
[Το “Behind” the films ξεκινάει μια περιήγηση στον κινηματογράφο μέσα από τα μάτια του κινηματογράφου. Γεννήθηκε από την εμμονή του γράφοντα να ασχολείται με το σινεμά σε θεωρητικό επίπεδο πιστεύοντας ότι η θέαση μιας ταινίας αποτελεί αυτόματα αφορμή για συζήτηση, από παντελώς άχρηστη ως βαθιά φιλοσοφημένη. Με ταινίες – όχι απαραίτητα τις αντιπροσωπευτικότερες ενός είδους - που αποτελούν απλώς παραδείγματα και δεν σχολιάζονται οι ίδιες, παρουσιάζονται διάφορα θέματα είτε αμιγώς κινηματογραφικά είτε γενικότερα. Here we go… ]
Η συγκεκριμένη πρώτη ολοκληρωμένη δουλειά του Γάλλου σκηνοθέτη εκτός του ότι παραμένει εδώ και χρόνια μια από τις αγαπημένες μου ταινίες – αυτό δεν είναι το θέμα μας – γνώρισε την αποθέωση χάρη κυρίως στη στυλιζαρισμένη όπως αποκαλείται σκηνοθεσία της. Το σενάριο της είναι λίγο…ότι να ‘ναι καθώς μπλέκει έναν νεαρό με 2 εντελώς άσχετες μεταξύ τους υποθέσεις, όμως ο Bieneux που είναι και ο πραγματικός star της ταινίας στήνει εκπληκτικές οπτικά σκηνές για τις οποίες φυσικά έχει μείνει στην ιστορία και το φιλμ.
Αν θεωρήσουμε ότι η πλειοψηφία των ταινιών έχει αδιάφορα σενάρια η επέμβαση του σκηνοθέτη πάνω της – όταν βέβαια αυτή γίνεται για καλό – δημιουργεί 2 πολύ γενικές κατηγορίες ως προς το τελικό αποτέλεσμα. Η πρώτη είναι όταν εκμεταλλεύεται το τυπικό σενάριο και μέσω της εικόνας υπαινίσσεται , κάνει σχόλια και δημιουργεί πολλαπλές αναγνώσεις τελικά στο φιλμ. Η δεύτερη περίπτωση που μας απασχολεί σ’αυτό το κείμενο και η Diva αποτελεί από τα χαρακτηριστικά παραδείγματα της, είναι όταν ο σκηνοθέτης ερωτοτροπεί στην ουσία με τη κάμερα και παρεμβάλλεται στα υπό άλλες συνθήκες αδιάφορα τεκταινόμενα δημιουργώντας ένα εξαίρετο για το μάτι θέαμα. Τελειώνοντας η ταινία – η συγκεκριμένη για παράδειγμα – ενώ στην ουσία δραματολογικά δεν έχεις δει κάτι ιδιαίτερο, δημιουργείται η ψευδαίσθηση του αριστουργήματος χάρη καθαρά στην εικόνα. Το σπουδαίο είναι όταν ο σκηνοθέτης βρίσκει το κατάλληλο ρυθμό, αλλά και το μέτρο στις εικόνες του ώστε να μη μιλάμε ωραιοποίηση του μέτριου, αλλά για το λεγόμενο υπέροχο …τίποτα ( είναι και της επικαιρότητας αυτές τις μέρες με το My blueberry nights στις Κάννες). Αν θεωρήσουμε λοιπόν γενικότερα το σινεμά ως μια ψευδαίσθηση, σε αυτή τη περίπτωση γινόμαστε πραγματικά δέσμιοι της εικόνας.
Οι φορμαλιστές σκηνοθέτες, κύριοι εκφραστές του φαινομένου αυτού, αγαπιούνται και μισούνται από το κοινό γι ‘αυτόν ακριβώς το λόγο. Η μάχη που δίνουν με το στυλ κάποιες φορές ξεπερνάει τα όρια και το ωραίο μπορεί να γίνει ως και ενοχλητικό. Άλλοτε πάλι χρησιμοποιούν το ταλέντο τους σε πιο πιασάρικα θέματα. Ο Bieneux για παράδειγμα έγινε διάσημος στο ευρύτερο κοινό μερικά χρόνια αργότερα με τη Betty Blue, ταινία με θέμα τον καταστροφικό έρωτα 2 νέων, που αγαπήθηκε αρκετά από τη νεολαία της εποχής και της οποίας το director’s cut είναι 185 λεπτά ενώ στην ουσία η ροή των γεγονότων με το ζόρι να καλύπτει 90 λεπτά δράσης. Όλα τα υπόλοιπα είναι οπτικοακουστικά παιχνίδια που όσο ωραία και αν είναι κάποτε καταντούν κουραστικά – το μέτρο που λέγαμε. Ο εγωισμός του σκηνοθέτη για τις απόψεις του περί του ωραίου γίνεται παράλληλα ο μεγαλύτερος εχθρός του. Και είναι δυστυχώς πολύ εγωιστές οι άτιμοι, παραδείγματα υπάρχουν πολλά. Ο σπουδαίος Mike Figgis κάποια στιγμή έφτασε στα άκρα με τους πειραματισμούς του και κατέληξε να γυρίζει πριν 2 χρόνια θριλεράκι της σειράς με τη Sharon Stone. Η περίπτωση του είναι ίσως η χαρακτηριστικότερη όλων τα τελευταία χρόνια για τις εμμονές με το οπτικοακουστικό αποτέλεσμα εις βάρος ακόμη και της πλοκής. Το στυλ για το στυλ είναι αυτό που καλούνται να αποφεύγουν οι σκηνοθέτες και η αλήθεια είναι πως όσο δύσκολο είναι να κατέχεις τόσο καλά τη τέχνη της εικόνας άλλο τόσο είναι να φροντίσεις τις ισορροπίες. Υπάρχουν πάντως και ακριβώς αντίθετα παραδείγματα. Ο μάγος των video clips Jonathan Glazer έχει γυρίσει 2 ταινίες με κάκιστα σενάρια (Sexy Beast, Birth) δίνοντας στο κοινό τελικά το καλύτερο αποτέλεσμα που θα μπορούσε.
Οι 2 πρώτοι που μας έρχονται στο μυαλό σήμερα σ’αυτή τη κατηγορία είναι ο David Lynch και ο Wong Kar Wai. Σχεδόν καταργώντας από ένα σημείο και μετά το σενάριο, οι ταινίες τους μοιάζουν πλέον με συρραφή εκπληκτικών μεμονωμένα σκηνών. Το 2046, η αποθέωση του στυλ, για πολλούς το απόλυτο αριστούργημα των 00s, για κάποιους άλλους μια ασυναρτησία. Οι τελευταίες ταινίες του Lynch το ίδιο. Στο internet μόνο θα βρείτε αμέτρητους καυγάδες σε blogs και forum, ενώ απλά να το θέσετε ως κουβέντα σε μια σινεφίλ παρέα θα μιλάτε ώρες χωρίς πιθανά στο τέλος να καταλήξετε κάπου. Αν καταλήξετε θα είναι μάλλον για τις προτεραιότητες που έχει ο καθένας βλέποντας μια ταινία. Αν αυτό το υποτιθέμενο τίποτα το βλέπει ο καθένας ως απόλαυση ή ως απάτη, αν μπορεί να δεχθεί τα όσα ασυνάρτητα βλέπει στο Lost Highway ως ψυχαγωγία ή αν του προκαλούν πονοκέφαλο. Το καλό με τέτοιου είδους σκηνοθέτες είναι πως θα παραμείνουν για πάντα αμφιλεγόμενοι – τουλάχιστον όμως έστω και γι’ αυτό θα μείνουν και δε θα ξεχαστούν.
Αν θεωρήσουμε ότι η πλειοψηφία των ταινιών έχει αδιάφορα σενάρια η επέμβαση του σκηνοθέτη πάνω της – όταν βέβαια αυτή γίνεται για καλό – δημιουργεί 2 πολύ γενικές κατηγορίες ως προς το τελικό αποτέλεσμα. Η πρώτη είναι όταν εκμεταλλεύεται το τυπικό σενάριο και μέσω της εικόνας υπαινίσσεται , κάνει σχόλια και δημιουργεί πολλαπλές αναγνώσεις τελικά στο φιλμ. Η δεύτερη περίπτωση που μας απασχολεί σ’αυτό το κείμενο και η Diva αποτελεί από τα χαρακτηριστικά παραδείγματα της, είναι όταν ο σκηνοθέτης ερωτοτροπεί στην ουσία με τη κάμερα και παρεμβάλλεται στα υπό άλλες συνθήκες αδιάφορα τεκταινόμενα δημιουργώντας ένα εξαίρετο για το μάτι θέαμα. Τελειώνοντας η ταινία – η συγκεκριμένη για παράδειγμα – ενώ στην ουσία δραματολογικά δεν έχεις δει κάτι ιδιαίτερο, δημιουργείται η ψευδαίσθηση του αριστουργήματος χάρη καθαρά στην εικόνα. Το σπουδαίο είναι όταν ο σκηνοθέτης βρίσκει το κατάλληλο ρυθμό, αλλά και το μέτρο στις εικόνες του ώστε να μη μιλάμε ωραιοποίηση του μέτριου, αλλά για το λεγόμενο υπέροχο …τίποτα ( είναι και της επικαιρότητας αυτές τις μέρες με το My blueberry nights στις Κάννες). Αν θεωρήσουμε λοιπόν γενικότερα το σινεμά ως μια ψευδαίσθηση, σε αυτή τη περίπτωση γινόμαστε πραγματικά δέσμιοι της εικόνας.
Οι φορμαλιστές σκηνοθέτες, κύριοι εκφραστές του φαινομένου αυτού, αγαπιούνται και μισούνται από το κοινό γι ‘αυτόν ακριβώς το λόγο. Η μάχη που δίνουν με το στυλ κάποιες φορές ξεπερνάει τα όρια και το ωραίο μπορεί να γίνει ως και ενοχλητικό. Άλλοτε πάλι χρησιμοποιούν το ταλέντο τους σε πιο πιασάρικα θέματα. Ο Bieneux για παράδειγμα έγινε διάσημος στο ευρύτερο κοινό μερικά χρόνια αργότερα με τη Betty Blue, ταινία με θέμα τον καταστροφικό έρωτα 2 νέων, που αγαπήθηκε αρκετά από τη νεολαία της εποχής και της οποίας το director’s cut είναι 185 λεπτά ενώ στην ουσία η ροή των γεγονότων με το ζόρι να καλύπτει 90 λεπτά δράσης. Όλα τα υπόλοιπα είναι οπτικοακουστικά παιχνίδια που όσο ωραία και αν είναι κάποτε καταντούν κουραστικά – το μέτρο που λέγαμε. Ο εγωισμός του σκηνοθέτη για τις απόψεις του περί του ωραίου γίνεται παράλληλα ο μεγαλύτερος εχθρός του. Και είναι δυστυχώς πολύ εγωιστές οι άτιμοι, παραδείγματα υπάρχουν πολλά. Ο σπουδαίος Mike Figgis κάποια στιγμή έφτασε στα άκρα με τους πειραματισμούς του και κατέληξε να γυρίζει πριν 2 χρόνια θριλεράκι της σειράς με τη Sharon Stone. Η περίπτωση του είναι ίσως η χαρακτηριστικότερη όλων τα τελευταία χρόνια για τις εμμονές με το οπτικοακουστικό αποτέλεσμα εις βάρος ακόμη και της πλοκής. Το στυλ για το στυλ είναι αυτό που καλούνται να αποφεύγουν οι σκηνοθέτες και η αλήθεια είναι πως όσο δύσκολο είναι να κατέχεις τόσο καλά τη τέχνη της εικόνας άλλο τόσο είναι να φροντίσεις τις ισορροπίες. Υπάρχουν πάντως και ακριβώς αντίθετα παραδείγματα. Ο μάγος των video clips Jonathan Glazer έχει γυρίσει 2 ταινίες με κάκιστα σενάρια (Sexy Beast, Birth) δίνοντας στο κοινό τελικά το καλύτερο αποτέλεσμα που θα μπορούσε.
Οι 2 πρώτοι που μας έρχονται στο μυαλό σήμερα σ’αυτή τη κατηγορία είναι ο David Lynch και ο Wong Kar Wai. Σχεδόν καταργώντας από ένα σημείο και μετά το σενάριο, οι ταινίες τους μοιάζουν πλέον με συρραφή εκπληκτικών μεμονωμένα σκηνών. Το 2046, η αποθέωση του στυλ, για πολλούς το απόλυτο αριστούργημα των 00s, για κάποιους άλλους μια ασυναρτησία. Οι τελευταίες ταινίες του Lynch το ίδιο. Στο internet μόνο θα βρείτε αμέτρητους καυγάδες σε blogs και forum, ενώ απλά να το θέσετε ως κουβέντα σε μια σινεφίλ παρέα θα μιλάτε ώρες χωρίς πιθανά στο τέλος να καταλήξετε κάπου. Αν καταλήξετε θα είναι μάλλον για τις προτεραιότητες που έχει ο καθένας βλέποντας μια ταινία. Αν αυτό το υποτιθέμενο τίποτα το βλέπει ο καθένας ως απόλαυση ή ως απάτη, αν μπορεί να δεχθεί τα όσα ασυνάρτητα βλέπει στο Lost Highway ως ψυχαγωγία ή αν του προκαλούν πονοκέφαλο. Το καλό με τέτοιου είδους σκηνοθέτες είναι πως θα παραμείνουν για πάντα αμφιλεγόμενοι – τουλάχιστον όμως έστω και γι’ αυτό θα μείνουν και δε θα ξεχαστούν.
Ο Bieneux είναι πάντως ψιλοξεχασμένος σήμερα καθώς ποτέ δε μπόρεσε να ξεπεράσει τις εμμονές του. Το λεγόμενο στυλιζαρισμένο σινεμά ζει και βασιλεύει πάντως, αν και η αλήθεια είναι πως ποτέ δε μπορούσα να δώσω έναν ορισμό για το τι ακριβώς είναι αυτό. Απλά το καταλαβαίνω όταν το βλέπω, αιχμαλωτίζομαι από αυτό που βλέπω και μετά άντε να ψάξεις αν αυτό που είδες ήταν τελικά ωραίο ή όχι. Ουσιώδες ή όχι μάλλον, γιατί ωραίο είναι σίγουρα
4 σχόλια:
Ακούς εκεί αν σας κάνει βέβαια...
Περιττό να σου πω περί θερμής υποδοχής του αναγνωστικού κοινού :))). Από γνωστούς και φίλους δηλαδή όχι τίποτα το super special...
Ήρθαν και τηλεγραφήματα στο στρατόπεδο :p. Η πρεμιέρα μου στο μεγαθήριο των media που λέγεται cinemart.gr :)
Δημοσίευση σχολίου