
[ Το συγκεκριμένο review καλό θα ήταν να μη διαβαστεί από άτομα που δεν έχουν δει το film. Θα χαθεί η μεγαλύτερη ίσως ομορφιά του, και δε θα εκτιμηθεί όσο έπρεπε ]
Έχετε σκεφτεί ποτέ τί κυρίως σας ιντριγκάρει στα αστυνομικά θρίλερ; Το σασπένς και οι συνεχόμενες ανατροπές, ο τρόπος και η μέθοδος για το κυνήγι του δολοφόνου, η σύλληψη, η νίκη του καλού και αδιάφθορου detective είναι σημεία στα οποία μπορεί να σταθεί κάποιος. Ένα γεγονός πάντως που συχνά το αφήνουμε σε δεύτερη μοίρα είναι ότι αυτό το είδος ταινιών μας γνωριζει ένα κόσμο όπου συχνά κυριαρχεί το κακό εις βάρος του καλού, με αποτέλεσμα να δημιουργεί μια διαμάχη στο μυαλό μας ως προς την οπτική γωνία (καλού ή κακού) με την οποία πρέπει να σκεφτόμαστε.
Το συγκεκριμένο φιλμ, που γύρισε ο Bryan Singer το 1995, οφείλει την επιτυχία και την αποθέωση που γνωρισε σ’αυτό που μόλις ανέφερα. Ξεκινώντας από την αρχή, το story περιλαμβάνει 5 απατεώνες (Keaton, Fenster, McManus, Hockney, Kint) οι οποίοι περνούν μια βραδιά σ’ένα κοινό κελί ως ύποπτοι για μια κλοπή, γεγονός που γίνεται αφορμή να γνωριστούν και να ξεκινήσουν κλοπές ως ομάδα. Ένας δικηγόρος όμως, ο Kobayashi, τους συναντά αποκαλύπτοντάς τους ότι καταζητούνται από τον Keyser Soze ένα σχεδόν ¨μυθικό¨ πρόσωπο, άρχοντα του κακού και της διαφθοράς.Η λύση που τους προτείνει είναι να κάνουν μια τελευταία μεγάλη δουλειά για το συμφέρον του, κερδίζοντας έτσι την ελευθερία τους (και 90 εκατ. δολλάρια). Το story παρουσιάζεται ως συρραφή από flashback που διηγείται ο Verbal Kint, μοναδικός διασωθέντας αυτής της επιχείρησης, στον Dave Kujan αστυνομικό που έχει αφιερώσει τα τελευταία χρόνια της έρευνάς του στον Keaton.
Η επιλογή αυτής της αφήγησης δεν είναι καθόλου τυχαία. Ο Kujan στην ουσία ταυτίζεται με τον θεατή που και αυτός από τη μεριά του διεξάγει τη δική του έρευνα για το ποίος κρύβεται πίσω από τη μάσκα του Soze. Και εδώ ακριβώς ξεκινά το παιχνιδι μέσα στο μυαλό μας. Σκεφτείτε μια δικαστική διαμάχη, έρευνα η οτιδήποτε παρόμοιο. Για να αποφασίσουμε για την αθωότητα ή την ενοχή κάποιου προσώπου σκεφτόμαστε με 2 τρόπους. Στο μυαλό του ανθρώπου που υπερνικά το καλό θα ενοχοποιηθεί ο λιγότερο αθώος, καθώς ο τρόπος σκέψης βασίζεται στη λογική του "όλοι είναι αθώοι μέχρι αποδείξεως του εναντίου". Στην αντίθετη περίπτωση όμως για να καταλήξουμε να αποφανθούμε πως κάποιος είναι αθώος έχει περάσει πρώτα από το μυαλό μας η ενοχή του. Κοινώς όλοι είναι ύποπτοι. Όλοι οι εμπλεκόμενοι στην ιστορία έχουν ίσες πιθανότητες ενοχής, και το ποιος έχει τις περισσότερες θα φανεί σιγά σιγά μέσα από τα γεγονότα. Φυσικά στη συγκεκριμένη περίπτωση είναι αδύνατον να σκεφτόμαστε με τον πρώτο τρόπο καθώς έχουμε να κάνουμε με μια ιστορία που πρωταγωνιστεί ο ίδιος ο διάβολος, με τη μορφή του Soze, του ανθρώπου που κανείς δεν έχει δει ποτέ αλλά όλοι έχουν ακούσει ιστορίες τού.
Στο παιχνίδι λοιπόν αυτό που πρωταγωνιστεί ο διάβολος, κάτι το οποίο συνειδητοποιούμε από νωρίς, ο νους μας εξετάζει όλους ανεξαιρέτως που εμφανίζονται στην οθόνη. Όταν όμως έχεις να εξετάσεις 6-7 υπόπτους, γιατί τίποτα δε σε κάνει να πιστεύεις ότι ο θύτης είναι αποκλειστικά ένας εκ των 5, αποπροσανατολίζεσαι. Δε γνωρίζεις με ποια κριτήρια αθωώνεις ή ενοχοποιείς. Οι εκφράσεις του μονίμως μπερδεμένου Chazz Palminteri είναι όλα τα λεφτά, η προσπάθεια του να βρει απελπισμένα λύση στο μυστήριο που ερευνά εδώ και χρόνια τον κάνει νευρικό και παράλογο. Από ένα σημείο και μετά σταματάει να ψάχνει τη λύση αλλά προσπαθεί να χτίσει μια δική του ώστε και ο ίδιος να απελευθερωθεί. Όταν άλλωστε ένα έγκλημα το σχεδιάζει ο διάβολος, καταφέρνει με μια εκπληκτική δεξιοτεχνία να παγιδεύσει όσους ασχολούνται με την εξιχνίαση του. Όχι απλά δεν τον υποπτεύονται αλλά κατά ένα απίστευτο τρόπο υποστηρίζουν με σθένος τη λύση στην οποία αυτός τους έχει υποδείξει η οποία παρουσιάζεται ως προφανής και λογική σύμφωνα με τα γεγονότα.
Όλα τα παραπάνω που ανέφερα είναι ίσως και ο λόγος για τον οποίο το film αλλά και ο Bryan Singer πέρασαν στη κινηματογραφική ιστορία. Πάνω σ’ένα έξυπνο αστυνομικό story ο Singer μπόρεσε να ξεφύγει από το απλό puzzle και να δημιουργήσει μια παραβολή για τη διαμάχη καλού και κακού, κάτι που στο συγκεκριμένο είδος είχε σχεδόν εκλείψει από την εποχή των noir του 40. Όλες οι αναφορές ειδικότερα στο Διάβολο και στους τρόπους που χρησιμοποιεί για να ξεγλυστρά κυριολεκτικά τη τελευταία στιγμή δίνουν και τη δυναμική στο υπό άλλες συνθήκες "φθηνό" φινάλε. Ο Hitchcock για παράδειγμα ποτέ δεν αγαπούσε ιδιαίτερα το - εξαιρετικό κατά τ’άλλα - Stage Fright του μόνο και μόνο επειδή βασίζοταν σε ένα ψέμα που αποκαλύπτονταν στο τέλος, το θεωρούσε απάτη ως προς το θεατή. Εδώ δεν έχουμε όμως ένα απλό ψέμα, έχουμε την επιβεβαίωση όλων αυτών των ιδεών που αιωρούνται κατά τη διάρκεια της ταινίας και ηθελημένα έχουν περάσει σε δεύτερη μοίρα καθώς ο θεατής ως μικρός ντέτεκτιβ και αυτός ψάχνει τη λύση του μυστηρίου. Δεν είναι η φθηνή απάτη του σεναριογράφου, είναι ο θρίαμβος του κακού, της πονηριάς, του πανούργου εκείνου πλάσματος. Η μεγαλύτερη επιτυχία της ταινίας είναι πως όταν ο Kujan ανακαλύπτει την αλήθεια είναι απορημένος και εκνευρισμένος όπως ακριβώς ήμουν και εγώ όταν την είχα πρωτοδεί. Πολύ σπάνια υπάρχει τόσο δυνατή ταύτιση στο φινάλε μεταξύ του εξαπατημένου ήρωα και του θεατή.
Το Usual Suspects πέραν της εκτίμησης σχεδόν όλου του κινηματογραφικού κοινού κατέκτησε 2 Oscar - καλύτερου Β’ Ανδρικού Ρόλου για τον Kevin Spacey και καλύτερου σεναρίου. Αν και πολλοί θεωρούν ως δυνατότερο σημείο το φινάλε της είναι από τα films που μπορείς να δεις και να ξαναδείς, εστιάζοντας κυρίως το πόσο αθώος ή πονηρός είσαι τελικά ο ίδιος. Το όνομα του Keyser Soze στοιχειώνει πλέον τους σινεφίλ, ταυτιζόμενο με τη μορφή του διαβόλου - ένα ακόμη παιχνίδι τού στον ανυποψίαστο θεατή. Γιατι ο διάβολος δεν έχει ποτέ ένα συγκεκριμένο πρόσωπο. Διάβολος έιναι ο Kevin Spacey με το ειρωνικό του μειδίαμα στο τέλος, διάβολος είναι ο Bryan Singer με τη δυναμική και αποπροσανατολιστική σκηνοθεσία του, διάβολος είναι ο Christopher McQuarrie με το ύπουλο και παραπλανητικό σενάριο του.
Έχετε σκεφτεί ποτέ τί κυρίως σας ιντριγκάρει στα αστυνομικά θρίλερ; Το σασπένς και οι συνεχόμενες ανατροπές, ο τρόπος και η μέθοδος για το κυνήγι του δολοφόνου, η σύλληψη, η νίκη του καλού και αδιάφθορου detective είναι σημεία στα οποία μπορεί να σταθεί κάποιος. Ένα γεγονός πάντως που συχνά το αφήνουμε σε δεύτερη μοίρα είναι ότι αυτό το είδος ταινιών μας γνωριζει ένα κόσμο όπου συχνά κυριαρχεί το κακό εις βάρος του καλού, με αποτέλεσμα να δημιουργεί μια διαμάχη στο μυαλό μας ως προς την οπτική γωνία (καλού ή κακού) με την οποία πρέπει να σκεφτόμαστε.
Το συγκεκριμένο φιλμ, που γύρισε ο Bryan Singer το 1995, οφείλει την επιτυχία και την αποθέωση που γνωρισε σ’αυτό που μόλις ανέφερα. Ξεκινώντας από την αρχή, το story περιλαμβάνει 5 απατεώνες (Keaton, Fenster, McManus, Hockney, Kint) οι οποίοι περνούν μια βραδιά σ’ένα κοινό κελί ως ύποπτοι για μια κλοπή, γεγονός που γίνεται αφορμή να γνωριστούν και να ξεκινήσουν κλοπές ως ομάδα. Ένας δικηγόρος όμως, ο Kobayashi, τους συναντά αποκαλύπτοντάς τους ότι καταζητούνται από τον Keyser Soze ένα σχεδόν ¨μυθικό¨ πρόσωπο, άρχοντα του κακού και της διαφθοράς.Η λύση που τους προτείνει είναι να κάνουν μια τελευταία μεγάλη δουλειά για το συμφέρον του, κερδίζοντας έτσι την ελευθερία τους (και 90 εκατ. δολλάρια). Το story παρουσιάζεται ως συρραφή από flashback που διηγείται ο Verbal Kint, μοναδικός διασωθέντας αυτής της επιχείρησης, στον Dave Kujan αστυνομικό που έχει αφιερώσει τα τελευταία χρόνια της έρευνάς του στον Keaton.
Η επιλογή αυτής της αφήγησης δεν είναι καθόλου τυχαία. Ο Kujan στην ουσία ταυτίζεται με τον θεατή που και αυτός από τη μεριά του διεξάγει τη δική του έρευνα για το ποίος κρύβεται πίσω από τη μάσκα του Soze. Και εδώ ακριβώς ξεκινά το παιχνιδι μέσα στο μυαλό μας. Σκεφτείτε μια δικαστική διαμάχη, έρευνα η οτιδήποτε παρόμοιο. Για να αποφασίσουμε για την αθωότητα ή την ενοχή κάποιου προσώπου σκεφτόμαστε με 2 τρόπους. Στο μυαλό του ανθρώπου που υπερνικά το καλό θα ενοχοποιηθεί ο λιγότερο αθώος, καθώς ο τρόπος σκέψης βασίζεται στη λογική του "όλοι είναι αθώοι μέχρι αποδείξεως του εναντίου". Στην αντίθετη περίπτωση όμως για να καταλήξουμε να αποφανθούμε πως κάποιος είναι αθώος έχει περάσει πρώτα από το μυαλό μας η ενοχή του. Κοινώς όλοι είναι ύποπτοι. Όλοι οι εμπλεκόμενοι στην ιστορία έχουν ίσες πιθανότητες ενοχής, και το ποιος έχει τις περισσότερες θα φανεί σιγά σιγά μέσα από τα γεγονότα. Φυσικά στη συγκεκριμένη περίπτωση είναι αδύνατον να σκεφτόμαστε με τον πρώτο τρόπο καθώς έχουμε να κάνουμε με μια ιστορία που πρωταγωνιστεί ο ίδιος ο διάβολος, με τη μορφή του Soze, του ανθρώπου που κανείς δεν έχει δει ποτέ αλλά όλοι έχουν ακούσει ιστορίες τού.
Στο παιχνίδι λοιπόν αυτό που πρωταγωνιστεί ο διάβολος, κάτι το οποίο συνειδητοποιούμε από νωρίς, ο νους μας εξετάζει όλους ανεξαιρέτως που εμφανίζονται στην οθόνη. Όταν όμως έχεις να εξετάσεις 6-7 υπόπτους, γιατί τίποτα δε σε κάνει να πιστεύεις ότι ο θύτης είναι αποκλειστικά ένας εκ των 5, αποπροσανατολίζεσαι. Δε γνωρίζεις με ποια κριτήρια αθωώνεις ή ενοχοποιείς. Οι εκφράσεις του μονίμως μπερδεμένου Chazz Palminteri είναι όλα τα λεφτά, η προσπάθεια του να βρει απελπισμένα λύση στο μυστήριο που ερευνά εδώ και χρόνια τον κάνει νευρικό και παράλογο. Από ένα σημείο και μετά σταματάει να ψάχνει τη λύση αλλά προσπαθεί να χτίσει μια δική του ώστε και ο ίδιος να απελευθερωθεί. Όταν άλλωστε ένα έγκλημα το σχεδιάζει ο διάβολος, καταφέρνει με μια εκπληκτική δεξιοτεχνία να παγιδεύσει όσους ασχολούνται με την εξιχνίαση του. Όχι απλά δεν τον υποπτεύονται αλλά κατά ένα απίστευτο τρόπο υποστηρίζουν με σθένος τη λύση στην οποία αυτός τους έχει υποδείξει η οποία παρουσιάζεται ως προφανής και λογική σύμφωνα με τα γεγονότα.
Όλα τα παραπάνω που ανέφερα είναι ίσως και ο λόγος για τον οποίο το film αλλά και ο Bryan Singer πέρασαν στη κινηματογραφική ιστορία. Πάνω σ’ένα έξυπνο αστυνομικό story ο Singer μπόρεσε να ξεφύγει από το απλό puzzle και να δημιουργήσει μια παραβολή για τη διαμάχη καλού και κακού, κάτι που στο συγκεκριμένο είδος είχε σχεδόν εκλείψει από την εποχή των noir του 40. Όλες οι αναφορές ειδικότερα στο Διάβολο και στους τρόπους που χρησιμοποιεί για να ξεγλυστρά κυριολεκτικά τη τελευταία στιγμή δίνουν και τη δυναμική στο υπό άλλες συνθήκες "φθηνό" φινάλε. Ο Hitchcock για παράδειγμα ποτέ δεν αγαπούσε ιδιαίτερα το - εξαιρετικό κατά τ’άλλα - Stage Fright του μόνο και μόνο επειδή βασίζοταν σε ένα ψέμα που αποκαλύπτονταν στο τέλος, το θεωρούσε απάτη ως προς το θεατή. Εδώ δεν έχουμε όμως ένα απλό ψέμα, έχουμε την επιβεβαίωση όλων αυτών των ιδεών που αιωρούνται κατά τη διάρκεια της ταινίας και ηθελημένα έχουν περάσει σε δεύτερη μοίρα καθώς ο θεατής ως μικρός ντέτεκτιβ και αυτός ψάχνει τη λύση του μυστηρίου. Δεν είναι η φθηνή απάτη του σεναριογράφου, είναι ο θρίαμβος του κακού, της πονηριάς, του πανούργου εκείνου πλάσματος. Η μεγαλύτερη επιτυχία της ταινίας είναι πως όταν ο Kujan ανακαλύπτει την αλήθεια είναι απορημένος και εκνευρισμένος όπως ακριβώς ήμουν και εγώ όταν την είχα πρωτοδεί. Πολύ σπάνια υπάρχει τόσο δυνατή ταύτιση στο φινάλε μεταξύ του εξαπατημένου ήρωα και του θεατή.
Το Usual Suspects πέραν της εκτίμησης σχεδόν όλου του κινηματογραφικού κοινού κατέκτησε 2 Oscar - καλύτερου Β’ Ανδρικού Ρόλου για τον Kevin Spacey και καλύτερου σεναρίου. Αν και πολλοί θεωρούν ως δυνατότερο σημείο το φινάλε της είναι από τα films που μπορείς να δεις και να ξαναδείς, εστιάζοντας κυρίως το πόσο αθώος ή πονηρός είσαι τελικά ο ίδιος. Το όνομα του Keyser Soze στοιχειώνει πλέον τους σινεφίλ, ταυτιζόμενο με τη μορφή του διαβόλου - ένα ακόμη παιχνίδι τού στον ανυποψίαστο θεατή. Γιατι ο διάβολος δεν έχει ποτέ ένα συγκεκριμένο πρόσωπο. Διάβολος έιναι ο Kevin Spacey με το ειρωνικό του μειδίαμα στο τέλος, διάβολος είναι ο Bryan Singer με τη δυναμική και αποπροσανατολιστική σκηνοθεσία του, διάβολος είναι ο Christopher McQuarrie με το ύπουλο και παραπλανητικό σενάριο του.
2 σχόλια:
Επειδή το 0 comments με εκνευρίζει σταθερά, να καταγραφεί το εύγε μου για το κείμενό σου - φαίνεται η αδυναμία που έχεις στο έργο κι αυτό "γεμίζει" την κριτική σου.
(Έχω ένα κειμενάκι και γω σπίτι μου για το έργο)
Περιττό να πω πως πλουτίζεις την σινεπαρέα μας και να σου πω - ή ξαναπώ - να μην αποθαρρυνθείς για κανέναν blogολόγο από την απαραίτητη σε κάποιους από μας προσπάθειά σου.
Thanks και ξανά thanks για τα ωραία λόγια. Την ταινία την είχα δει πριν μια 10ετία για πρώτη φορά και μάλλον είναι μια απ'αυτές που φρόντισαν ώστε να αρχίσω να μελετώ παρά να βλέπω απλά σινεμά.
Επίσης εδώ δε με αποθαρρύνουν λοχαγοί και ταγματάρχες αυτό το καιρό, στους blogολόγους θα κολλήσουμε ? :p
Δημοσίευση σχολίου