γοητεία του

7. No Country for Old Men

Ένα τέλειο θέμα, η αδυναμία της παλαιάς γενιάς να κατανοήσει τους νεοβάρβαρους, δοσμένο από 2 βιρτουόζους και αθεράπευτους σινεφίλ μπορεί να γίνει η ταινία ορόσημο. Η εξυπνακίστικη διάθεση όμως των Coen και η πρόθεση τους να στήνουν άψογες αλλά καμιά φόρα χωρίς νόημα σκηνές, δεν βοηθά στη δημιουργία ενός αριστουργήματος. Είναι πάντως ένα σπουδαίο κινηματογραφικό γεγονός και μια απο τις καλύτερες ταινίες τους που επιζητά την πολλαπλή θέαση ώστε να γίνουν κατανοητές οι ανησυχίες τους για τη ζωή και τον θάνατο, το παρελθόν και το μέλλον.

6. Sweeney Todd : The Demon Barber of Fleet Street

Από τις εκπλήξεις, όχι φυσικά γιατί ο Burton δεν έχει την ανάλογη ποιότητα αλλά γιατί έμοιαζε κορεσμένος τα τελευταία χρόνια. Το καλύτερο μαύρο χιούμορ, δυνατή ιστορία εκδίκησης αλλά και φανέρωση των ικανοτήτων - και - στο μιούζικαλ του Depp.

5. Taxidermia

Αν και του 2006, αλλά παιγμένο φέτος στις αίθουσες, το αριστούργημα του Gyorgy Palfi - δείτε το εξαιρετικό πρώτο του φιλμ , Hukkle - είναι ασυμβίβαστο στη παρουσίαση των αλληγορικών εικόνων του. Πώς ξεκίνησε και πώς κατέληξε ο κομμουνισμός στην Ουγγαρία, αλλα και γενικότερα στην ανατολική Ευρώπη του 20ου αιώνα μέσα από μια σειρά άλλοτε σπαρταριστών και άλλοτε αποκρουστικών επεισοδίων. Για γερά νέυρα και στομάχια.

4. The Assassination of Jesse James by the Coward Robert Ford

'Η μήπως το αντίθετο ; Η κινηματογραφική ειρωνεία σε όλο της το μεγαλείο. Ο Dominik αποδομεί το κλασικό γουέστερν και μετά από 2,5 ώρες μαγευτικών εικόνων - πολυ καλή δουλειά στη φωτογραφία - δίνει τη δική του άποψη για τους ήρωες και αντιήρωες της Δύσης. Σε μεγάλα κέφια Pitt και Affleck στηρίζουν όπως πρέπει αυτό το περίεργο δίπολο που κατατάσσει την ταινία στις εκπλήξεις της χρονιάς καθώς ο σκηνοθέτης είχε να εμφανιστεί από το 2002 και το μέτριο τότε Chopper.

3. 4 Months, 3 Weeks and 2 Days

...Και πως τερματίζονται σε μια οδυνυρή ημέρα. Το μεγάλο όπλο του Mungiu είναι πως μέσα από μια άσχημη προσωπική ιστορία, χωρίς να δίνει σαφείς πληροφορίες για το περιβάλλον που λαμβάνει χώρα, αφήνει να εννοηθούν τα πάντα μέσω των εικόνων του. Φθηνή παραγωγή που συστήνει στον κόσμο ένα αυθεντικό κινηματογραφικό ταλέντο που γνωρίζει πολύ καλά πως να μην κάνει μελό μια ιστορία που μοιραία οδηγεί προς τα εκεί, αλλά φλερτάροντας με το θρίλερ δίνει τελικά μια παρουσίαση της κοινωνικής και πολιτικής κατάστασης μιας ολόκληρης εποχής.

2. Zodiac

Μαζί με το πρώτο, οι 2 ογκόλιθοι της φετινής χρονιάς. Μια ιστορία για τις εμμονές, με εμμονοληπτικούς ήρωες από έναν κατ΄ εξοχήν εμμονοληπτικό σκηνοθέτη. Το σύγχρονο Vertigo ίσως, καταπιάνεται - τι ειρωνεία - με μια πραγματική και άλυτη ως σήμερα αστυνομική υπόθεση, εστιάζοντας στις προσωπικές ζωές αυτών που τις παράτησαν με σκοπό την επίλυσή της. Στα 150 λεπτά του δεν υπάρχει πλάνο που να μην ελέγχθηκε μέχρι τελευταίας λεπτομέρειας από τον Fincher και για το οπτικό αποτέλεσμα αλλά και για την ομαλή συνέχεια των γεγονότων, δίνοντας έτσι ένα τελικό αποτέλεσμα απίστευτης συνοχής με σεβασμό προς το θεατή και χωρίς καμία διάθεση εντυπωσιασμού.

1.There Will Be Blood

Απλά το καλύτερο και όχι μόνο φέτος. Ο σπουδαίος Paul Thomas Anderson είχε ανεβάσει πολύ ψηλά τον πήχυ με την πολύχρονη αναμονή για τη ταινία, αλλά - πράγμα σπάνιο για τέτοιες περιπτώσεις - δικαίωσε και τους πιο απαιτητικούς. Το φιλμ χρησιμοποιώντας τα αρχέτυπα του καλού αμερικανικού σινεμά, μιλάει για το σύγχρονο κόσμο, για την εξέλιξη του ανθρώπου, για τη Δύση, για την οικογένεια, για τη θρησκεία μέσω ενός χαρακτήρα. Ο Daniel Plainview, δεν μπορεί να αντιμετωπιστεί ως υπαρκτή προσωπικότητα αλλά ως μια προσωποποίηση πολιτικών, τακτικών και ιδεών που εφαρμόστηκαν τον 20ο αιώνα και πολύ απλά αν συνεχιστούν στο μέλλον, σύμφωνα με τον προφητικό τίτλο του σχετικά αναίμακτου αυτού αριστουργήματος , θα χυθεί αίμα.

και...

+1. Indiana Jones and the Kingdom of the Crystal Skull

... που δεν μπορεί να μπει σε διαδικασία σύγκρισης γιατί πολύ απλά δεν είναι ταινία. Είναι το έδεσμα, το κέρασμα του Spielberg προς αυτούς που μεγάλωσαν με τις 3 πρώτες ταινίες, καθώς δεν έχει καμία διάθεση να δώσει κάποια νέα διάσταση στην τριλογία αλλά την χρησιμοποιεί πανέξυπνα, υπενθυμίζοντάς την ουσιαστικά. Και αυτό είναι ότι καλύτερο μπορεί να κάνει με την κακή πλοκή που έχει στη διάθεση του - ο άτιμος ο Lucas φταίει για όλα - , σεβόμενος και ο ίδιος έναν από τους πιο χαρακτηριστικούς ήρωες στην ιστορία του σινεμά, που έχει συνδυαστεί με την έννοια περιπέτεια. Πολύ απλά οι 2 πιο τέλειες ώρες.









Κυριακή 6 Ιουλίου 2008

Σάββατο 3 Μαΐου 2008

Electric Dreams



Και όμως ακόμη only avalaible in VHS, κλαψ...


Πέμπτη 1 Μαΐου 2008

How to Get Rid of Others - Anders Ronnow Klarlund (2007)


Δεν υπάρχει καλύτερη χρονιά από τη φετινή (και καλύτερη έξοδος στις αίθουσες από τη 1η Μάη) για τη θέαση του How to get rid of others. Μιας ταινίας ενοχλητικής αν ζούσαμε στη τέλεια κοινωνία, αλλά δυστυχώς επίκαιρης στην αληθινή που ζούμε. Τα χονδροειδή υπό άλλες συνθήκες αστεία των Δανών μοιάζουν τόσο μα τόσο κοντινά σε νόμους και διατάξεις που είδαν τα μάτια μας φέτος γιατί έχουν κοινό στόχο. Τη μετατροπή της ανθρώπινης ύπαρξης δηλαδή σε, κατά κάποιο τρόπο, λογιστική μονάδα και την εκβιαστική εισχώρηση των ατόμων σε ένα σύστημα που εξυπηρετεί επιλεκτικά μόνο όσους το εξυπηρετούν.
Στη Δανία του κοντινού μέλλοντος λοιπόν βρέθηκε η λύση για τη πρόοδο του κράτους. Όλοι οι άνθρωποι περνούν από επιτροπή αξιολόγησης, για το αν είναι παραγωγικοί ή όχι. Έτσι σακάτηδες, αλκοολικοί, τεμπέληδες, αναρχικοί, αντιδραστικοί, όσοι γενικώς δε συμφωνούν με το σύστημα πολύ απλά μετά το πέρας της εξέτασης θανατώνονται. Ποιοι μένουν ; Αυτοί που ξυπνούν το πρωί , δουλεύουν ως το βράδυ δεν ασχολούνται και δεν αντιδρούν με όσα ψηφίζονται ή γίνονται γύρω τους. Οι απαθείς. Καλύτεροι και χρησιμότεροι για έναν εξουσιαστή και από τους πεζοναύτες για έναν στρατηγό. Κάπως έτσι ονειρεύονται λοιπόν τον κόσμο του μέλλοντος, ένα κράτος απόλυτος αρχηγός να παρέχει προνόμια (και αυτά λιγοστά) μόνο σ’ αυτούς που συνεισφέρουν στην επιβίωση του. Και μετά κοροϊδεύουμε τη Β. Κορέα. Αν για ένα λόγο είναι ενοχλητικό το φιλμ είναι γιατί όλα αυτά τα πραγματικά άσχημα γεγονότα δίνονται με ακραία και εξόφθαλμα κωμικοτραγικό τρόπο. Επειδή όμως μετά τους τίτλους τέλους θυμόμαστε πως ζούμε σε κωμικοτραγική χώρα η αρχική ενόχληση μετατρέπεται σε προβληματισμό.

ps : Πιάστε τον Μάη (ό,τι και αν σημαίνει αυτό...)

Δευτέρα 7 Απριλίου 2008

Charlton Heston (1924-2008)




Να που φέτος μιλάμε γι' αυτόν 20 μέρες πριν από τη συνηθισμένη περίοδο του χρόνου...

Δευτέρα 24 Μαρτίου 2008

Be kind rewind - Michel Gondry (2008)


Τα παιδιά ως γνωστόν παρά τις συνεχείς αταξίες τους, καταφέρνουν αυθόρμητα και χωρίς ιδιαίτερο κόπο να αποκομίσουν τη συγχώρεση για τις πράξεις τους από τους υπόλοιπους. Ο Michel Gondry, ένας ενήλικας με καρδιά παιδιού, που είναι άξιον απορίας πως ζει στον κόσμο των μεγάλων, με τη τελευταία σκηνή – ύμνο για τη προσφορά του κινηματογράφου στον μέσο άνθρωπο συγχωρείται αυτομάτως για όλα τα λάθη που έκανε πριν.

Τα λάθη του πάντως είναι αναγνωρίσιμα και από το παρελθόν του και εντοπίζονται στο ότι χάνει πάνω στην παρόρμηση τον έλεγχο της ταινίας. Το σενάριο του φιλμ, για άλλη μια φορά ευφάνταστο, ασχολείται με 2 τύπους που για να σώσουν το ρετρό κατάστημα ενοικιάσεων VHS ταινιών, ξαναγυρνούν αρκετές από αυτές με πενιχρά μέσα, επειδή έχει καταστραφεί το εμπόρευμά τους. Όλη η εξέλιξη της ταινίας μοιάζει κάπως ιστορικά με τα πρώτα χρόνια του κινηματογράφου. Υπάρχουν δηλαδή από τη μια ευφυείς ερασιτέχνες και από την άλλη θεατές διψασμένοι για κάτι καινούριο παρά τις ατέλειες του. Αυτή η σχέση που αναπτύσσουν οι 2 πλευρές συχνά εξαφανίζεται από τις υπερβολές των πρωταγωνιστών και τα όχι πάντα κωμικά τους καμώματα που κατά διαστήματα κουράζουν. Σε συνδυασμό και με το προηγούμενο του, Science of sleep, ο Gondry μοιάζει εγκλωβισμένος στις ιδέες και το σινεμά που δημιουργεί. Είναι όμως πάντα – όπως και οι ήρωες του - συναισθηματικός, αυθόρμητος και πάνω απ’ όλα νοσταλγικός. Και επειδή έχει το ταλέντο να προβάλλει στην οθόνη τα προτερήματα του με πολύ γλυκό, και κάπως ανορθόδοξο, τρόπο δε μπορώ παρά να μη τον αποθεώνω. Έστω και αν επί της ουσίας το τελικό του αποτέλεσμα μοιάζει μέτριο.

PS : Το Be kind rewind την εποχή της βιντεοκασέτας ήταν σλόγκαν - παράκληση των καταστημάτων προς τους πελάτες ώστε αυτοί να γυρίζουν τις κασέτες στην αρχή πριν τις επιστρέψουν. Θυμηθείτε πόσες φορές νοικιάζοντας ταινία παρατηρούσατε στο σπίτι πριν τη δείτε πως ήταν αφημένη στο τέλος...



Τετάρτη 5 Μαρτίου 2008

Miller's Crossing - Joel & Ethan Coen (1990)


Λίγο πριν την επίσημη έξοδο της ταινίας No country for old men στις ελληνικές αίθουσες, ήρθε μια υπέροχη προβολή στο DVD μου – αρκετά χρόνια μετά την πρώτη – της καλύτερης ταινίας στη φιλμογραφία των αδερφών Coen, εξαιρουμένης της φετινής οσκαρικής δουλειάς τους που δεν έχω δει ακόμη. Το Miller’s crossing είναι από τις σπάνιες εκείνες ταινίες που μπορούν να γοητεύσουν τον οποιονδήποτε, είτε αυτός είναι μελετητής του κινηματογράφου είτε απλός θεατής που αρέσκεται σε γκανγκστερικά φιλμ.

Η ταινία, που διαδραματίζεται στην Αμερική την εποχή της ποτοαπαγόρευσης, παίρνει το όνομα της από την τοποθεσία όπου τα μέλη του υποκόσμου χρησιμοποιούν για να απαλλάσσονται από τους παρείσακτους – κοινώς να δολοφονούν. Ο πρωταγωνιστής Gabriel Byrne θα βρεθεί εκεί 2 φορές πρώτα ως θύτης και μετά ως υποψήφιο θύμα. Στη πορεία της ταινίας αλλάζει στρατόπεδο πηγαίνοντας από τον “κουμανταδόρο” της πόλης στον αντίπαλο του και υλοποιώντας ένα ασύλληπτο σχέδιο χρησιμοποιεί ως αντικείμενα διάφορους μικροκακοποιούς. Αυτή η συνεχής αλλαγή καταστάσεων είναι και το μεγαλύτερο όπλο της ταινίας καθώς δίνεται ιδιοφυώς χιουμοριστικά, αφού το μεγαλύτερο άγχος των ηρώων κατά τη διάρκεια της είναι πως θα καταφέρουν να ξεχωρίζουν τους φίλους από τους εχθρούς. Η “ηθική” του υποκόσμου που λέει και στην εναρκτήρια σκηνή ο υποψήφιος αρχιμαφιόζος Johnny Caspar είναι το ζητούμενο. Οι μόνοι ακίνδυνοι σ’αυτή την ιστορία είναι προφανώς οι αρχές του τόπου που λειτουργούν απλώς ως πιόνια και προσπαθούν, με το αζημίωτο βέβαια, να ικανοποιούν τα “αφεντικά”.

Η ευκολία με την οποία αλλάζουν συμμαχίες και φίλους οι μικροί και μεγάλοι κακοποιοί της ταινίας βγάζει προς τον θεατή μια εικόνα γελοιοποίησης. Σε καμία στιγμή δεν υπάρχει προσπάθεια θεοποίησης κάποιου ήρωα, κάτι που συχνά για λόγους εντυπωσιασμού γίνεται σε πολλές παρόμοιες ταινίες. Ακόμη και ο πρωταγωνιστής παρά την ευφυΐα που διαθέτει, λόγω του αποστασιοποιημένου από τα πάντα χαρακτήρα του αλλά και των προσωπικών του αδυναμιών – παράλληλα με το σχέδιο του έχει να αντιμετωπίσει και χρέη που ο ίδιος δημιούργησε – δεν αποτελεί πρότυπο ήρωα και σε καμία περίπτωση δε μπορεί να μείνει ως συμπαθής. Οι Coen έφτιαξαν λοιπόν μια ταινία με θέμα τη μαφία και με πρωταγωνιστές τα μέλη της και κατόρθωσαν να την απογυμνώσουν. Ακόμη και από τον τίτλο κλείνουν το μάτι σαν να μας λένε πως αργά ή γρήγορα όλα τα μέλη της εκεί καταλήγουν. Μέλη συνήθως αμόρφωτα, άπληστα και τα περισσότερα διόλου ευφυή. Γι’ αυτό απορούν σε όλη σχεδόν τη διάρκεια του φιλμ , σ’ένα από τα πιο εξωφρενικά αστεία που είδαμε ποτέ, που πήγαν τα μαλλιά του ιδιωτικού ντετέκτιβ που βρέθηκε νεκρός. Ακόμη γελάω με τα χάλια τους…

Δευτέρα 18 Φεβρουαρίου 2008

Νοσταλγίας συνέχεια



Με αφορμή το προηγούμενο post αλλά και την άφιξη στο εξαίσιο πλέον σπίτι μου του box με όλη σχεδόν τη φιλμογραφία των Laurel και Hardy μου ήρθαν και πάλι στον νου όλες αυτές οι σκέψεις περί του πόσο προσωπική είναι η εκτίμηση ενός φιλμ. Ανάλογα με τις περιστάσεις, τα άτομα, τη διάθεση και την ηλικία που παρακολουθείς κάτι μπορείς αυτομάτως να ταυτιστείς ή να αδιαφορήσεις γι' αυτό που βλέπεις. Μέσα από απλοϊκές ή σύνθετες εικόνες που εμφανίζονται στην οθόνη, ο καθένας βρίσκει τα νοήματα που θέλει να βρει ώστε η εικόνα να "μιλήσει" πραγματικά σ' αυτόν.
Η πρώτη από τις 3 νομίζω εποχές της κινηματογραφικής μου θέασης ξεκινά γύρω στα τέλη της δεκαετίας του 80 και περιλαμβάνει προφανώς τα hit της εποχής (Indy, Rocky,Rambo, Star Wars,Karate Kid κτλ), τις αξιαγάπητες κωμωδίες (ο Ferris Bueller προηγείται) και μια ανεξήγητη για τότε αγάπη για το βωβό αρχικά και γενικώς το ασπρόμαυρο cinema ( με την τριάδα Chaplin-Keaton-Laurel & Hardy να με στοιχειώνει). Είναι λογικό όλες αυτές οι ταινίες ανεξαρτήτως αντικειμενικής κριτικής , όσο υπάρχει αυτή βέβαια, αυτομάτως μεγιστοποιούνται θυμίζοντας μου κυρίως εικόνες και καταστάσεις της παιδικής ηλικίας. Πως λοιπόν μπορείς μετά από χρόνια να τις απαρνηθείς, προστατεύοντας τη "σοβαρή" εικόνα σου, σε διάφορες κινηματογραφικές συζητήσεις που μπορεί να λάβεις μέρος;
Θέλω να πιστεύω πως κάτι τέτοιο δε θα συμβεί ποτέ - παρά το γεγονός πως κάποιοι με κατηγορούν ως snob χοχο - και θα υπερασπίζομαι τις επιλογές μου όσο μπορώ. Άλλωστε τα παραπάνω λόγια αν και κινηματογραφικά αντανακλούν και τη γενικότερη στάση μας στην καθημερινότητα,τις ιδέες, τις απόψεις, τα συναισθήματα. Να εξελισσόμαστε ναι, γι' αυτό χαίρομαι πολύ που μετά τον Indy ήρθε ο Hitchcock και ο Antonioni, αλλά να μην αλλάζουμε

Πέμπτη 14 Φεβρουαρίου 2008

Συγκίνηση



Ναι τον αγαπώ... Με αυτόν μεγάλωσα άλλωστε. Και χαίρομαι απίστευτα που θα τον ξαναδώ σε αίθουσα μετά από 19 χρόνια (αυτή στην οποία τον είδα το 1989 έχει γίνει πλέον αποθήκη, κλαψ). Σήμερα εμφανίστηκε αυτό, σε 3 μήνες περίπου ολόκληρος.

Τετάρτη 16 Ιανουαρίου 2008

Michael Clayton - Tony Gilroy (2007)


Το Michael Clayton, όπως ακριβώς και ο ομώνυμος κεντρικός του ήρωας, δε ξέρει τι ακριβώς είναι. Ένα τυπικό mid life crisis φιλμ ή μια ταινία καταγγελία για τις μεγάλες πολυεθνικές ; Από το τίτλο και μόνο συνειδητοποιείς πως επικεντρώνεται κυρίως στον ίδιο τον Michael, ξοδεύοντας άλλωστε αρκετό κινηματογραφικό χρόνο για τα προσωπικά του και μέσω αυτού εισχωρεί σε ένα θέμα προφανώς όχι καινούριο και μάλλον χιλιοειπωμένο, με σκοπό να διαφοροποιηθεί από ανάλογες προσπάθειες του παρελθόντος.

Είναι ενδιαφέρον πως ο Gilroy δεν αφηγείται την αποκάλυψη ενός σκανδάλου, αλλά την επίδραση που έχει το χρονικό της αποκάλυψης πάνω στον ήρωα. Γι’ αυτό άλλωστε και τον βάζει ως παρατηρητή των γεγονότων και όχι ως αυτόν που ξεσκεπάζει το σκάνδαλο χρησιμοποιώντας τον εξαίρετο Tom Wilkinson γι’ αυτή τη δουλειά. Βέβαια η ένσταση εδώ – η ισχυρότερη πάνω στη ταινία – είναι πως ένας 45άρης που φροντίζει βρώμικες δουλειές σε μια νομική εταιρεία, ανακαλύπτει ξαφνικά την Αμερική (κυριολεκτικά και μεταφορικά). Βλέπουμε κάποιες φορές τον ήρωα να μοιάζει απορημένος ανακαλύπτοντας νέα στοιχεία για το σκάνδαλο, γεγονός μάλλον παράλογο για το περιβάλλον στο οποίο ζούσε ως τώρα. Βέβαια αυτό ευτυχώς δεν επαναλαμβάνεται και ο Clayton δεν καταλήγει καρικατούρα επαναστάτη, αλλά μοιάζει κυρίως με μέσο πολίτη που αναλογίζεται κάποια στιγμή τις ευθύνες του.

Στο ξεκίνημα μάλιστα του film ο Wilkinson παραληρώντας υπερτονίζει στον ήρωα πως αυτός είναι ο εκλεκτός, από αυτόν πρέπει να ξεκινήσει η αντίσταση. Γιατί ειδικά ο Michael Clayton ; Τι ιδιαίτερο τον κάνει να ξεχωρίζει από τους υπόλοιπους ; Είναι χωρισμένος και μάλιστα δεν έχει κάποιον άλλο ερωτικό δεσμό άρα δεν έχει να επωμιστεί τη φροντίδα μιας συντρόφου, είναι όμως πατέρας και οφείλει να προσφέρει στον γιο του κάτι καλύτερο. Είναι τζογαδόρος – γι’ αυτό και άφραγκος – και κάνει μια δουλειά που πάνω από όλα θέλει κότσια. Δεν είναι υποκριτής λοιπόν και ο κόσμος της υποκρισίας του αποκαλύπτεται προσωποποιημένος από την “κακιά” Tilda Swinton, που προβάρει γεμάτη άγχος τις συνεντεύξεις και σε μια αξέχαστη σκηνή δεν τολμά να ξεστομίσει τη λέξη δολοφονία ενώ συναντιέται με “επαγγελματία” γι’ αυτόν ακριβώς το σκοπό. Αυτή η αποκάλυψη σηκώνει και τη σημαία της επανάστασης. Δε ξέρω όμως αν τελικά η λύση του Gilroy είναι όντως εφικτή ή πηγάζει από ταινία που θα πρωταγωνιστούσε πχ ο επίσης συμπαθής John McClane. Το σκεφτόμουν όταν ο George Clooney (λατρεία) χάζευε χαλαρωμένος επιτέλους τη Νέα Υόρκη και για αρκετές μέρες αργότερα. Τελικά αν και έχουν περάσει σχεδόν 2 εβδομάδες δεν μπορώ με σιγουριά να πω αν το συνολικό αποτέλεσμα μου ήταν αρεστό ή όχι. Κατέληξα λοιπόν στο συμπέρασμα πως αυτή είναι μάλλον η ισχυρότερη γοητεία της ταινίας, η διαρκής σύγκρουση στο μυαλό μου την κάνει ενδιαφέρουσα. Άλλωστε σε τελική ανάλυση ο ήρωας μου ρίχνει καμιά 20αριά χρόνια οπότε υποθέτω πως έχω χρόνο να αναλύσω τις ανησυχίες του…

Τρίτη 15 Ιανουαρίου 2008

The Assassination of Jesse James by the Coward Robert Ford - Andrew Dominik (2007)


Όταν η κοινωνία δε βγάζει αυθεντικούς ήρωες θαυμάζει κάποιους ψεύτικους όπως έναν ληστή. Πολύ μεγάλο μέρος όμως στο θαυμασμό ενός ήρωα και στην ολοκλήρωση του επί της γης έργου του παίζει ο τρόπος με τον οποίο αφήνει τα εγκόσμια. Αλλιώς να πεθάνει ένας ήρωας από φυσικά αίτια και αλλιώς από τα χέρια ενός προδότη. Όσο παράλογο και αν ακούγεται αυτομάτως γίνεται ίνδαλμα, ναι ο κοινός ληστής. Ο διαβόητος Jesse James καταλήστεψε την αμερικανική επαρχία για 15 περίπου χρόνια και παρ’ όλα αυτά οι περιπέτειες του κυκλοφορούσαν σε κόμικς και πολλά μικρά παιδιά ονειρευόταν να γίνουν σαν αυτόν. Αυτό το ψεύτικο πέπλο του επαναστάτη που τον περιέκλειε εξάγνιζε πολλές φορές τα εγκλήματά του και ο φτωχός Αμερικανός επαρχιώτης – αυτός εννοείται που δεν υπήρξε θύμα του - μέσα στην άγνοια και την αμάθεια του κάποιες φορές τον εκθείαζε.

Αρκετά νωρίς στο φιλμ παρατηρούμε μια ληστεία τραίνου, την τελευταία όπως ανακοινώνεται για την συμμορία των James. Ο Jesse James έχει πλέον κουραστεί από τις συνεχείς μετακομίσεις, διαπιστώνει όμως με τρόμο πως είναι πολύ αργά να ζήσει μια κανονική ζωή χωρίς προβλήματα με το νόμο ή με πρώην συνεργάτες του. Επικηρυγμένος παντού, καχύποπτος πλέον με όλους ο Jesse οδηγείται σταδιακά στη παράνοια, μέσω των αλαζονικών ξεσπασμάτων και των αναίτια βίαιων πράξεων του. Πολλές από αυτές γίνονται όχι τυχαία μπροστά στα μάτια του Robert Ford, ενός νέου που και αυτός μεγάλωσε ακούγοντας τα “κατορθώματα” του Jesse και έγινε όπως ισχυρίζεται αυθεντία πάνω σ’ αυτόν. Ο Robert Ford είναι αυτός που θαυμάζει και μισεί περισσότερο από κάθε άλλον τον Jesse James.
Η ιδιοφυής λύση του Jesse πάνω στο πρόβλημα της ίδιας του της ύπαρξης είναι το τέλος της. Αυτό όπως ανέφερα όμως πρέπει να γίνει με τρόπο τέτοιο που αρμόζει σε ήρωα. Μια συνωμοσία, μια πισώπλατη πιστολιά, και ο κακός Jesse James γίνεται αυτομάτως θύμα, ο διαβόητος ληστής γίνεται λαϊκός ήρωας. Γι΄ αυτό και ο Robert Ford, ημιπαράφρονας και αυτός πλέον είναι το τέλειο πιόνι του. Με μια σειρά προσεγμένων κινήσεων ο Jesse πέφτει νεκρός και περνάει στην ιστορία με τρόπο τόσο βέβαιο και ξεκάθαρο όσο και ο τίτλος της ταινίας. Η δολοφονία του Jesse James από τον δειλό Robert Ford. Κανείς δε θα μιλήσει για τη δολοφονία του κακοποιού από έναν γενναίο νέο. Κανείς δε θα πετάξει στη θάλασσα τη σωρό του Jesse, αντίθετα πολλοί θα πληρώσουν για μια φωτογραφία της
Ο Andrew Dominik περιγράφει με ανατριχιαστική ειρωνεία αυτή τη μεγάλη “απάτη”. Αν την είχε καταγγείλει απλά πιθανώς να ήταν και αυτός ένας “δειλός”. Αντιθέτως το δίπολο τίτλου και περιεχομένου που προτείνει δημιουργεί μια συνεχή και εθιστική εναλλαγή ρόλων - ήρωα και αντιήρωα - ανάμεσα στο ζευγάρι των πρωταγωνιστών. Η σχέση των 2 τους πάντως δε θα μπορούσε να αποτυπωθεί καλύτερα από τα αφοπλιστικά βλέμματα των Brad Pitt και Casey Affleck στα κοντινά πλάνα που όσο περνάει η ώρα γίνονται ευτυχώς περισσότερα. Και εγώ, 30 ώρες περίπου αργότερα μετά τους τίτλους τέλους είναι αδύνατον να βγάλω από το μυαλό μου αυτή τη ταινία