Τετάρτη 6 Ιουνίου 2007

Marie Antoinette (2006) - Sofia Coppola



Οι νέοι γενικώς βαριούνται, προφανώς όχι μόνο στην εποχή μας. Το “βαριέμαι” τους πάντως συνήθως δεν αντιμετωπίζεται άσχημα από τους υπόλοιπους καθώς σχετίζεται με τη τάση που έχουν να είναι ανικανοποίητοι και συνεχώς να προσπαθούν να ανακαλύπτουν καινούρια πράγματα. Δε μιλάμε δηλαδή για το “βαριέμαι” του δημόσιου υπάλληλου που μοιάζει πλέον με παράσιτο, αλλά το φαινόμενο της συνεχούς ανησυχίας που έχουν για το ό,τι συμβαίνει γύρω τους.
Πολλές φορές αυτό το καινούριο μπορεί να πηγάζει μέσα από τα απλούστερα πράγματα της ζωής και τυχαίνει ακόμη και αν ζεις σε ένα υποτιθέμενο παραδεισένιο περιβάλλον να μη μπορείς να το βρεις. Αν σε αυτό το περιβάλλον υπάρχει περίσσεια υλικών αγαθών για παράδειγμα, αυτά αρχίζουν και χάνουν σιγά-σιγά αξία στο προσωπικό σου χρηματιστήριο και τα αντιμετωπίζεις ως παιχνίδι. Το χειρότερο μάλιστα δε μπορείς να καταλάβεις ότι περίσσεια αγαθών δεν έχουν οι πάντες, αλλά αγωνίζονται καθημερινά να τα αποκτήσουν. Φανταστείτε λοιπόν έναν άνθρωπο που περικυκλώνεται από πλούτο και δεν έχει γνωρίσει ποτέ διαφορετική κατάσταση, να διοικεί κάποιους άλλους που ζουν στη εξαθλίωση. Και άντε αν αυτό συμβαίνει σήμερα υπάρχει η τεχνολογία και μπορεί να ξεστραβωθεί ο βασιλιάς για το τι γίνεται έξω από το παλάτι, τους προηγούμενους αιώνες όμως πώς λυνόταν το πρόβλημα; Πολύ απλά δε λυνόταν ποτέ και έτσι παλάτι και λαός ζούσαν σε 2 παράλληλα σύμπαντα και σπάνια μπορούσαν να κατανοήσουν ο ένας τον άλλο.
Πως δένει θα μου πείτε τώρα η βαρεμάρα των νέων με τη σχέση εξουσιαστή και των υποτελών του. Είναι τα 2 κεντρικά θέματα του εξαιρετικού τούτου δημιουργήματος της Sophia Coppola η οποία βρήκε έναν αρκετά ευφάνταστο τρόπο να ολοκληρώσει πιθανά τη θεματολογία των προηγούμενων ταινιών της. Η Marie Antoinette ως χαρακτήρας είναι το έναυσμα για σκέψεις όπως οι παραπάνω. Στο φιλμ δεν υπάρχει κανένα ενδιαφέρον για την ιστορία κάτι που μου έδωσε μεγάλη χαρά καθώς μόνο ως ιστορικό μέσο δε μπορώ να χαρακτηρίσω τον κινηματογράφο – απ’ότι ξέρω υπάρχουν βιβλία και ντοκιμαντέρ για όσους θέλουν εικόνα. Η υπερπροσφορά βιογραφιών τα τελευταία χρόνια έχει δημιουργήσει ένα συγκεκριμένο τύπο ταινιών – αρκετά ανώδυνο - που οι περισσότεροι τηρούν κατά γράμμα κάτι που είναι και το πιο ασφαλές άλλωστε. Για να γίνουμε λίγο πιο συγκεκριμένοι, έχουμε να κάνουμε με μια μελέτη γύρω από τον τρόπο με τον οποίο έστηνε τα πάρτι της η Αντουανέτα, ποιους γκόμενους ήθελε και τι μικρές συνήθειες είχε. Εκ πρώτης όψεως κανένα ενδιαφέρον σ’αυτά εδώ. Εκεί όμως πάνω στη παρέλαση εντυπωσιακών κοστουμιών στήνονται δειλά οι ανησυχίες της Coppola και διαπιστώνουμε ότι το φαινομενικά αδιάφορο τελικά αποδεικνύεται πολύ πιο χρήσιμο από μια τυπική εξιστόρηση γεγονότων.
Αναφορικά με τους νέους είναι εμφανής η ενασχόληση της Coppola με το συγκεκριμένο θέμα. Θυμάστε φαντάζομαι τις αυτοκτονίες των παρθένων της αλλά και ατέλειωτες ώρες ανίας της Scarlet Johansson στο Τόκιο. Εδώ παρουσιάζει την ηρωίδα ως ένα άτομο τελείως έξω από τα νερά της, που αν ζούσε σήμερα θα προτιμούσε να ζει σε μια μεγαλούπολη κάνοντας βόλτες και ψώνια με τις φίλες της ενώ το βράδυ θα φλέρταρε σε κάποιο bar ακούγοντας New Order. H έπαυλη των Βερσαλλιών όσο μεγάλη και αν είναι φαντάζει ως φυλακή για το χαρακτήρα της, με καθημερινά βασανιστικά πρωτόκολλα που πρέπει να τηρούνται. Παντρεύεται έναν ανεκδιήγητο σύζυγο ο οποίος φοβάται να την αγγίξει και θα το κάνει μόνο από υποχρέωση όταν φτάσει το πλήρωμα του χρόνου για απόγονο. Από το ξεκίνημα της ταινίας όπου η ηρωίδα φεύγει από το παλάτι της Αυστρίας για αυτό της Γαλλίας ως μέρος συμφωνίας για ευημερία στη σχέση των χωρών, υπάρχουν σκηνές που φανερώνουν τη λύπη της για το περιβάλλον που μεγαλώνει. Στενοχωριέται για παράδειγμα όταν της παίρνουν τον αγαπημένο της σκύλο, απορεί που έχει αμέτρητες κοπέλες δίπλα της να την ντύνουν και βαριέται να κοσμεί με κομπλιμέντα κάθε αυλική. Αν σκεφτούμε λοιπόν πως κάθε νέος που δε ξέρει τι να κάνει ή το ρίχνει στη δουλειά ή καίγεται στα πάρτι, αυτή μοιραία λόγω έλλειψης δουλειών στο παλάτι έκανε τη λογική επιλογή. Μια ζωή ένα ατέλειωτο πάρτι λοιπόν. Κατασπατάληση της περιουσίας, απίθανες αγορές, ποτά, ξεγνοιασιά και φλερτ γιατί ο Λουδοβίκος δεν αγγίζει. Καθόλου παράλογο για κάποιον που μεγαλώνει έτσι.
Αυτός ο χαρακτήρας λοιπόν, που έχει μάθει να βλέπει τη ζωή ως παιχνίδι είναι στη κορυφή της ιεραρχίας στη χώρα της. Έχει πλάκα μάλιστα που η Coppola παρουσιάζει τον Λουδοβίκο, μέσω του καταπληκτικού Jason Schwartzman, ακόμη πιο παιδικό και αναξιόπιστο χαρακτήρα, καθώς ουσιαστικά αυτός παίρνει τις διοικητικές αποφάσεις. Η βασιλεία λοιπόν δίνονταν σε τυχάρπαστους που είχαν τη τύχη να γεννηθούν βασιλείς. Ο μύθος με το παντεσπάνι, αν και μέσα στη ταινία δίνεται όντως ως μύθος, μοιάζει να είναι πραγματικότητα. Ένα τέτοιο άτομο, παρά τις ευαισθησίες που είχε – το χειροκρότημα στο θέατρο για παράδειγμα – θα μπορούσε όντως να το είχε πει γιατί δεν έχει ιδέα τι συμβαίνει έξω από τις Βερσαλλίες. Και αν οι πρόγονοι της γλίτωσαν αυτή είχε την ατυχία να πέσει στην επανάσταση, καθώς όταν ξεκινά η αντίστροφη μέτρηση για την αποκαθήλωση ο λαός βάλλει κατά του πολιτεύματος και όχι των συγκεκριμένων ονομάτων. Προφανώς ούτε η Αντουανέτα ούτε ο Λουδοβίκος ήταν χειρότεροι από τους προκατόχους τους, απλά υπήρξαν στην εποχή που το ποτήρι κατά της βασιλείας είχε ξεχειλίσει. Ο διωγμός της ηρωίδας από το παλάτι αποτελεί και το πλέον διεκπεραιωτικό κομμάτι της ταινίας, καθώς η Coppola έχοντας ολοκληρώσει ό,τι είχε να πει κάνει μάλλον αγγαρεία. Θα μπορούσε να μη το βάλει και καθόλου μια που τόσο άνετα τα προηγούμενα 100 λεπτά αγνοούσε την ιστορία.
Η προσέγγιση αυτή στην Αντουανέτα επιβραβεύτηκε με μια μεγαλοπρεπέστατη γιούχα στις Κάννες. Στη χώρα μας επιβραβεύτηκε με “πόρτα” από τις αίθουσες και έτσι το είδαμε απευθείας σε DVD. Προσωπικά η θυγατέρα Coppola, αν και ένα μικρό πρόβλημα έκφρασης το έχει - γυναίκα σκηνοθέτης βλέπετε, να πω και τη κακία της ημέρας - μου άφησε για άλλη μια φορά θετικές εντυπώσεις τουλάχιστον πάνω στις ιδέες που είχε γύρω από το κεντρικό χαρακτήρα. Πιθανά και η ίδια να βαριόταν μικρή όταν ο πατέρας της έβγαζε εκατομμύρια και αυτά τα συναισθήματα που είχε τα μεταβιβάζει σήμερα στους ήρωες της. Και συνήθως τα καταφέρνει με αποτέλεσμα μόνο βαρετή να μη θεωρείται σήμερα ως σκηνοθέτης.

1 σχόλιο:

Ανώνυμος είπε...

Φιλε συμφωνω με ολα οσα λες... εχεις εμβαθυνει αρκετα.
εχω μεγαλη απορια γιατι δεν προβληθηκε στην ελλαδα... υπαρχουν ανθρωποι που θα ενδιαφερονταν τουλαχιστον για το ιστορικο κομματι.
δε μιλαω για multiplex. εχουμε δει τοσες και τοσες σαχλαμαρες....
αυτο που μου αρεσε πιο πολυ ηταν η μοντερνα μουσικη... ενιωσα πως η ολη ιστορια του φιλμ ητα στο τωρα.. η οτι η παρεα των πρωταγωνιστων διασκεδαζει οπως κι εμεις σημερα. Η ιστορια γενικως παντα επαναλαμβανεται και οποιος ξερει ιστορια καταλαβαινει καλυτερα και το σημερα...
διαβαστε το βιβλιο του stefan Zweich για την αντουανετα. Φανταστικο... σαν ψυχολογικο θριλερ.. με ολη την ιστορια μεχρι το τελος!